Ποτέ δεν είπα ότι δεν κυκλοφορούν εξαιρετικά άλμπουμ τα τελευταία χρόνια λόγω του downloading. Πολύ απλά επεσήμανα το αυτονόητο: ότι δηλαδή έχει πάψει το άλμπουμ να αποτελεί στόχο για τις δισκογραφικές εταιρίες και κατ’επέκταση για τους καλλιτέχνες αφού αυτοσκοπός έχει γίνει το ένα τραγούδι που θα καταφέρει να επιζήσει μέσα στον ορυμαγδό του διαδικτυακού χάους. Ο Ντύλαν κατάφερε να επιζήσει μέσα σε αυτές τις συνθήκες και να μεγαλουργήσει χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αξιόλογα νέα πράγματα, δυστυχώς όμως όχι νέες τάσεις, επιμένω σε αυτό. Μπορώ να αραδιάζω με τις ώρες πολύ όμορφα πράγματα που έχουν κυκλοφορήσει την τελευταία περίοδο και με ιδιαίτερη χαρά ανάλωσα τον χρόνο μου να ακούω. Επειδή ένας αναγνώστης αναφέρθηκε στο grime, αυτό χωρίς να το υποτιμώ δεν είναι τίποτε άλλο από από μία μετεξέλιξη του uk garage και χιπ χοπ. Δεν είμαι επίσης σίγουρος πόσα πράγματα θα θυμόμαστε από αυτό στο μέλλον. Μα, το ίδιο θα μου πει κάποιος ήταν και το τριπ χοπ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με τη διαφορά ότι το «Blue Lines» των Massive Attack, το «Dummy» των Portishead και το «Maxinquaye» του Τρίκι είναι ήδη κλασικά.

Κυκλοφοριών συνέχεια με έναν, για μία ακόμη φορά, κινηματογραφικό Νικ Κέιβ, το δεύτερο άλμπουμ του αμερικανικού dream-pop συγκροτήματος Wild Nothing, τις πρώτες επανακυκλοφορίες από τον κατάλογο του ιδιοφυούς Φρανκ Ζάππα και το κουτί με την δισκογραφία των αξεπέραστων Roxy Music.

Nick Cave & Warren Ellis: «Lawless – OST»

Sony

Το πρόβλημα με τον Νικ Κέιβ, αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί πρόβλημα, είναι ότι πλην της Ελλάδας και άλλων περιφερειακών περί τη ροκ μουσική χωρών, γνώρισε την επιτυχία αργά. Οταν μεγαλουργούσε με άλμπουμ όπως τα «Your Funeral… My Trial», «Tender Pray», «Let Love In» για να μη πάω πιο πίσω στους μοναδικούς Birthday Party, το αμερικανικό και βρετανικό κοινό τον αγνοούσε επιδεικτικά. Επρεπε να κάνει το, υπέροχο δεν λέω, ντουέτο με τη συμπατριώτισσα του Κάιλι για να γυρίσουν να τον κοιτάξουν και στη συνέχεια να τον αποθεώσουν με εξαιρετικές δουλειές όπως τα «The Boatman’s Call» και «Abattoir Blues/The Lyre of Orpheus». Ανήσυχη φύση όπως είναι ο Νικ δεν άφησε την ευκαιρία χαμένη και μέσα στην τελευταία δεκαετία δεν σταμάτησε να μας τροφοδοτεί, είτε με μουσικές για τον θέατρο και τον κινηματογράφο, είτε με σενάρια για ταινίες και βεβαίως με τα βιβλία του που πάντα έχουν ενδιαφέρον, αλλά και το παράλληλο σχήμα που διατήρησε γι αρκετό διάστημα, τους Grinderman. Εχω απλώς την εντύπωση ότι αν είχε επικεντρωθεί στη μουσική του και μόνο και στο πως θα διοχετεύσει όλες τις ιδέες του σε ένα άλμπουμ με τους Bad Seeds, κάθε δύο, τρία χρόνια, θα είχαμε ακούσει ακόμη πιο συνταρακτικά πράγματα από τον αγαπημένο μουσικό. Δέστε για παράδειγμα το σάουντρακ από την νέα ταινία της οποία έχει γράψει το σενάριο, το «Lawless». Για τις ανάγκες της ηχογράφησης έχει δημιουργήσει ένα ακόμη βραχύβιο σχήμα τους Bootleggers με τον μόνιμο συνεργάτη του, Γουόρεν Ελις και έχει καλέσει στο στούντιο τρεις εξαιρετικούς τραγουδιστές. Ο πρώτος είναι θα έλεγα άμεσα επηρεασμένος από αυτόν, και πρόκειται για τον Μάρκ Λέινεγκαν ο οποίος και διασκευάζει με μεγάλο ενδιαφέρον το «Fire And Brimstone» του Λινκ Ρέι, το «Sure ‘Nuff Yes I Do» του Κάπτεν Μπίφχαρτ και το «White Light/ White Heat» των Velvet Underground. Η αειθαλής Εμιλου Χάρις έχει την τιμητική της στο τραγούδι των Grandaddy «Aim Towards The Sky» αλλά και σε νέες συνθέσεις με καλύτερο το «Fire In The Blood». Τέλος ο ζωντανός θρύλος του μπλουγκράς Ραλφ Στάνλεϊ δίνει την δική του νότα τόσο στα τραγούδια των Velvet, Ρέι και Μπίφχαρτ. Το «End Crawl» του Κέιβ με τον Ελις και το «Burnin’ Hell» που κινούνται σε φολκ μονοπάτια φανερώνουν τί μπορεί ακόμη να κάνει όταν θέλει και είμαι σίγουρος ότι αυτό θα συμβεί στο άλμπουμ που πρόκειται να κυκλοφορήσει συντόμως με τους Bad Seeds.

7/10

Wild Nothing – «Nocturne»

Captured Tracks

Η συνταγή γνωστή και άκρως επιτυχημένη: ένα δειλό παιδί, συνήθως βρετανός αν και στην περίπτωση των Wild Nothing πρόκειται για αμερικανό, το οποίο έχει μεγαλώσει με τα ριφ της κιθάρας του Ρόμπερτ Σμιθ, έχει λατρέψει την ατμόσφαιρα των Cocteau Twins, και σίγουρα η δισκοθήκη του περιέχει τα πάντα από την dream pop των Sundays και Slowdive μέχρι το shoegazing των Pale Saints, των Ride και των My Bloody Valentine, μεταφράζει τις ευαισθησίες του σε ήχο και όσοι πιστοί ας προσέλθουν. Τις δυνατότητές του ο Τζακ Τέιτουμ από την Βιρτζίνια των ΗΠΑ είχε φανερώσει με το προ διετίας ενδιαφέρον άλμπουμ του, «Gemini» και το υπέροχο πρώτο σινγκλ «Summer Holiday».

Στο «Nocturne» τα πράγματα σοβαρεύουν, αφού η ηχογράφηση στο Μπρούκλιν γίνεται με όσες δυνατότητες μπορεί να προσφέρει ένα σύγχρονο στούντιο, αν και ο Τέιτουμ επιλέγει κυρίως να προσθέσει στον ήχο του ένα ντράμερ και έγχορδα. Τραγούδια όπως τα «Shadow» και σχεδόν φάνκι «Paradise» φανερώνουν την άνεση του να δίνει ρυθμό σε νωχελικές συνθέσεις, όπου δειλά, βάζει ερωτηματικά για τις σχέσεις του. Ενα εσωτερικό ταξίδι, τόσο καθαρό από πλευράς τοπίου, όσο ένα ταξίδι στην εξοχή μία ανοιξιάτικη ημέρα. «Δεν μπορούσα να το εξηγήσω, κι ούτε θα προσπαθήσω καν, είναι τόσο υπέροχη που με κάνε να πετάω» λέει ο Τέιτουμ στο «Only Heather» και δεν μπορώ παρά να συμμεριστώ την ευφορία του.

8/10

Frank Zappa – «Freak Out!»/«Absolutely Free»/«Lumpy Gravy»/«We’re Only in It for the Money»/«Cruising with Ruben & the Jets»/«Uncle Meat/«Mothermania»/«Hot Rats»/«Burnt Weeny Sandwich»/«Weasels Ripped My Flesh»/«Chunga’s Revenge»/«Fillmore East – June 1971»

Στην περίπτωση του Φρανκ Ζάππα ο χαρακτηρισμός «άνθρωπος – ορχήστρα» ηχεί περιοριστικός αφού μέσα στα χρόνια που δημιούργησε ήταν τόσο μεγάλη η γκάμα που υπηρέτησε και τόσο νεωτεριστική η πένα του που πιθανότατα όπως έχει πει και ο κιμπορντίστας του Τζορτζ Ντιουκ, αποτελεί από μόνος του κατηγορία στη μουσική. Στα περισσότερα από 60 άλμπουμ που ηχογράφησε στα 30 χρόνια μία καριέρας που διεκόπη από τον πρόωρο θάνατό του, η ροκ, η τζαζ, η musique concrete, οι επιρροές από τον Στραβίνσκι και τον Βαρέζ αλλά και τα μπλουζ και η ποπ, αποδομήθηκαν και ανασυντέθηκαν με μοναδικό τρόπο. Ασυμβίβαστη προσωπικότητα με έντονα καυστικό χιούμορ που δεν άφηνε τίποτε όρθιο στο πέρασμά του ήλθε σε κόντρα με τα κατά περιόδους κατεστημένα και δε δίστασε πληρώνοντάς το πολλές φορές να συγκρουσθεί με τους συντηρητικούς στην Αμερική, εξ αιτίας του οποίου προσπάθησαν ουκ ολίγες φορές να λογοκρίνουν τη μουσική του αλλά και τη δισκογραφία γενικότερα.

Η δισκογραφία του πραγματικά ένα χάος που για ένα νέο ακροατή αποτελεί ίσως πρόβλημα το πως θα μπορούσε να τον προσεγγίσει και να έχει μία καλή εικόνα των προθέσεων του και της τέχνης του. Οι επανεκδόσεις του έργου από τον θάνατό του το 1993 και μετά, αρκετές και πάντα σε ένα πλαίσιο ώστε ηχητικά να παρουσιαστούν πληρότερες. Αυτή τη φορά θα επανεκδοθούν συνολικά 60 άλμπουμ, με τα πρώτα δώδεκα ήδη να βρίσκονται στις προθήκες των δισκοπωλείων και κυρίως πια διαδικτυακά. Είτε μόνος του είτε κάτω από το σχήμα των Mothers Of Invention που διηύθυνε με τον γνωστό αυταρχικό τρόπο του, δουλειές όπως τα «Freak Out!» και «Absolutely Free» όταν κυκλοφόρησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ακούγονταν σαν μουσική από άλλο πλανήτη τόσο για το σουρεαλιστικό πάτσγουερκ των ήχων τους αλλά και για τον άναρχο λόγο τους. Το «We’re Only I It For The Money» θα μπορούσε να αποτελέσει όχι μόνο τον αντίποδα του «Sgt. Pepper…» των Μπιτλς αλλά και την πλήρη απομυθοποίηση του χίπι κινήματος μέσα από τις πολύ έξυπνα δομημένες τζαζ-ροκ βινιέτες του. Αν υπάρχει ένα άλμπουμ που έχει αγαπηθεί όσο λίγα στον κατάλογο του Φρανκ Ζάππα και ίσως είναι εκείνο που γνωρίζουν και όσοι δεν τον παρακολουθούν αυτό είναι το «Hot Rats» και δεν είναι τυχαίο. Μέσα από την τζαζ φόρμα και τα ροκ ρεφρέν και με την συνεργασία του Κάπτεν Μπίφχαρτ, κομμάτια όπως τα «Peaches En Regalia» και «Willie The Pimp» έμειναν κλασικά, μία μουσική κόντρα ανάμεσα στον ίδιο, τον βιολονίστα Ζαν-Λυ Ποντί και τον πιανίστα Ιαν Αντεργουντ. Αγαπώ ιδιαίτερα το «Weasels Ripped My Flesh» γιατί πρόκειται για ένα κολάζ ήχων, τόσο από τα τότε αρχεία του αμερικανού μουσικού όσο και από τζαμαρίσματα που έγιναν στο στούντιο επί τόπου αλλά κυρίως γιατί περιέχει ένα από τα ωραιότερα και πιο εμβληματικά ροκ κομμάτια που έγραψε ποτέ, το «My Guitar Wants To Kill Your Mama». Το λάιβ στο Filmore East συγκαταλέγεται στην Αγία Τριάδα που έχει ηχογραφηθεί στο ιστορικό μέρος δίπλα σε εκείνα των Grateful Dead και Allman Brothers. Οσοι τον αγάπησαν καιρός να τον θυμηθούν ξανά και ζηλεύω όσους δεν τον έχουν ακούσει και θα έχουν την χαρά της ανακάλυψης τώρα. Εκπληκτική δουλειά στον ήχο αλλά και στα εξώφυλλα!

10/10

Roxy Music: «The Complete Studio Recordings 1972-1982»

Virgin

Αν κάτι με εκνεύριζε ανέκαθεν όσον αφορά την τοποθέτηση κάποιων απέναντι στο έργο των Roxy Music ήταν αυτή η διάθεση να το διαχωρίζουν σε μία πρώτη περίοδο εξαιρετική και σε μία δεύτερη πιο μπλαζέ και επιτηδευμένη. Αυτό κυρίως επειδή στα δύο πρώτα άλμπουμ συμμετείχε ο πολύς Μπράιαν Ινο. Μπούρδες! Τα οκτώ άλμπουμ που επανεκδίδονται εδώ, σε αυτό όμορφο κουτί, είναι χωρίς πολλές περιστροφές τα ντοκουμέντα της ιστορίας ενός εκ των σημαντικότερων συγκροτημάτων στην ιστορία της ροκ μουσικής. Και δεν θα μπορούσα σε αυτή τη συλλογή να αντιμετωπίσω το ένα χωρίς την παρουσία του προηγούμενου ή του επόμενου, δίπλα του. Οσοι πιστεύουν, ανάμεσά τους και εγώ, ότι η δεκαετία του ’70 χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις δουλειές του Μπάουι, των Roxy, του Ριντ και Ποπ αυτά τα άλμπουμ αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των προσωπικών αναζητήσεών τους.

Η πορεία τους μέσα από τον πειραματική ροκ του ομώνυμου πρώτου άλμπουμ και του «For Your Pleasure», την ολοένα αυξανόμενη χλιδάτη ενδοσκόπηση των «Country Life» και «Siren» μέχρι την απόλυτη dandified φόρμα που υιοθέτησαν στα «Flesh And Blood» και «Avalon» αποτελεί παράδειγμα συνέπειας για τα σύγχρονα συγκροτήματα και κυρίως για τον τρόπο που πρέπει να εξελίσσεται μία καριέρα. Μία παρέα εξαιρετικών μουσικών η οποία με προεξάρχοντα τον Μπράιαν Φέρι κατάφερε να αφήσει το στίγμα της πέρα από μουσικά κινήματα και φόρμες όσο και αν πρώιμα τοποθετήθηκε στη δίνη του γκλαμ ροκ. Μία πορεία που πολύ επιτυχημένα συνέχισε ο Φέρι ση συνέχεια και που αρκετά άδικα λόγω ίσως της υπερβολικής κομψότητας του ήχου του δεν γνώρισε την επιτυχία που θα έπρεπε στις ΗΠΑ. Σε αυτό το box set οι πιο φανατικοί θα βρουν και δύο cd με ακυκλοφόρητο ή σπάνιο υλικό το οποίο πολλές φορές αξίζει το ίδιο. Θα τους ακούω πάντα με την ίδια μεγάλη χαρά!

10/10