«Hey Joe!», τον χαιρέτησε ζωηρά ένας νεαρός αναγνώστης από το ακροατήριο. «Χμ, το τραγούδι του Τζίμι Χέντριξ, ε; Με έχουν χαιρετήσει κι άλλη φορά έτσι» απάντησε χαμογελώντας από το πάνελ ο Τζο Νέσμπο.

Ο νορβηγός πεζογράφος, ο μετρ του σκανδικαβικού νουάρ, ο νέος Στιγκ Λάρσον, ο ευπώλητος συγγραφέας σε 40 γλώσσες, είχε, το βράδυ της Πέμπτης 27 Σεπτεμβρίου στο αμφιθέατρο του Ινστιτούτου Goethe στην Αθήνα, άμεση και θερμή επικοινωνία με το κοινό του.

Η βραδιά είχε πρώτα απ’ όλα πολύ χιούμορ. Είχε ευαισθησία. Είχε ειλικρίνεια. Είχε οικογενειακές ιστορίες, αλλά όχι προσωπικές αποκαλύψεις. Είχε ρεαλισμό, αλλά όχι κυνισμό. Είχε έγνοια του συγγραφέα προς τον αναγνώστη, αλλά χωρίς καλοπιάσματα. Είχε αναφορές στην Ελλάδα και στην κρίση, στη Νορβηγία και στην Ακροδεξιά. Είχε εξηγήσεις σε ύφος εξομολογητικό και στακάτες απαντήσεις σε τόνο αφοριστικό.

Κυρίως η βραδιά είχε έναν καταπληκτικό αφηγητή, θρεμμένο με τους σκανδιναβικούς θρύλους, μεγαλωμένο στο γοητευτικό φυσικό περιβάλλον της Νορβηγίας, γαλουχημένο με παραμύθια από τα γεννοφάσκια του, που μοιράστηκε με το αθηναϊκό κοινό ιστορίες για τις λιακάδες και τα σκοτάδια της χώρας του και του ανθρώπινου ψυχισμού.

Για το κοινό σημείο των επαγγελμάτων που έχει ασκήσει κατά καιρούς: δημοσιογράφος, χρηματιστής, συγγραφέας:
«Και στα τρία λες ψέματα. Με τη διαφορά ότι στη λογοτεχνία προσπαθείς να πεις μια αλήθεια χρησιμοποιώντας ψέματα. Όταν ήμουν μικρός, κάθε βράδυ μετά το φαγητό τσακωνόμασταν ποιος θα πρωτοπεί μια ιστορία. Ο πατέρας μου ήταν το «αφεντικό» της οικογένειας, οπότε κάθε φορά κατέληγε εκείνος να λέει μια ιστορία. Οκτώ φορές στις δέκα οι ιστορίες του ήταν γεμάτες υπερβολές. Δύο φορές στις δέκα ήταν σκέτα ψέματα. Όταν τον τσακώναμε να λέει ψέματα, εκείνος υπερασπιζόταν τον εαυτό του χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα τα πορίσματα της έρευνας ενός νομπελίστα, που είχε ανακαλύψει ότι στις οικογένειες που λένε ψέματα ο μέσος όρος ζωής αυξάνεται κατά επτά χρόνια. Αν είναι έτσι, φαίνεται ότι οι δουλειές μου κάνουν καλό στην υγεία της οικογένειάς μου…».

Για τον σκοτεινό ντετέκτιβ του Χάρι Χόλε και τη σταδιακή παρακμή του:
«Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που διαλύεται μέρα με τη μέρα. Μια ιστορία φθοράς. Αυτή όμως είναι η ιστορία όλων μας».

Για το αν σκέφτεται να φέρει τον Χάρι Χόλε στην Ελλάδα να εξιχνιάζει μια υπόθεση όπου θα εμπλέκεται και η Χρυσή Αυγή:
«Όχι!» (κάθετος)

Για τη μεταφορά μυθιστορημάτων του με πρωταγωνιστή τον Χάρι Χόλε στον κινηματογράφο:
«Όσο γράφω ακόμη ιστορίες με τον Χάρι Χόλε, θέλω να ζει στο κεφάλι μου, δεν θέλω μια συγκεκριμένη εικόνα του στην οθόνη που θα δείχνει πώς περπατάει και πώς μιλάει. Ετσι, όταν μια βρετανική κινηματογραφική εταιρεία επέμενε για τα δικαιώματα μεταφοράς των ιστοριών του Χάρι Χόλε, για να ξεφύγω, είπα ότι θα τα δώσω με την προϋπόθεση ότι θα επιλέξω εγώ τον σκηνοθέτη. Τους έδωσα μια λίστα με τέσσερα ονόματα. Πάνω πάνω ήταν του Σκορσέζε. Δεν πίστευα ότι υπήρχε ποτέ περίπτωση να ασχοληθεί με τα βιβλία μου, έχει άλλα πράγματα να κάνει. Όταν η εταιρεία μου ανακοίνωσε ότι ο Σκορσέζε δέχτηκε να γυρίσει τον «Χιονάνθρωπο», δεν μπορούσα παρά να δώσω τα δικαιώματα. Είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης. Είχα πέσει στη δική μου παγίδα!».

Για το μοντέλο των κατά συρροήν δολοφόνων στα βιβλία του:
«Δεν εμπνέομαι από πράγματα που διαβάζω, από ειδήσεις στις εφημερίδες ή στην τηλεόραση. Όταν φτιάχνω το προφίλ ενός σίριαλ κίλερ, σκέφτομαι πάντα έναν συμμαθητή μου στο δημοτικό. Καθόταν σε ένα θρανίο, στην άκρη, στο παράθυρο και συνέχεια έπιανε μύγες. Μετά, με μια τσιμπίδα που κουβαλούσε μαζί του, τους έβγαζε τα φτερά ή τα πόδια, τις άφηνε πάνω στο θρανίο και κοιτούσε να δει αν μπορούσαν να κουνηθούν. Με εντυπωσίαζε η σκληρότητά του αλλά είχα κι εγώ περιέργεια να δω τι θα γίνει με τη μύγα. Αργότερα σκεφτόμουνα γιατί έφερνε την τσιμπίδα μαζί του στο σχολείο. Άραγε το σχεδίαζε από πριν να ακρωτηριάσει τις μύγες;».

Για το πώς εμπνεύστηκε το Μήλο του Λέοπολντ, ένα εργαλείο βασανισμού, μια σφαίρα που εκρήγνυται στο στόμα του θύματος πετώντας βελόνες, στο νέο του μυθιστόρημα «Λέοπολντ», που θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα την άνοιξη:
«Όταν ήμουν μικρός πηγαίναμε τα καλοκαίρια στη γιαγιά μου στο χωριό. Στην αυλή της είχε μια μηλιά. Εγώ κι αδερφός μου λιμπιζόμασταν τα μήλα αλλά η γιαγιά μας απαγόρευε να τα κόψουμε. Αλλά δεν μας απαγόρευε να τα τρώμε. Σκαρφαλώναμε λοιπόν στο δέντρο και τρώγαμε τα μήλα πάνω στο κλαρί. Στο τέλος του καλοκαιριού τα κλαδιά της μηλιάς ήταν γεμάτα δαγκωμένα μήλα. Μια μέρα έβαλα στο μάτι ένα μήλο λαχταριστό. Κι αδερφός μου το ίδιο. Για να τον προλάβω το έχωσα ολόκληρο μέσα στο στόμα μου, ενώ κρεμόταν ακόμη στο κλαδί. Δεν μπορούσα όμως να το βγάλω από το στόμα μου. Τότε σκέφτηκα ότι το μήλο ήταν ακόμη ζωντανό, ότι μεγάλωνε ακόμη. Τι θα γινόταν αν έμενα εκεί μια βδομάδα, δυο βδομάδες; Τι θα γινόταν; Θα έσκαγε το μήλο μέσα στο στόμα μου; Με είχε πιάσει μεγάλη αγωνία. Νομίζω ότι από την ανάμνηση εκείνου του συναισθήματος γεννήθηκε το Μήλο του Λέοπολντ».

Για το αν αντιπροσωπεύει με ακρίβεια την πραγματικότητα της νορβηγικής κοινωνίας η στατιστική -που αναφέρει στο μυθιστόρημά του «Ο χιονάνθρωπος» (Μεταίχμιο, 2012)- ότι το 15%-20% των παιδιών στη Σκανδιναβία έχουν διαφορετικό βιολογικό πατέρα από αυτόν που νομίζουν»:
«Δεν είναι καθετί που γράφεται και συμβαίνει σε ένα μυθιστόρημα κάποιου είδους σχόλιο του συγγραφέα για την κατάσταση της κοινωνίας του».

Για την ελληνική οικονομία και την κρίση:
«Τα προβλήματά σας είναι περίπλοκα. Θα ήταν αλαζονικό να έρθω ως ξένος να τα σχολιάσω. Το μόνο που μπορώ να πω ως κάποιος που έχει σπουδάσει Οικονομικά είναι ότι πρέπει τα πράγματα να χειροτερέψουν προτού καλυτερέψουν. Αλλά αυτό το ξέρετε καλά».

Για το αν απαντά στα e-mails θαυμαστών του:
«Υπάρχουν συγγραφείς που θέλουν να διατηρούν ζωντανή τη σχέση με τους αναγνώστες τους, να είναι σε επαφή. Εγώ έχω την αίσθηση ότι μια τέτοια επαφή με τους αναγνώστες μου θα με «διέφθειρε», ότι θα ήθελα στη συνέχεια να γράψω με συγκεκριμένο τρόπο για να τους ευχαριστήσω. Συνεχίστε λοιπόν εσείς να διαβάζετε, αφήστε σ’ εμένα το γράψιμο κι ας μη μιλάμε πολύ».