Το καλοκαίρι του 2010 ο 28χρονος τότε σκηνοθέτης Γιώργος Ζώης ένιωσε μια από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής του, όταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας επέλεξε τη μικρού μήκους ταινία του «Casus belli» για το διαγωνιστικό τμήμα της. Η ταινία είχε κάνει αίσθηση, καθώς μέσα σε 11 λεπτά κατάφερε να χαρτογραφήσει την έννοια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα καταγράφοντας (κυρίως) ανθρώπους που περίμεναν όρθιοι σε ουρές.
«Η παγκόσμια προβολή που κέρδισε το «Casus Belli» μετά τη Βενετία με βοήθησε να ζήσω καλά ως σκηνοθέτης για τα επόμενα δύο χρόνια» μας λέει ο Ζώης, που ούτως ή άλλως έχει επιλέξει να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής με χαμόγελο, χωρίς παράπονα και γκρίνιες. Επίσης, ενώ μπορούσε να πάρει κρατική επιχορήγηση από την ΕΡΤ για να χρηματοδοτήσει τη δεύτερη μικρού μήκους ταινία του, τους «Τίτλους τέλους», ο Ζώης προτίμησε να χρησιμοποιήσει τα κέρδη που είχε από τα πνευματικά δικαιώματα του «Casus belli» στη Γαλλία και από τα φεστιβάλ. «Αυτά τα 30.000 ευρώ που δεν πήρα από την ΕΡΤ – γιατί ούτως ή άλλως οι «Τίτλοι τέλους» δεν θα κόστιζαν τόσο πολύ – είναι προτιμότερο να τα πάρει κάποιος που ξεκινά τώρα» λέει.
Οι «Τίτλους τέλους» επελέγησαν να προβληθούν εντός διαγωνισμού στο εφετινό Φεστιβάλ Βενετίας: ακόμη μια επιτυχία τόσο για τον Ζώη όσο γενικότερα για την Ελλάδα, λαμβανομένου υπόψη ότι οι μικρού μήκους ταινίες που διαγωνίζονται εφέτος στο Λίντο είναι μόλις 14 από όλο τον κόσμο. Οταν ο Ζώης έστειλε τους διάρκειας 10 λεπτών «Τίτλους τέλους» στο φεστιβάλ (ενώ μάλιστα είχε λήξει η διορία υποβολής), η ταινία δεν ήταν καν έτοιμη, αλλά «δουλειά εν εξελίξει» (work in progress). Και όμως την επέλεξαν αμέσως. Γιατί;
Λόγω του θέματός της, εικάζει κανείς, αν και ο Ζώης δεν θέλει να αποκαλύψει: «Ο τίτλος της ταινίας έχει μεταφορική και κυριολεκτική έννοια. Η κυριολεκτική έννοια είναι ότι πρόκειται όντως για τους τίτλους τέλους μιας ταινίας. Η μεταφορική έννοια όμως αφορά τους τίτλους τέλους μιας ολόκληρης εποχής σε όλα τα επίπεδα. Από την κοινωνικοοικονομική βάση που ζήσαμε όλα αυτά τα τελευταία χρόνια μέχρι και την ψυχολογική και συναισθηματική μας κατάσταση. Το όμορφο κατά τη γνώμη μου είναι ότι εδώ μεταφορά και κυριολεξία ταυτίζονται».
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη ο οποίος, προτού απορροφηθεί από το σινεμά, είχε τελειώσει τη Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του Μετσόβιου Πανεπιστημίου, είχε κάνει τη διπλωματική του στην Αστροφυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε σπουδάσει Πυρηνική Φυσική στον Δημόκριτο, οι «Τίτλοι τέλους» είναι η κινηματογράφηση ενός συγκεκριμένου «πράγματος» (το αποκαλεί και «αντικείμενο») το οποίο για τον ίδιο αντιπροσωπεύει «όλη την παράνοια της ύπαρξης που ζούμε σε αυτή την περίοδο και όχι μόνο στην Ελλάδα. Η εικόνα του είναι τόσο δυνατή που δεν χρειάζεται καμία υπογράμμιση, καμία κατασκευή». Ως παράδειγμα αναφέρει έναν φίλο του σκηνοθέτη, Ινδό, ο οποίος όταν είδε τους «Τίτλους τέλους» αναγνώρισε την κατάσταση που ζει αυτή την περίοδο η δική του χώρα.
Η ηθοποιός Μαρίσα Τριανταφυλλίδη ήταν εκείνη που εστίασε την προσοχή του σε αυτό το «αντικείμενο» που κάποια στιγμή άρχισε να στοιχειώνει όλους τους μελλοντικούς συντελεστές της ταινίας. «Εναν χρόνο που ταξίδευα με το «Casus Belli», το έβλεπα διαρκώς μπροστά μου. Ετσι αποφάσισα να το κινηματογραφήσω».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ