Ενα χαμηλό, κομψό και λειτουργικό κτίριο. Σε ύψος και όγκο απόλυτα συνυφασμένο με τον περιβάλλοντα χώρο αλλά και με όλο το νησί. Για το οποίο μάλιστα υπάρχει ένα ειδικό «δώρο»: μια τεράστια αίθουσα, διαφανής από όλες τις πλευρές της, ώστε να κατακλύζεται από το φως του ήλιου της Αίγινας προκειμένου να εκτεθούν εκεί τα γλυπτά του Χρήστου Καπράλου τα οποία φιλοτεχνήθηκαν στο νησί.
Αυτό το μουσείο του Χρήστου Καπράλου, που πρόκειται να ανεγερθεί δίπλα στο εργαστήριό του, σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα κ. Γιώργο Παρμενίδη, αντιμετωπίζει με σεβασμό τη φύση καθώς φαίνεται να γίνεται «ένα» με αυτήν, χρησιμοποιώντας μάλιστα και πέτρα του νησιού, ενώ κυρίως είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες των εκθεμάτων. «Πρόκειται για ένα αναπτυξιακό, πολιτιστικό πρόγραμμα, γιατί το Μουσείο Καπράλου μαζί με το Αρχαιολογικό Μουσείο και την Αφαία συγκροτούν ένα εξαιρετικό σύνολο που οδηγεί από την αρχαιότητα στη σύγχρονη δημιουργία επισημαίνοντας στον επισκέπτη ότι δεν υπάρχει μόνο η αρχαία Ελλάδα αλλά και η συνέχεια της στο σήμερα» λέει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Θυγατρικό της Πινακοθήκης θα είναι άλλωστε αυτό το μουσείο, αφού το Ιδρυμα Χρήστου και Σούλης Καπράλου έχει περιέλθει σε αυτήν από το 2006. Μαζί και τα περίπου 6.000 έργα του σημαντικού καλλιτέχνη, γλυπτά σε μπρούντζο, σε ξύλο, μάρμαρο, τερακότα και πέτρα αλλά και πολλά ζωγραφικά. «Σημαντικό στοιχείο αυτού του μουσείου θα είναι και η αίθουσα των τριών φίλων, του Καπράλου, του Μόραλη και του Νικολάου. Πόσω μάλλον που και οι τρεις έχουν έναν πολύ σύγχρονο διάλογο με την αρχαιότητα καθώς εμπνέονται από αυτήν» συμπληρώνει η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα.
Ενας μικρός δρόμος χωρίζει το οικόπεδο των τριών στρεμμάτων όπου πρόκειται να ανεγερθεί το μουσείο από τα εργαστήρια του Καπράλου –σημερινός εκθεσιακός χώρος -, ο οποίος θα χαρακτηριστεί ήπιας κυκλοφορίας ώστε να γίνεται απρόσκοπτα η επικοινωνία τους. Με δύο ορόφους –λόγω κλίσης του εδάφους το ισόγειο θα είναι χαμηλότερα από την επιφάνειά του –στη μία πλευρά, το κτίριο ακολούθησε ακριβώς τις προδιαγραφές που δόθηκαν από την Εθνική Πινακοθήκη, όπως λέει ο κ. Παρμενίδης. Περίπου 1.000 τ.μ. ανά όροφο μπορεί να αξιοποιηθούν έτσι για τις ανάγκες του μουσείου, καθώς μάλιστα όλες οι αίθουσες θα βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τον υπαίθριο εκθεσιακό χώρο που αντιστοιχεί σε αυτές δημιουργώντας ενιαίες επιφάνειες.

Το κτίριο
«Ο καθορισμός των μεγεθών και των σχημάτων του κτιρίου έχει λάβει υπόψη του τις ενότητες του έργου του γλύπτη και τα ακραία μεγέθη των γλυπτών» λέει ο κ. Παρμενίδης. «Υπάρχουν έτσι τρεις ενότητες, από τις οποίες στην πρώτη περιλαμβάνεται η ζωφόρος «Μνηµείο της Μάχης της Πίνδου», που αποτελείται από επτά μέρη, συνολικού μήκους 39 μ., στη δεύτερη υπάρχουν πολλά αντικείμενα μικρής κλίμακας για βιτρίνες και στην τρίτη εκτίθενται τα μεγάλα ξύλινα έργα με υψηλότερο τη «Σταύρωση», ύψους 4,90 μ.» προσθέτει.
Το αποτέλεσμα είναι ένα οικοδόμημα που αποτελείται από τρεις διακριτούς όγκους, μια διαίρεση που αποβαίνει προς όφελός του, καθώς μειώνει την αντιληπτή του κλίμακα. Ακόμη ένα χαρακτηριστικό του εξάλλου είναι ότι από τη θέση στην οποία θα βρίσκεται θα έχει απέναντί του στην πλευρά της θάλασσας το χάλκινο άγαλμα της «Μάνας».Από την είσοδο ο επισκέπτης εισέρχεται στο φουαγέ, όπου θα υπάρχει το εκδοτήριο εισιτηρίων, ενώ στη συνέχεια θα αναπτύσσονται οι αίθουσες εκθέσεων με τα μπρούντζινα και γύψινα έργα. Εδώ θα βρίσκεται και η αίθουσα των τριών μεγάλων δημιουργών της νεότερης ελληνικής τέχνης, οι οποίοι υπήρξαν φίλοι, αγάπησαν ιδιαίτερα την Αίγινα και δημιούργησαν πολλά έργα τους στο νησί. Εδώ επίσης θα βρίσκεται η αίθουσα με το εκμαγείο της ζωφόρου, το πρωτότυπο της οποίας κοσμεί το περιστύλιο της Βουλής.

Το γυαλί
Ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στοιχείο αποτελεί η γυάλινη αίθουσα, ύψους 5 μ., στην οποία θα εκτεθούν τα ξύλινα γλυπτά του Καπράλου. Η κατασκευή της θα γίνει, όπως είναι φυσικό, με όλους τους κανόνες ασφαλείας. Η οροφή της μάλιστα –με υλικό παρόμοιο με εκείνο του Κολυμβητηρίου των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου –σε περίπτωση πυρκαγιάς δεν θα καταρρεύσει, γιατί τότε θα καταστρέφονταν τα έργα, αλλά θα εξαερωθεί!
Αυτή η γυάλινη αίθουσα επιβλήθηκε από την ίδια τη διάθεση του καλλιτέχνη για την έκθεση των ξύλινων έργων του –αντίθετα μάλιστα με τις αίθουσες των μπρούντζινων, που θα είναι περισσότερο κλειστές και με σαφώς πιο δραματικό ύφος. Τα ξύλινα γλυπτά άλλωστε θα είναι τα μόνα που θα στηρίζονται σε σταθερές βάσεις, καθώς όλα τα υπόλοιπα εκθέματα του μουσείου θα εναλλάσσονται τακτικά, ενώ πολύ συχνά θα γίνονται περιοδικές εκθέσεις.
Οσον αφορά εξάλλου τα εργαστήρια του Καπράλου, «θα συντηρηθούν και θα μετατραπούν σε χώρους διαμονής και εργασίας καλλιτεχνών από την Ελλάδα και το εξωτερικό» λέει η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Εκεί θα δημιουργούν έργα και φεύγοντας θα αφήνουν κάποια από αυτά στο μουσείο.
Αποθηκευμένα στην Αθήνα βρίσκονται σήμερα τα περισσότερα έργα μεγάλων διαστάσεων του Ιδρύματος Καπράλου. Ηταν υποχρέωση ανειλημμένη, λοιπόν, της Εθνικής Πινακοθήκης η κατασκευή του μουσείου που θα τα στεγάσει. Εξάλλου 1,2 εκατ. ευρώ, ποσό που προήλθε από την πώληση της μνημειώδους ζωφόρου στη Βουλή των Ελλήνων, υπήρχε ήδη στο ταμείο του Ιδρύματος. Σε αυτό προστέθηκαν 1,8 εκατ. ευρώ, προσφορά της Νομαρχίας Πειραιά, προκειμένου να γίνει δυνατή η ανέγερση.
Κατόπιν αυτών η διαδικασία ξεκίνησε και ήδη το έργο, το οποίο εκτελείται από τα ΠΕΠ Αντιπεριφέρειας Νήσων, βρίσκεται στη φάση έκδοσης της οικοδομικής άδειας. Ωσπου να φθάσουμε όμως εδώ οι αντιξοότητες υπήρξαν μεγάλες. Ετσι, τα τελευταία χρόνια, από το 1995 –δύο χρόνια μετά τον θάνατο του γλύπτη –ως μουσείο λειτουργούσαν οι έξι αίθουσες του εργαστηρίου του.

Η διαδρομή
Ενα αγροτόπαιδο που ξεκίνησε από τα καπνοχώραφα του Αγρινίου για να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του μοντερνισμού στην Ελλάδα ήταν ο Χρήστος Καπράλος (1909-1993). Το χωριό του ήταν το Μουσταφούλι (το σημερινό Παναιτώλιο) και ο πατέρας του μεσίτης καπνών. «Δηλαδή, αγόραζε τα καπνά από όλη την Περιφέρεια Αγρινίου για λογαριασμό των αδελφών Παναγόπουλου. Φορούσε φουστανέλα και με το άλογο γύριζε τα χωριά και αγόραζε τα καπνά. Ηταν καλός στις συναλλαγές του και όλοι τον προτιμούσαν» γράφει στην αυτοβιογραφία του (εκδόσεις Αγρα).
Ηταν η εποχή που ο Παπαστράτος ήταν ένα μικρό μπακάλικο, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν αγράμματοι –ακόμη και τα παιδιά, αφού σταματούσαν γρήγορα το σχολείο για να βοηθήσουν την οικογένεια στις δουλειές. Και η δική του ζωή παρόμοια θα ήταν αν δεν συνειδητοποιούσε πολύ γρήγορα ότι θέλει να γίνει ζωγράφος ή γλύπτης. Μόνος του είχε βρει και τον δάσκαλο, έναν αγιογράφο στο Μεσολόγγι. Η οικογένειά του δεν τον σταμάτησε.
Σημαντική υπήρξε στη συνέχεια η υποστήριξή του από τον Γιάννη Παπαστράτο για να σπουδάσει, αρχικώς στην Αθήνα, στην Ανωτάτη Σχολή καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον Ουμβέρτο Αργυρό, αλλά και με μια σπουδαία γνωριμία μεταξύ άλλων: τον Γιαννούλη Χαλεπά, γέροντα πλέον και γείτονά του στην οδό Δαφνομήλη. Θα ακολουθήσει το Παρίσι, πάλι με υποτροφία Παπαστράτου. Εκεί θα παραμείνει ως το 1940 σπουδάζοντας γλυπτική στις Ακαδημίες Γκραντ Σομιέρ και Κολαροσί ως επιμελητής του Μαρσέλ Ζιμόν.
Στο Παρίσι ο Καπράλος θα γνωρίσει σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του, ενώ σε κάθε επιστροφή στην Ελλάδα θα συναντούσε τον Μόραλη και τον Νικολάου (από τότε χρονολογείτο η φιλία τους) αλλά και τον Γαλάνη, τον Σικελιανό, τον Μπουζιάνη. Το 1940 επιστρέφει οριστικώς στην Ελλάδα και για τα επόμενα πέντε χρόνια διαμένει στο χωριό του δουλεύοντας τα έργα του με μοντέλα τη μάνα του και τους συγχωριανούς του, ενώ δεν θα σταματούσε και τη σκληρή, χειρωνακτική δουλειά στα χωράφια.
«Αν τύχει και ξυπνήσεις το καλοκαίρι μετά τα μεσάνυχτα, θα δεις σ’ όλο τον κάμπο μύρια φωτάκια να πηγαινοέρχονται σαν μεθυσμένα μέσα στα καπνοτόπια. Είναι οι χωρικοί με τα λυχνάρια που βγήκαν τα μεσάνυχτα να μαζέψουν τον καπνό. Πριν βρει ο ήλιος όλοι γυρίζουν σπίτια τους» έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του.
Η πρώτη ατομική έκθεση του Χρήστου Καπράλου έγινε το 1946 στον Παρνασσό με εξαιρετικές κριτικές. Ακολούθησαν εκθέσεις στην αίθουσα «Κεντρικόν» το 1950 και στην αίθουσα της εφημερίδας «Το Βήμα» το 1953. Η Αίγινα, στο μεταξύ, τον είχε κερδίσει –το 1963 απέκτησε το δικό του εργαστήρι στο νησί -, ενώ σιγά σιγά άνοιξαν και οι διεθνείς διακρίσεις με εκθέσεις στη Νέα Υόρκη το 1963, στο Ντιτρόιτ το 1964, στη Νυρεμβέργη το 1967 και στο Σινσινάτι το 1969. Το 1962 υπήρξε ο μοναδικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Μπιενάλε της Βενετίας, όπου παρουσίασε χάλκινα έργα του. Το 1971 ξαναπήγε, ενώ το 1973 βρέθηκε στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο της Βραζιλίας.
Η πέτρα, το μέταλλο, το ξύλο, ο πηλός, ο χαλκός, το καμένο κερί ήταν τα υλικά του, αλλά το κύριο θέμα του ένα: η ανθρώπινη μορφή. Οπως έχει γράψει ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, «ο Καπράλος είναι μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της πλαστικής του 20ού αιώνα. Ενας από τούς γλύπτες που κατορθώνουν να δώσουν μια νέα ερμηνεία του ανθρώπου και του κόσμου. Τα χάλκινα έργα του Καπράλου μεταβάλλονται σε καθολικά σύμβολα και υποβάλλουν τις ίδιες τις δυνάμεις της ζωής, κοσμογονικές και καταστροφικές».

Η ζωφόρος της Ιστορίας
Η ιστορία της νεότερης Ελλάδας, οι περιπέτειες της χώρας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι αποτυπωμένες από τον Χρήστο Καπράλο στη ζωφόρο του «Μνημείου της Μάχης της Πίνδου» που σήμερα βρίσκεται στη Βουλή των Ελλήνων. Πρόκειται για ένα επικό έργο μήκους 39 μ. και ύψους 1,10 μ. που ο γλύπτης δούλεψε αρχικώς σε γύψο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και ενώ ήταν αποκλεισμένος στο χωριό του στην Αιτωλοακαρνανία.
Η σύνθεση αποτελείται από επτά μέρη με τους τίτλους «Ειρηνική ζωή», «Αρχίζει ο πόλεμος», «Ο πόλεμος», «Επιστροφή από τον πόλεμο», «Κατοχή», «Αντίσταση» και «Η λατέρνα». Καθένα από αυτά αποτυπώνει σκηνές από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, πρώτα σε καιρό ειρήνης, όταν παλεύουν μόνο με τη φτώχεια τους, στη συνέχεια όμως με τον εχθρό, όταν χρειάζεται να υπερασπιστούν την πατρίδα και να δώσουν το αίμα τους γι’ αυτήν, αφήνοντας πίσω θλίψη στις οικογένειές τους. Η αγωνία και το δράμα, η απόφαση για αντίσταση ώσπου να έρθει η απελευθέρωση καταγράφονται με δύναμη σε αυτό το έργο, που εν τέλει είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο.
Αρκετά χρόνια αργότερα (1952-1956) η ζωφόρος μεταφέρθηκε σε πωρόλιθο της Αίγινας, ενώ η πρώτη παρουσίασή της έγινε το 1957 στον εκθεσιακό χώρο της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ