Ηταν η έκπληξη του εφετινού Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Οι δύο παππούδες πήραν το… πρωτάθλημα! Χρυσή Αρκτος στους αδελφούς Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι. Ανω των 80 έκαστος, έμπειροι όμως και με τίτλους που έχουν αφήσει στίγμα στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Ανήσυχοι και μαχητικοί, οι δημιουργοί ταινιών όπως το «Αλονζανφάν», ο «Πατέρας αφέντης», η «Νύχτα του Σαν Λορέντζο» και παλαιότερα το «Κάτω από τον αστερισμό του Σκορπιού», θριάμβευσαν με το «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει», μια από τις πιο μοντέρνες ταινίες του 2012.
Θέμα της το ημιντοκυμαντερίστικης γραφής ανέβασμα του θεατρικού έργου «Ιούλιος Καίσαρας» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ από τους βαρυποινίτες της φυλακής Ρεμπίμπια της Ρώμης. «Τρεις πραγματικότητες έπαιξαν σημαντικό ρόλο για τη δημιουργία του Καίσαρα» μας είπαν οι Ταβιάνι όταν τους συναντήσαμε στο Βερολίνο. «Πρώτον, η δική μας πραγματικότητα, της σύγχρονης Ιταλίας, με τον δικό μας μικρό Καίσαρα, τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ευτυχώς δεν κυβερνά πια και μπορούμε να αναπνέουμε. Η δεύτερη πραγματικότητα ήταν ο κόσμος των φυλακισμένων που με έναν τρόπο συνδέεται με το θέμα του έργου, γιατί είναι άνθρωποι που βρίσκονται στη φυλακή ισόβια έχοντας διαπράξει φόνους και άλλα εγκλήματα. Και η τρίτη πραγματικότητα είναι βεβαίως ο κόσμος του Σαίξπηρ».
Ολα ξεκίνησαν από μια επίσκεψη των Ταβιάνι στις φυλακές Ρεμπίμπια όπου επρόκειτο να παρακολουθήσουν μια παράσταση που έδιναν οι φυλακισμένοι. «Ημασταν σκεπτικοί στην αρχή, αλλά εν τέλει ένας φίλος μάς έπεισε. Πήγαμε και ανακαλύψαμε έναν κόσμο που ούτε καν υποψιαζόμασταν ότι υπάρχει».
Σε εκείνη την παράσταση, ένας από τους ηθοποιούς απήγγειλε στίχους του ποιήματος «Πάολο και Φραντσέσκα» από την «Κόλαση» του Δάντη. Ο φυλακισμένος είχε επιλέξει να απαγγείλει τους στίχους στα ναπολιτάνικα, τη μητρική γλώσσα του. «Αυτό έδωσε στις λέξεις του Δάντη ένα άλλο νόημα». Ακόμη πιο εντυπωσιακό όμως ήταν ότι διέκοπτε συχνά την απαγγελία του για να εξηγεί στο κοινό πόσο ένιωθε ότι καταλαβαίνει τους στίχους. «Εχω μια γυναίκα που αγαπώ πάρα πολύ, αλλά δεν τη βλέπω συχνά πια» είπε ο κατάδικος μιλώντας για τον εαυτό του. «Δεν ξέρω αν είναι καλά ή αν υποφέρει. Και όσο δεν ξέρω τι συμβαίνει, τόσο παιδεύομαι μέσα μου». Ηταν αυτή ακριβώς η παραδοχή του φυλακισμένου που συγκλόνισε τους αδελφούς Ταβιάνι. Αντιλήφθηκαν ότι ο άνθρωπος δεν απήγγελλε απλώς κάτι που είχε μάθει απ’ έξω, αλλά κάτι που ένιωθε βαθιά μέσα στην ψυχή του.
Η συγκίνησή τους έπρεπε να υλοποιηθεί. Η ιδέα που τους γεννήθηκε ήταν να μεταφέρουν στο πανί την ομορφιά των ερμηνειών που είδαν μέσα στα κελιά – με τη συνδρομή του θεατρικού σκηνοθέτη Φάμπιο Καβάλι, καλλιτεχνικού διευθυντή του Ινστιτούτου Σπουδών Ενρίκο Μαρία Σαλέρνο. Γιατί όμως επέλεξαν τον «Ιούλιο Καίσαρα»; «Ποτέ δεν σκεφτήκαμε κάτι άλλο εκτός του Σαίξπηρ. Η επιλογή του έργου έγινε αναγκαιότητα. Οι άνθρωποι με τους οποίους επρόκειτο να δουλέψουμε είχαν βαρύ παρελθόν, γεμάτο λανθασμένες κινήσεις, κατεστραμμένες σχέσεις και εγκλήματα. Επρεπε να τους φέρουμε αντιμέτωπους με ένα ανάλογο έργο. Ο «Ιούλιος Καίσαρας» μιλάει για τη φιλία, την προδοσία, την ελευθερία, την αμφιβολία και βέβαια τον φόνο».
Και η Ιταλία σήμερα; Τι μπορεί να περιμένει κανείς στη μετά Μπερλουσκόνι εποχή; Οι Ταβιάνι δεν έχουν την απάντηση. «Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς τι να περιμένει σε μια εποχή όπως η σημερινή. Μια τεχνοκρατική κυβέρνηση όπως αυτή που έχουμε σήμερα στην Ιταλία είναι μια ενδιαφέρουσα τροπή, αλλά περιλαμβάνει και σημεία που μας προβληματίζουν. Σίγουρα όμως είναι μια ανάσα πραγματικής αλλαγής μετά τον σκοταδισμό της σχεδόν εικοσαετούς διακυβέρνησης Μπερλουσκόνι. Το μόνο ευτυχές στην όλη κατάσταση που διανύουμε σήμερα στην Ιταλία λέγεται Τζόρτζιο Ναπολιτάνο. Αυτός ο άνθρωπος, στον οποίο οφείλεται η προώθηση της τεχνοκρατικής κυβέρνησης, θα δίνει πάντα μάχη για τη δημοκρατία, Ο Ναπολιτάνο είναι το δώρο που έκανε στην Ιταλία η πρόσφατη ιστορία της».
Απογοητευμένοι ωστόσο ακούστηκαν και οι δυο αδελφοί για την κατάσταση που επικρατεί στον πολιτισμό της χώρας τους, «το μεγάλο όπλο της Ιταλίας», όπως τον αποκάλεσαν – κάτι που σημαίνει ότι ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι ο μόνος που εισπράττει την απαξία της πολιτείας. «Ιδιαίτερα ο κινηματογράφος δεν αγαπήθηκε ποτέ από τις ιταλικές κυβερνήσεις. Θα λέγαμε ότι ο ιταλικός κινηματογράφος έχει καταφέρει να επιβιώσει ηρωϊκά παρά την απαξία των κυβερνήσεων – κυρίως του Μπερλουσκόνι. Τα τρια i που ο Μπερλουσκόνι πίστευε ότι μετρούν περισσότερο (impressa – επιχείρηση, inglese – αγγλικά, informatica – πληροφορική) δεν άφησαν χώρο για τίποτε άλλο. Βεβαίως, παρά την κρίση, οφείλουμε να πούμε ότι ο ιταλικός κινηματογράφος έχει περάσει από χειρότερες καταστάσεις».
Οι δύο αδελφοί μίλησαν με γενναιοδωρία για τους νεώτερους συναδέλφους τους που είναι «παραγωγικοί με όποιον τρόπο μπορούν. Είναι όμως απογοητευτικό που για το «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» δεν κερδίσαμε ούτε ένα ευρώ».
«Η Ελλάδα μάς κάνει να σκεπτόμαστε»
Στο τέλος της συνέντευξης με τους αδελφούς Ταβιάνι ο Βιτόριο, ο μεγαλύτερος, βγάζoντας τη χαρακτηριστική τραγιάσκα του με αποχαιρέτησε σφίγγοντάς δυνατά το χέρι μου: «Αuguri, signore» («συγχαρητήρια, κύριε»). Λίγο πριν είχα εξηγήσει στους άλλους τρεις δημοσιογράφους που παρευρίσκονταν (Αγγλος, Πολωνός και Κινέζα) ότι ερχόμουν από την Ελλάδα και οι Ταβιάνι είχαν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «La Grecia, la Grecia…» μουρμούρισε με παράπονο ο Βιτόριο.
Λίγες μόλις ώρες είχαν προηγηθεί από τη βραδιά που η Αθήνα βρέθηκε στην κόλαση: η στάχτη άφηνε τα ίχνη της εκεί όπου κάποτε βρίσκονταν μνημεία όπως οι κινηματογραφικές αίθουσες Απόλλων και Αττικόν. Οι εφιαλτικές εικόνες της πύρινης Αθήνας είχαν μεταφερθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη και οι Ταβιάνι ήταν ενήμεροι. «Πολλά κακά στην Ελλάδα αυτή την εποχή» ανέφερε ο Πάολο, προσθέτοντας ότι ακόμη θρηνούσε τον «καλό, πολύ καλό μου φίλο, αυτόν τον σπουδαίο σκηνοθέτη και άνθρωπο, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο (σ.σ.: είχε πεθάνει τον Ιανουάριο). Και τώρα αυτή η καταστροφή μέσα σε τόσα άλλα».
Οι Ταβιάνι μίλησαν ανοιχτά: «Στην Ιταλία φοβόμαστε. Φοβόμαστε για τα όσα βλέπουμε να γίνονται στην Ελλάδα και για τα όσα δεν μπορούμε να προβλέψουμε ότι θα γίνουν σε όλον τον κόσμο. Νομίζω ότι η Ελλάδα και η κατάστασή της έκαναν πολύ κόσμο να σκεφτεί. Ισως να ακουγόμαστε αφελείς, εξακολουθούμε όμως να πιστεύουμε στην Ευρώπη, στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην ικανότητά αυτού του θεσμού να βρει μια λύση για να θεραπεύσει τα πράγματα και να προσπαθήσει μέσω του κεφαλαίου και των τραπεζών να λύσει το πρόβλημα του χρέους και της οικονομικής κρίσης».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ