Στο μυαλό μου πάντα η Τσαβέλα Βάργκας ήταν για το Μεξικό ό,τι ακριβώς ήταν η Σωτηρία Μπέλλου για την Ελλάδα. Οχι μόνο γιατί στα νιάτα τους υπήρξαν πολύ όμορφες και στην ωριμότητά τους υιοθέτησαν μια αντρική σχεδόν κόμμωση. Ούτε μόνο γιατί είχαν και οι δύο τα πάθη τους: η πρώτη με το ποτό, η δεύτερη με τον τζόγο. Αλλά κυρίως επειδή και οι δύο τραγούδησαν και εκπροσώπησαν με τον καλύτερο τρόπο δύο φόρμες τραγουδιού-σήμα κατατεθέν για τη χώρα τους, τα ραντσέρας η πρώτη, το ρεμπέτικο η δεύτερη. Την Τσαβέλα Βάργκας την επανεκτίμησα κυρίως μέσα από την εμμονή του φίλου της Πέδρο Αλβοδόβαρ να την παρουσιάζει συχνά-πυκνά στις ταινίες του, όπως έκανε πολύ όμορφα στο «Μυστικό μου λουλούδι» το 1995. Ή ακόμη πιο εντυπωσιακά, λίγο αργότερα, στη «Φρίντα» της Τζούλι Τέιμορ με το καταπληκτικό «La Llorona». Ο χαρακτηρισμός της ως «σκληρής φωνής της αδυναμίας» δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να παρουσιάσει καλύτερα κάποιον άλλον πλην αυτής. Δυναμική τη μία, ευάλωτη όπως όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι την άλλη, τραγούδησε με ξεχωριστό τρόπο για θέματα όπως η ομοφυλοφιλία της, την οποία και παραδέχθηκε στα 83 της χρόνια. Ενας δυναμικός άνθρωπος με αδυναμίες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ