Δεκαετίες τώρα θυμάμαι εκείνη τη μαγική στιγμή που ακούω ένα άλμπουμ το οποίο και καθορίζει την ιεραρχία σε μία πιθανή δεκάδα με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς. Φέτος αυτή η στιγμή άργησε να έλθει. Και αυτό, όχι γιατί δεν άκουσα εκπληκτικά πράγματα τόσους μήνες με πρώτο και καλύτερο το υπέροχο δεύτερο άλμπουμ του Perfect Genius, «Put Your Back N 2 It» αλλά και το ντεμπούτο άλμπουμ του Frank Ocean, «Channel Orange» το οποίο και έδωσε νέα διάσταση στην μαύρη μουσική, που έδειχνε να κάνει συνεχώς βήματα προς τα πίσω. Ηλθε όμως το άλμπουμ των The xx και κυρίως το νέο που Μπομπ Ντύλαν και έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους έτσι όπως πολύ απλά είχε κάνει πέρυσι η Πόλι Χάρβεϊ.

Bob Dylan – The Tempest

Columbia

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 όπου άρχισε δειλά – δειλά το downloading είχα επισημάνει αρκετές φορές πως αυτό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο_ μέχρι να σταθεροποιηθεί ως φόρμα_ θα σημάνει το τέλος του άλμπουμ όπως το ξέραμε. Δηλαδή του άλμπουμ που κινείται βάσει στόχου, οράματος αν θέλετε, και στο οποίο ο καλλιτέχνης δεν βολεύεται στο να καταθέσει καταϊδρωμένος και βιαστικά το ελάχιστο που μπορεί, μέσα από δύο-τρία τραγούδια, καθώς το σύνολο της δουλειάς του είναι καταδικασμένο να μην ακουστεί, μέσα στο χαός μίας συσκευής mp3. Ετσι φτάσαμε στο σημείο_φυσικά υπάρχουν και άλλοι λόγοι_ όπου μέσα στο νέο μιλένιουμ έπαψαν να υπάρχουν νέα μουσικά κινήματα, σταμάτησαν να κυκλοφορούν εντυπωσιακά άλμπουμ πλην λαμπρών εξαιρέσεων και μεγενθύθηκαν ασημαντότητες ελλείψει των δύο προηγούμενων. Ο Μπομπ Ντύλαν είναι τυχερός γιατί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε γι αυτού του είδους την τεχνολογική εξέλιξη. Για αυτόν οι βασικές αρχές, ότι δηλαδή έχει δέκα στιχουργικές εμπνεύσεις, ισόποσες μουσικές προτάσεις, αξιόλογους μουσικούς στο πλάι του, μία μουσική παράδοση πλούσια και ικανή να τον συντρέξει ανά πάσα στιγμή αλλά και τις εκάστοτε πρωτοπορίες των στούντιο ηχογραφήσεων, παρέμειναν οι σταθερές για την δημιουργία ενός καλού άλμπουμ.

Και εκεί που όλοι χάνονταν στο λαβύρινθο του εντυπωσιασμού ο Ντύλαν σε ηλικία 71 ετών κυκλοφορεί ένα άλμπουμ που τσακίζει με μία κίνηση όχι μόνο όλους όσοι τον αντιγράφουν αλλά και όσους προσπαθούν να ανακαλύψουν την πυρίτιδα εν έτει 2012. Ενα άλμπουμ που ο Νικ Κέιβ θα έδινε το δεξί του χέρι να το κάνει δικό του, οι μισοί νεόκοποι ρόκερς δεν έχουν τα κότσια να ηχογραφήσουν ούτε κατά διάνοια και που τέλος αν κυκλοφορούσε το 1970 όλοι θα παραληρούσαν.

Χονδρικά για να δώσω το στίγμα του άλμπουμ θα έλεγα ότι περισσότερο από ποτέ τελειοποιεί τη μέθοδο της μέχρι εξαντλήσεως χρήσης του κουπλέ βάζοντας στην άκρη το ρεφρέν, με πιο θαυμαστή περίπτωση το συγκλονιστικό «Tin Angel». Στιχουργικά δε, πέρα από το γνωστό τρίπτυχο ζωή-έρωτας-θάνατος και κυρίως το τελευταίο βρίσκει τον τρόπο σας άλλος Πρόσπερος να λέει τις ιστορίες του από μία απόσταση για πρώτη φορά. Είναι δε και πονηρός ο άτιμος, τουλάχιστον για τα δικά μου στάνταρτ, αφού το πρώτο κομμάτι το «Duquesne Whistle», ένα τραγούδι του τρένου, πέρα από τους εξαιρετικούς στίχους, μουσικά απλώς θα μου έντυνε όμορφα το βράδυ σε ένα μπαρ κάπου στα βάθη των Μεσοδυτικών Πολιτειών και τίποτε περισσότερο. Τι μπορεί να πει κανείς για τη συνέχεια; Το χόνκι-τονκ «Soon After Midnight» με την ατάκα «Ι’ searching for phrases/ to sing your praises» αφήνει την υπόνοια ότι δεν πρόκειται για μία ξεπέτα ενός ακόμη γερόλυκου. Το «Narrow Road» πιστοποιεί το γεγονός ότι ο Ντύλαν προφανώς ξαναγράφει ιστορία και στο «Pay In Blood» βρυχάται ως άλλος Screamin’ Jay Hawkins προτάσσοντας την γεροντική φωνή του και δείχνοντας τα δόντια του. Το «Scarlet Town» και το «Tin Angel» είμαι σίγουρός ότι μπορούν να μπουν στην τριαντάδα με τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε ποτέ ο Ντύλαν. Το ομώνυμο τραγούδι, ένα 14λεπτο επικό αριστούργημα αφηγείται την βύθιση του Τιτανικού, και το πανικό των τελευταίων στιγμών ως επιστέγασμα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Συγκινητικό και το φινάλε με το «Roll on John» στο οποίο αποτίει φόρο τιμής στον φίλο του Τζον Λένον, ίσως ό,τι πιο συγκινητικό έχει γράψει από το «Sara» του «Desire». Γούντι Γκάθρι επιρροές, φονικές μπαλάντες, αγγλική φολκ, μπλουζ αλά Μάντι Γουότερς, όλα περασμένα μέσα από μία εξαιρετική παραγωγή που υπόσχεται ακόμη περισσότερα για το μέλλον. Γιατί πολλοί πίστεψαν ότι πρόκειται για το κύκνειο άσμα του όπως συνέβη και με την «Τρικυμία» του Σέξσπιρ για να διευκρινίσει πολύ γρήγορα ο Ντύλαν πως «Ο Σέξσπιρ ονόμασε το έργο του «The Tempest» ενώ εγώ «Tempest» και αυτά είναι δύο διαφορετικά πράγματα» Και όπως επισημαίνει στο «Early Roman Kings»: «Δεν έχω πεθάνει ακόμη, το κουδούνι μου βαρά ακόμη». Και όχι μόνο θα πρόσθετα εγώ αφού καταφέρνει τόσα θαυμαστά στο 35ο στούντιο άλμπουμ του_στο πλάισιο ενός σερί εκπληκτικών άλμπουμ την τελευταία δεκαπενταετία που ξεκίνησε με το «Love And Theft», πέρασε στο «Modern Times» και έφτασε στο «Tempest».

10/10

The xx – Coexist

Young Turks

Είναι κάτι τέτοιες κυκλοφορίες που πραγματικά με αφήνουν άναυδο! Πρώτον, πως μπορεί ένα συγκρότημα χωρίς classical training όπως θα έλεγαν και στην αλλοδαπή να φτάνει σε τέτοια ύψη τελειότητας και δεύτερον πως γίνεται 20χρονα παιδιά να εμβαθύνουν τόσο σε θέματα όπως είναι ο χωρισμός. Γιατί το δεύτερο άλμπουμ του βρετανικού συγκροτήματος για το οποίο τόσα γράφτηκαν όταν κυκλοφόρησε το ομώνυμο ντεμπούτο τους 2009 κερδίζοντας και το έγκριτο Mercury Prize είναι μονοθεματικό και ασχολείται αποκλειστικά με την απώλεια μετά τον χωρισμό. Επίσης δείχνει και την ευφυία αυτού του σχήματος αφού σε καμία περίπτωση δεν ακολούθησε την πεπατημένη αναλόγων περιππώσεων που η κριτική «έκαψε» με την πρώτη κυκλοφορία τους. Αντί λοιπόν ο Τζέιμι Σμιθ και η παρέα του να μπουν στο στούντιο και να ταλαιπωρηθούν με βαρυφορτωμένες παραγωγές και δυσκοίλιες συνθέσεις όπως συμβαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων έκαναν επιστροφή στα βασικά γυμνώνοντας ακόμη περισσότερο τον ήχο τους και εκθέτοντας ακόμη περισσότερο την ψυχή τους. Είχαν αφήσει και κάτι υπόνοιες περί χορευτικού άλμπουμ, όπου μόνο ίχνη του είδους μπορούν να αναγνωσθούν και τελικά παρέδωσαν αυτό το μίνιμαλ αριστούργημα όπου οι πιο απλοί στίχοι γίνονται σονέτα του Σέξσπιρ με την φωνή της Ρόμι Μέντλι Κροφτ κυρίως αλλά και του Ολιβερ Σιμ. Το «Sunset» είναι απλώς ένα από τα καλύτερα τραγούδια που γράφτηκαν την τελευταία δεκαετία και πραγματικά σε αυτήν την εποχή χωρίς στίγμα δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο ιδανικότερο συγκρότημα με το οποίο θα μπορούσε να ταυτιστεί η νεότερη γενιά.

9/10

Jessie Ware – Devotion

PMR / Island Records

Διάβασα σε μία προσπάθεια περιγραφής του τι ακριβώς είναι η Τζέσι Γουέρ, τον όρο «ήρεμη καταιγίδα» και πραγματικά πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά επιτυχημένος. Η 27χρονη αγγλίδα που έγινε γνωστή μέσα από τις ηχογραφήσεις και τις συναυλίες των SBTRKT έχει πλασαριστεί ως ο χαμένος κρίκος μεταξύ της Σαντέ και της Αντέλ. Οντως από τη μια έχει το λούστρο και την χρυσόσκονη της γαλανομάτας σόουλ της Σαντέ και από την άλλη διαθέτει μία φωνή που αν την αναπτύξει θα μπορούσε να κοντράρει την Αντέλ. Δεν έχει όμως το βιωματικό έρεισμα της πρώτης και δεν αφήνεται να μεγαλουργήσει φωνητικά όπως η δεύτερη. Κάπου ανάμεσα στα δυνατά μπιτ και στην σαλονάτη σόουλ και με διαμάντια όπως το «Running» η Τζέσι Γουέρ καταφέρνει αρκετά και υπόσχεται πολλά περισσότερα αν κινηθεί φρόνιμα και δεν αφεθεί στις γνωστές δάφνες των πρώτων άλμπουμ.

7/10



David Byrne / St. Vincent – Love This Giant

4AD

Αυτό που θαύμαζα πάντα στον Ντέιβιντ Μπερν είναι η αλήθεια του. Δεν έχει σημασία αν κάποια στιγμή ενδώσει και επανενώσει τους Talking Heads προκειμένου να βγάλει λεφτά με τη σέσουλα. Σημασία έχει ότι στα κρίσιμα δημιουργικά χρόνια του μετά τη διάλυση του σπουδαίου αμερικανικού συγκροτήματος δικαιολόγησε την εμμονή του μείνει μακριά τους μέσα από τις πολύ ενδιαφέρουσες και ποικίλες δουλειές που παρουσίασε. Αυτή τη φορά πολύ έξυπνα και ως καλός «βρυκόλακας» πήρε στο πλάι του ένα από τα πιο καυτά ονόματα της ανεξάρτητης σκηνής St. Vincent κατά κόσμον Ανι Κλαρκ να του φρεσκάρει το προφίλ. Ως είθισται σε παρόμοια άλμπουμ ντουέτα το ρομάντζο είναι σε πρώτο πλάνο και το «Love This Giant» δεν αποτελεί εξαίρεση. Μία δουλειά χτισμένη στον ήχο της κιθάρας και κυρίως στις φωνές των δύο πρωταγωνιστών και εμπλουτισμένη με λουσάτα πνευστά, χορευτικά φάνκι μπιτ και έναν ενδιαφέροντα κοινωνικό διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Ενα εξαιρετικά ανορθόδοξα κτισμένο άλμπουμ το οποίο πιστεύω θα λειτουργήσει ακόμη πιο ουσιαστικά επί σκηνής.

8/10