Στο εκτενές και γνωστότερο ποίημά του «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο» ο Τζον Ασμπερι αποκαλεί τη Νέα Υόρκη «λογάριθμο όλων των άλλων πόλεων». Βαβυλωνιακή, όπως τη χαρακτηρίζει ο Νικόλαος Κάλας, και μυστηριώδης, η μεγαλούπολη του Νέου Κόσμου από τη δεκαετία του ’60 άρχισε να καταλαμβάνει σιγά-σιγά τη θέση που κατείχαν στην παγκόσμια κουλτούρα το Λονδίνο στις αρχές του 20ού αιώνα και το Παρίσι του 19ου αιώνα και του Μεσοπολέμου. Το ευρωπαϊκό πνεύμα μεταφέρθηκε εδώ, ζυμώθηκε με την τοπική κουλτούρα και παρήγαγε εντυπωσιακά υβρίδια, τα οποία εξέφραζαν έναν νέο πολιτισμό, που συνδύαζε τις προκλήσεις του εφήμερου με τη δύναμη των αναμνήσεων.
Για να φθάσουμε όμως από τη Νέα Υόρκη του Γουόλτ Γουίτμαν των αρχών του 20ού αιώνα στη σημερινή πόλη του Πολ Οστερ, του Τζόναθαν Φράνζεν, του Ντον Ντελίλο και του Τζον Ασμπερι έπρεπε να συμβούν πολλά. Να προηγηθεί μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το πρώτο κύμα εκπατρισμού στην Ευρώπη κορυφαίων συγγραφέων, όπως ο Χεμινγκγουέι, ο Φιτζέραλντ και ο Ντος Πάσος.
Ας θυμίσω ότι, όταν επιβλήθηκε το 1920 η ποτοαπαγόρευση, η οποία διήρκεσε 13 ολόκληρα χρόνια, το δημοφιλέστερο ποτό στους κύκλους των συγγραφέων και των διανοουμένων στο Παρίσι ήταν η λεγόμενη «πράσινη νεράιδα»: το αψέντι. Και όμως, αυτοί οι συγγραφείς, της κατά τη Γερτρούδη Στάιν «χαμένης γενιάς», θα έφερναν στις ΗΠΑ τη νεωτερικότητα. Αλλά και θα επηρέαζαν με τη σειρά τους την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. To πρότυπο για τους «Δρόμους της ελευθερίας» του Σαρτρ, για παράδειγμα, ήταν η τριλογία «USA» του Ντος Πάσος.
Στο επόμενο κύμα εκπατρισμένων ή μη που βρέθηκαν στο Παρίσι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο περιλαμβάνονται ο Σολ Μπέλοου, ο Τζον Ασμπερι, η γενιά των μπιτ, οι δύο σημαντικότεροι αφροαμερικανοί συγγραφείς Ρίτσαρντ Ράιτ και Τζέιμς Μπάλντουιν και η «σκοτεινή κυρία των αμερικανικών Γραμμάτων» Σούζαν Σόντακ, μια, ας πούμε, νεότερη Γερτρούδη Στάιν. Είναι άραγε τυχαίο ότι η Σόντακ έχει ταφεί στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς στο Παρίσι;

Οταν η Ευρώπη συνάντησε την Αμερική
Ακόμη και σήμερα ένα τέκνο της Νέας Υόρκης ορίζει εν πολλοίς την αμερικανική ταυτότητα: ο ποιητής Γουόλτ Γουίτμαν, πατέρας του ελεύθερου στίχου και κήρυκας της δημοκρατίας, των μεγάλων αναπτυγμάτων και των αφηγήσεων. Οι σύγχρονοι ρομαντικοί φαντάζονται τον ίσκιο του να περιφέρεται ανάμεσα στα δέντρα στην πλατεία Ουάσιγκτον του Γκρίνουιτς Βίλατζ. Για τους Ευρωπαίους όμως ένας άλλος ποιητής, λίγο παλαιότερος, είναι που μετράει – χάρη κυρίως στον Μποντλέρ: ο Εντγκαρ Αλαν Πόου. Οπως ο Γουίτμαν, έτσι και ο Πόου έζησε εδώ – και μάλιστα σε διαφορετικά σπίτια. Αλλά ο Ποιητής για τους Αμερικανούς είναι ο Γουίτμαν. «Αν είστε Αμερικανός, τότε ο Γουόλτ Γουίτμαν είναι ο φανταστικός πατέρας και η μητέρα σας, ακόμη και για κάποιον σαν κι εμένα που δεν έγραψα ποτέ μου έναν στίχο» λέει ο Χάρολντ Μπλουμ.
Η επικράτηση του ναζισμού και του φασισμού στην Ευρώπη και κυρίως στον γερμανόφωνο κόσμο έφερε στις ΗΠΑ μερικά από τα λαμπρότερα πνεύματα της Γηραιάς Ηπείρου. Ο Αντόρνο πέρασε από τη Νέα Υόρκη, όπως και ο Χορκχάιμερ και ο Μαρκούζε, που δίδαξαν για ένα διάστημα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Η ομάδα των υπερρεαλιστών με επικεφαλής τον Μπρετόν, τον Μαξ Ερνστ, τον Τανγκύ, αλλά και τον Νικόλαο Κάλας, κατέφυγε εδώ. Ο τελευταίος κατάφερε να φύγει από το Παρίσι, να πάει στη Λισαβόνα και από εκεί στη Νέα Υόρκη χάρη στη βίζα που του εξασφάλισε μια ηγετική μορφή του διεθνούς τροτσκισμού, ο ποιητής και δημοσιογράφος Σέρι Μάνγκαν, που ήταν τότε ανταποκριτής των περιοδικών «Time» και «Life» στη Γαλλία. Ο Κάλας έζησε στη Νέα Υόρκη τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του και θα πρωταγωνιστούσε μεταπολεμικώς ως κριτικός τέχνης στη διάδοση της ποπ αρτ που ήταν καθαρά αμερικανικό δημιούργημα.
Η Αμερική ανακάλυπτε την Ευρώπη ή το αντίθετο; Προφανώς και τα δύο. Μεταπολεμικώς η Νέα Υόρκη θα γινόταν το μεγαλύτερο εκδοτικό κέντρο σε όλον τον κόσμο και οι διανοούμενοι και οι κριτικοί της κυρίως θα έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια κουλτούρα, όταν τα αγγλικά θα αντικαθιστούσαν ως διεθνής γλώσσα τα γαλλικά. Και κάποια στιγμή, όπως γράφει στο δοκίμιό του «Τα αρχεία της Εδέμ» ο Τζορτζ Στάινερ, η Αμερική και ειδικότερα η Νέα Υόρκη θα αποτελούσε το μεγαλύτερο επί Γης αρχείο. Εδώ στη δεκαετία του ’80 ο γράφων είχε το προνόμιο να δει εκτεθειμένο στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της πόλης το αρχικό χειρόγραφο της «Ερημης Χώρας» που λάνθανε επί δεκαετίες.

Η κουλτούρα της οικουμένης
Στο 28 της Broadway βρίσκεται το «Strand», το μεγαλύτερο παγκοσμίως βιβλιοπωλείο καινούργιων και μεταχειρισμένων βιβλίων, όπου μπορείς να βρεις σχεδόν τα πάντα ανάμεσα στα 8 εκατομμύρια βιβλία που σχηματίζουν έναν τεράστιο λαβύρινθο – πραγματικό Παράδεισο για τους βιβλιομανείς. (Θυμίζω ότι το σύνολο των βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών που περιέχει η δική μας Εθνική Βιβλιοθήκη αριθμεί περίπου 3 εκατομμύρια τίτλους).
Μεταπολεμικώς η ανάπτυξη του Τύπου υπήρξε ιλιγγιώδης. Ενώ η κουλτούρα της εικόνας σάρωνε την Καλιφόρνια, στη Νέα Υόρκη κυριαρχούσε ο πολιτισμός του γραπτού κειμένου. Το βιβλίο, ο Τύπος και τα πανεπιστήμια σχηματίζουν ένα τριαδικό σύστημα μέσα στο οποίο ενσωματώνεται το σύνολο της καλλιτεχνικής ζωής της πόλης: το θέατρο, οι δημόσιες αναγνώσεις και οι εκθέσεις. Ολα τούτα όμως αποτελούν ουσία της καθημερινότητας. Γι’ αυτό και η Νέα Υόρκη μπορεί να διαβαστεί σαν λογοτεχνικό κείμενο, αν θέλει κάποιος να συνθέσει την ιστορία της μέσα από τα κτίσματα, τους τόπους όπου έζησαν και ζουν οι συγγραφείς, αλλά και τα έντυπα που εκπροσώπησαν και συνεχίζουν τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική της παράδοση.
Αναρίθμητες σελίδες έχουν γραφτεί και εξακολουθούν να γράφονται για το Μεγάλο Μήλο, όπου χτυπά η καρδιά της εκδοτικής ζωής στις ΗΠΑ. Λέγεται ότι η Νέα Υόρκη δεν είναι πλέον η κατ’ εξοχήν πόλη των συγγραφέων και των διανοουμένων, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά των εκδοτών. Αυτό όμως, για μια χώρα σαν τις ΗΠΑ, όπου οι εσωτερικές μετακινήσεις είναι συνεχείς, ισχύει ως εκεί που ισχύει. Σε τούτη την πόλη που «δεν κοιμάται ποτέ», όπως τραγούδησε στο «New York, New York» ο Φρανκ Σινάτρα, ο καθένας μπορεί ακόμη να σκέφτεται, να ονειρεύεται και να συναρπάζεται από μια κουλτούρα που φιλοδοξεί να συνοψίζει την οικουμένη.

Η ανατρεπτική δεκαετία του ’60
Συνηθίζουμε να λέμε ότι η δεκαετία του ’60 άλλαξε τον κόσμο. Οι αλλαγές ωστόσο που επήλθαν στην Ευρώπη υπήρξαν μικρές σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στις ΗΠΑ. Χωρίς αμφιβολία, για τη Νέα Υόρκη ήταν η χρυσή εποχή, με τους κορυφαίους διανοουμένους της: τον Ντάνιελ Μπελ, τον Νόρμαν Μέιλερ, τον Πολ Γκούντμαν και τον Ιρβινγκ Χάου. Το 1955 η χώρα έβγαινε από την πενταετή περίοδο του μακαρθισμού και σύντομα θα ζούσε μια περίοδο πολιτιστικής, κοινωνικής και πολιτικής αναγέννησης στην οποία θα πρωταγωνιστούσαν οι νέοι.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πιθανόν αυτό του συγγραφέα και δημοσιογράφου Γουίλι Μόρις, που το 1965, στα 32 του χρόνια, ανέλαβε τη διεύθυνση του «Harper’s», του δεύτερου αρχαιότερου περιοδικού των ΗΠΑ, μεταμορφώνοντάς το. Με το «Harper’s» συνεργάστηκαν, ανάμεσα σε άλλους, ο Σέιμουρ Χιρς, ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Γουίλιαμ Στάιρον. Ο Μόρις έξι χρόνια αργότερα διαφώνησε με τους ιδιοκτήτες και παραιτήθηκε. Προς το τέλος της ζωής του έγραφε με πικρή νοσταλγία: «Τόσοι φίλοι μου από τα χρόνια εκείνα έχουν πεθάνει και άλλοι έχουν τραβήξει τον δρόμο τους. Μπορώ να κλείσω τώρα τα μάτια και να ακούσω τα γέλια μας».
Παρά ταύτα, η ανάπτυξη της κοινωνίας της αφθονίας δεν πέρασε διόλου απαρατήρητη από τους διανοουμένους αιχμής. Ο κομφορμισμός που θα επακολουθούσε δύο δεκαετίες αργότερα προβλέφθηκε, λ.χ., από τον Ιρβινγκ Χάου στο δοκίμιό του «Μαζική κοινωνία και μεταμοντέρνα πεζογραφία», που δημοσιεύθηκε στο θρυλικό ριζοσπαστικό περιοδικό «Partisan Review» το καλοκαίρι του 1959. Ο Χάου πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο «μεταμοντερνισμός», που δύο δεκαετίες και πλέον αργότερα θα γινόταν του συρμού, ενώ σήμερα λειτουργεί ως στερεότυπο.
Το 1966 δημοσιεύθηκε το ανατρεπτικό δοκίμιο «Εναντίον της ερμηνείας» της Σούζαν Σόντακ, το οποίο προκάλεσε σάλο στον ακαδημαϊκό κόσμο μεγαλύτερο και από εκείνον που θα ξεσήκωναν οι θεωρίες του Χάρολντ Μπλουμ μία δεκαετία αργότερα. Την ίδια δεκαετία ο «New Yorker» δημοσίευε σε συνέχειες το αριστούργημα του Τρούμαν Καπότε «Εν ψυχρώ».
Ηταν μια άλλη εποχή, όταν κάθε σημαντικό βιβλίο έμπαινε και παρέμενε για μερικές τουλάχιστον εβδομάδες στη λίστα με τα ευπώλητα των «New York Times», κάτι που όλο και σπανίζει τη σήμερον ημέρα.

Το Γκρίνουιτς Βίλατζ και η νέα δημοσιογραφία
Το Γκρίνουιτς Βίλατζ είναι για τη Νέα Υόρκη ό,τι και το Καρτιέ Λατέν για το Παρίσι. Πριν από τον Πόλεμο, αλλά και περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, εξακολουθούσε να είναι αρκετά φθηνότερο από τις ακριβές γειτονιές του Μανχάταν. Επόμενο, εκεί να συγκεντρώνονται οι ριζοσπαστικοί καλλιτέχνες και συγγραφείς. Σήμερα το Γκρίνουιτς Βίλατζ είναι πλέον πολύ ακριβό, όπως αντίστοιχα και το Καρτιέ Λατέν. Το πιο ευρωπαϊκό τμήμα τής πιο ευρωπαϊκής αμερικανικής μεγαλούπολης με το πλήθος των γκαλερί και των εκδηλώσεων, με τον αντικομφορμισμό και τον μποεμισμό που πάντοτε το χαρακτήριζαν, είναι από μόνο του ένας ξεχωριστός κόσμος και μια ολόκληρη εποχή. Εδώ, το 1955, τέσσερις νεαροί (ανάμεσά τους και ο Νόρμαν Μέιλερ) δημιούργησαν τη σημαντικότερη εναλλακτική εφημερίδα των ΗΠΑ, τη «Village Voice».
Αν η μεγάλη εφημερίδα της Νέας Υόρκης ήταν και εξακολουθούν να είναι οι «New Υork Times», η «Village Voice» υπήρξε η κατ’ εξοχήν εφημερίδα της νεολαίας, της πρωτοπορίας και της ριζοσπαστικής γραφής. Εδώ δημοσίευσαν κείμενά τους ο Εζρα Πάουντ, ο Χένρι Μίλερ, η Κάθριν Ανν Πόρτερ, ο Τζέιμς Μπάλντουιν, ο Ε. Ε. Κάμινγκς, ο Τομ Στόπαρτ, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ και βέβαια ο Νόρμαν Μέιλερ.
Στην αρχή η εφημερίδα κυκλοφορούσε μόνο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, αλλά το 1960 κάλυπτε και άλλες περιοχές της Νέας Υόρκης. Από το 2005 όμως που εντάχθηκε στο συγκρότημα New Times Media, έχασε τον μποέμικο χαρακτήρα της. Ωστόσο η λεγόμενη «νέα δημοσιογραφία», στην επιβολή της οποίας πρωτοστάτησε, θα αποτελούσε για πολλά χρόνια το ρεύμα που θα ανανέωνε τόσο τη δημοσιογραφία όσο και την πεζογραφία, προσδίδοντας στο ρεπορτάζ τις αρετές της μυθοπλασίας και δημιουργώντας ένα νέο λογοτεχνικό είδος. Αυτό έκαναν οι επιφανέστεροι εκπρόσωποί της: ο Καπότε, ο Μέιλερ, ο Τομ Γουλφ, ο Γκάε Ταλέσε, η Τζόαν Ντίντιον. Στην πραγματικότητα όμως η νέα δημοσιογραφία έφερνε ξανά στο προσκήνιο εκείνο που χαρακτήριζε τα έντυπα και τη λογοτεχνική ζωή της μεσοπολεμικής Βιέννης. Γι’ αυτά όμως στο επόμενο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ