Αν το skype υπήρχε στην εποχή των Μόντι Πάιθον, πίσω στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, τότε η συνέντευξη που έδωσε στο «Βήμα» (χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά skype) ένα από τα ιδρυτικά μέλη αυτού του κορυφαίου γκρουπ κωμικών δεν θα διέφερε από το σατιρικό σκετς που πιθανόν να ακολουθούσε.
Εμείς είχαμε ήχο, ο Τζον Κλιζ όχι. Εκείνος μας έβλεπε ολόκληρους, εμείς βλέπαμε το κεφάλι του μισό («μήπως θα μπορούσατε να τοποθετήσετε λιγάκι πιο ψηλά το σώμα σας;»). «Χθες στην πρόβα είχε έρθει ένας κύριος και βοήθησε πατώντας ένα κουμπί στην κάτω πλευρά της οθόνης, λίγο πιο δεξιά σας… εκεί, ναι!» είπε καθοδηγώντας με το δάχτυλό του στη δική του οθόνη τη Μαρίτα Παντέρη της εταιρείας Feelgood Entertainment στα γραφεία της οποίας έγινε η συνομιλία. Η ώρα περνούσε, ο Κλιζ ρωτούσε τι γίνεται, οπότε αναγκάστηκα να του γράψω σε ένα χαρτί «One moment please» (ένα λεπτό παρακαλώ) και να του το δείξω. Με το ένα και με το άλλο, ο ήχος ήρθε και η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε.
Και ήταν σκέτη απόλαυση. Γιατί ο Τζον Κλιζ, ένας από τους πιο πνευματώδεις βρετανούς καλλιτέχνες με τους οποίους έχω συνομιλήσει ποτέ, βρισκόταν σε μεγάλα κέφια, παρά τα μικροπροβλήματα υγείας που τον είχαν ταλαιπωρήσει. Ηθελε να μιλήσει για «την ομορφότερη εμπειρία που είχα ποτέ στη ζωή μου σε γύρισμα», όπως ανέφερε για το διάστημα που πέρασε στην Πάρο συμμετέχοντας στην ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι».
Τον ρώτησα γιατί. «Τρία πράγματα. Πρώτον, αυτή η ταινία δεν έχει σχέση με τις χολιγουντιανές αρλούμπες. Είναι πέρα για πέρα γνήσια. Δεύτερον, περιστοιχιζόμουν από καλούς επαγγελματίες που διασκέδαζαν με αυτά που έκαναν, αγαπούσαν το σινεμά, κάτι που επίσης δεν συμβαίνει στο Χόλιγουντ. Και τρίτον, γιατί στην Ελλάδα απόλαυσα τα ωραιότερα υπαίθρια γεύματα της ζωής μου. Τα καλαμάρια θα μου μείνουν αξέχαστα».
Στην ταινία του Σμαραγδή, το παραμυθένιο έπος για τον Ιωάννη Βαρβάκη, που από πειρατής εκ Ψαρών έγινε μέγας και τρανός επιχειρηματίας στη Ρωσία, ο ρόλος του Κλιζ είναι σχετικά μικρός αλλά νευραλγικός. Υποδύεται τον Μακ Κόρμικ, τον βρετανό διοικητή στο Λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου όπου ο Βαρβάκης κάποια στιγμή καταλήγει. Ο ρόλος του είναι μια αντανάκλαση του θεατή, αφού από τις ερωτήσεις του μαθαίνουμε την ιστορία. «Μεγάλη υπόθεση να κάνεις ερωτήσεις –το λάθος βρίσκεται στο τι απαντήσεις δίνει κανείς. Αυτό είναι κάτι που παρατηρείται, για παράδειγμα, στις δραματικές σχολές. Ταλαντούχοι άνθρωποι σπαταλούν τις δυνάμεις τους στην κατανόηση της θεωρίας λησμονώντας ότι η υποκριτική έχει να κάνει κυρίως με το πώς αισθάνεται κάποιος».
Ο Τζον Κλιζ έγινε διάσημος ως χιουμορίστας, μέλος των Μόντι Πάιθον, αλλά και ο εγκέφαλος πίσω από την κλασική κωμωδία της μετά Πάιθον εποχής του, «Ενα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα». Παίζει όμως το χιούμορ ρόλο στη ζωή του; «Νομίζω σημαίνοντα στο πώς αντιμετωπίζω τον κόσμο» απάντησε. «Μου αρέσει πολύ η ατάκα που είχε πει κάποτε ο Αρθουρ Μίλερ, νομίζω: «Μπορείς να αντιμετωπίσεις τη ζωή είτε ως τραγωδία είτε ως φάρσα. Εγώ επιλέγω τη φάρσα γιατί έχει περισσότερο ενδιαφέρον». Γράφοντας την αυτοβιογραφία μου το σκεφτόμουν αυτό και νομίζω ότι το 95% των όσων έχω να πω θα ειπωθούν καλύτερα με το χιούμορ. Γιατί το χιούμορ είναι θεραπευτικό ακόμη και σε μια σοβαρή κουβέντα όπως αυτή που κάνουμε τώρα: βλέπετε ότι γελάμε».
Πράγματι, ο Κλιζ έχει το χιούμορ μέσα του. Οταν λίγο αργότερα κλείνοντας τη συνέντευξη θα του ζητήσω να μου πει ποιο είναι το πρώτο πράγμα που του έρχεται στο μυαλό ακούγοντας τη λέξη Ελλάδα (Greece), εκείνος θα μου απαντήσει: «Ο Τζον Τραβόλτα» (ο πρωταγωνιστής στο «Γκριζ»). «Βλέπετε» συνέχισε, «είναι κάτι που δεν μπορώ να αποφύγω».

πότε & που:
Η ταινία «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 11 Οκτωβρίου

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ