Ονομάζεται Νίκος Αναστασίου, είναι περίπου 63 ετών και γεννήθηκε στον Πολυνέρι της Πίνδου. Το επάγγελμά του, μανάβης. Πλανόδιος μανάβης. Από το 1980, που επέστρεψε από τη Γερμανία, ως και σήμερα, μια φορά την εβδομάδα ο Νίκος Αναστασίου «οργώνει» με το φορτηγό του τη νοτιοδυτική πλευρά της Πίνδου εξυπηρετώντας τους κατοίκους συγκεκριμένων χωριών. Ο Αναστασίου ήθελε από την αρχή να γίνει μανάβης. Πήγε άλλωστε στη Γερμανία μαζί με τη γυναίκα του Σοφία για να δουλέψουν επί ενάμιση χρόνο στη φάμπρικα προκειμένου με τις οικονομίες τους να αγοράσουν το φορτηγό του.
Αναλόγως με την εποχή, σε αυτό το φορτηγό θα βρεις κάθε είδους οπορωκηπευτικό – αν και ο κυρ-Νίκος δέχεται επίσης παραγγελίες για άλλου είδους προϊόντα. Εκτός από τη χειροδύναμη κυρα-Σοφία που επί σειρά ετών στέκεται ακούραστη στο πλευρό του, τον κυρ-Νίκο βοηθούν πλέον και οι δυο γιοι του, ο Κώστας (ο μεγαλύτερος) και ο Θύμιος. Η αναχώρηση του φορτηγού γίνεται πάντα από τα Τρίκαλα, βάση της επιχείρησης.
Από εκεί οι σταθμοί του ταξιδιού είναι πάντα οι ίδιοι. Τα Στουρναρέικα, το Βαθύρευμα, η Νέα Πεύκη, η Μεσοχώρα, ο Αετός, η Κορυφή, το Παχτούρι. Χωριά κρυμμένα μέσα στην άγρια φύση της νοτιοδυτικής Πίνδου και με ελάχιστους κατοίκους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού κατά τη διάρκεια του χειμώνα. «Χωριά που είναι παιδικοί σταθμοί το καλοκαίρι αλλά ψυχούλα δεν έχουν τον χειμώνα» όπως ακούμε στο εξαιρετικό ντοκυμαντέρ του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου με τον υπέροχα λιτό τίτλο «Ο μανάβης» και άξονά του τον Νίκο Αναστασίου.

Ντομάτες με ραντεβού
Στη διάρκειας περίπου 90′ ταινία του Δ. Κουτσιαμπασάκου ο κυρ-Νίκος είναι ο οδηγός του φορτηγού, ο πωλητής των προϊόντων και συνάμα ο ξεναγός μας που μας μεταφέρει στον άγνωστο κόσμο της όμορφης ορεινής υπαίθρου. Ο σκηνοθέτης θυμάται τον συγκεκριμένο μανάβη από τα καλοκαίρια που περνούσε στα μετεφηβικά χρόνια του στη Μεσοχώρα (γεννήθηκε στο Αρματολικό, επίσης της Πίνδου).
Ο μανάβης πίνει πάντα το αγαπημένο του νερό από μια συγκεκριμένη πηγή μεταξύ Βαθυρεύματος και Μεσοχώρας και όποτε πλησιάζει σε κάποιο χωριό, από τα μεγάφωνα του φορτηγού του ακούγεται κάποιο λαϊκό τραγούδι γραμμένο στη δεκαετία του ’80. Τα τραγούδια των Τέλη Λιάκου και Χρήστου Φωτίου είναι πάντα τα ίδια, μεταγραμμένα πλέον σε CD από μια ταλαιπωρημένη κασέτα που ο μανάβης χρησιμοποιούσε επί χρόνια.
Ο Κώστας, ο μεγάλος γιος του, σκέφτεται να ανανεώσει το ρεπερτόριο. Διστάζει όμως. Γιατί αν αλλάξουν τα τραγούδια, για τους κατοίκους των χωριών αυτό μπορεί να σημαίνει ότι και ο μανάβης άλλαξε. Για τους κατοίκους αυτών των χωριών το λαϊκό τραγούδι που βγαίνει από τα μεγάφωνα του φορτηγού είναι κάτι σαν σήμα κατατεθέν που ορίζει μια τελετουργική διαδικασία. Ακούγοντάς το καταλαβαίνουν ότι έρχεται ο «δικός τους» μανάβης. Γιατί μανάβηδες περνούν αρκετοί. Αλλά όλοι εκτός από τον κυρ-Νίκο είναι περαστικοί. Μόνον εκείνος είναι ο δικός τους μανάβης. Ο μανάβης του ραντεβού.

Γέφυρα στον έξω κόσμο
Ο Ν. Αναστασίου κάνει το συγκεκριμένο δρομολόγιο βρέξει-χιονίσει. Εκτός βέβαια αν το χιόνι σταθεί επικίνδυνο εμπόδιο για το ταξίδι – κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν, προκαλώντας αναταραχή στα νοικοκυριά. Γιατί τον περιμένουν πώς και πώς. Η συναλλαγή ανάμεσα στους κατοίκους και τον μανάβη δεν είναι απρόσωπη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει (και είναι φυσικό) σε ένα σουπερμάρκετ. Στο πρόσωπο του μανάβη και της φαμίλιας του οι ηλικιωμένοι χωριάτες βρίσκουν μια στοιχειώδη επαφή με τον «έξω» κόσμο.
Ο μανάβης είναι ο καθρέφτης των πελατών του, συμμετέχει εμπράκτως στη ζωή των ανθρώπων. Αλλάζει το γκάζι της κυρα-Φωτούλας που τρέμει στην ιδέα ότι το χιόνι ίσως αποκλείσει το χωριό της, το Βαθύρευμα. Στο ίδιο χωριό η σύζυγος του μανάβη παίρνει την πίεση της κυρα-Δημητρούλας επειδή η ίδια δεν μπορεί να χειριστεί το μηχάνημα. Και έχει ανεβασμένη πίεση γιατί δεν νιώθει πολύ καλά από το τρομερό άγχος για τα χρέη της. Ποια χρέη; Τα 20 ευρώ στον… μανάβη.
Η αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων σκλαβώνει. Οι Αναστασίου διασκεδάζουν με την επιμονή της κυρα-Αγγελικής στη Νέα Πεύκη να μιλά συνεχώς για σεξ. ‘Η με τον μπαρμπα-Νταφίλη στο Βαθύρευμα που αναφέρεται συνέχεια με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του στη διαφορά της ώρας: «Εξι μήνες πάει κάτω η ώρα, έξι μήνες πάει πάνω!». Βλέπουν (και εμείς μαζί τους) ακόμη και την άσχημη πλευρά της περιοχής, τις μικρές κακίες που ξεφυτρώνουν ανάμεσα στα μέλη αυτών των κοινωνιών.
Οταν ο κ. Πέτρος στη Μεσοχώρα κομπάζει για τις αρκούδες που έχει σκοτώσει στο κυνήγι, κάποιος πετάγεται και λέει ότι αρκούδες δεν υπάρχουν στην περιοχή και ότι ο Πέτρος τις χρησιμοποιεί σαν προπέτασμα καπνού για να μην πλησιάζει κανείς προς την πλευρά του σπιτιού του (τελικά τα περιττώματα που συλλαμβάνει η κάμερα του Κουτσιαμπασάκου με τη βοήθεια της κυρα-Βάγιας και της αδελφής της, της κυρα-Λένης, αποδεικνύουν ότι υπάρχουν αρκούδες στην Πίνδο).
Στον Αετό η μεγαλύτερη επιχειρηματίας του χωριού είναι μια βουλγάρα μετανάστρια, η Πόπη. Και στο Παχτούρι, η πιο συγκινητική ιστορία όλων. Ο μοναδικός κάτοικος τον χειμώνα είναι ο κύριος Αριστείδης, ο οποίος παραμένει στο χωριό για έναν και μόνο σκοπό: για να ταΐζει τις γάτες!

Ενα ταξίδι για κάθε εποχή
Επί χρόνια ολόκληρα η οικογένεια Αναστασίου συμμετέχει στις χαρές και στις λύπες όλων αυτών των ανθρώπων. Στη γέννηση, στον γάμο, μα και στον θάνατο. Τη μια τους έχουν φυλάξει μπομπονιέρες για έναν γάμο που έγινε, την άλλη τους ανακοινώνουν τον θάνατο μιας πελάτισσας που επί χρόνια είχαν. Ακούμε λέξεις και εκφράσεις που μπορεί να μην τις καταλαβαίνουμε αμέσως, είναι όμως ωραίες. «Η αρκούδα ωργιώται για το αρκουδάκι της» (ωρύεται που έχασε το παιδί της). «Ο καιρός βαμπίριασε» (είναι τρομαχτικός, σαν βαμπίρ). «Θα δέσω το μαντήλι μπερέτα» (στο κεφάλι, κατά τον γαλλικό μπερέ). «Πώς είναι ο αργυράκος σου;» (ποια είναι η οικονομική κατάστασή σου; – κατά τα αργύρια).
Αρχικώς, ο Δ. Κουτσιαμπασάκος ήθελε απλώς να κινηματογραφήσει ένα από τα μονοήμερα ταξίδια του μανάβη. Οταν το έκανε, όμως, είδε ότι τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω από τον μανάβη ήταν πολύ σημαντικά. Αποφάσισε να δει το ίδιο ταξίδι μέσα από την κυκλικότητα ενός έτους, άρα σε τέσσερα ταξίδια, ένα για κάθε εποχή (το υλικό του ξεπερνά τις 80 ώρες). Εισαγωγή σε κάθε κεφάλαιο ένα τραγούδι του κυρ-Παναγιώτη, απίστευτη μορφή με απίστευτη φωνή. «Τώρα τα χελιδόνια/ Τώρα οι πέρδικες/ Γλυκολαλούν και λένε/ Ξύπνα αγάπη μου» τραγουδά ενώ μπαίνει το καλοκαίρι.
«Οι εποχές αλλάζουν και μαζί τους αλλάζει η φύση, αλλάζουν τα φρούτα αλλά και τα προβλήματα των ανθρώπων, οι διαθέσεις τους» σημειώνει ο σκηνοθέτης. «Με τρόπο λιτό, εύστοχο και υπαινικτικό, οι κάτοικοι του χωριού μιλούν για πράγματα που θα έπρεπε στην θέση τους να μιλούν επιστήμονες και ανθρωπολόγοι».
Μεγάλο προτέρημα του ντοκυμαντέρ είναι ότι δεν υπάρχει ούτε μια συνέντευξη κατοίκου. Ούτε βλέπουμε ποτέ τον φακό να «εισβάλλει» σε σπίτια. Ο σκηνοθέτης παρέμεινε στην αυστηρή καταγραφή των καταστάσεων μέσα από τις εναλλαγές των κατοίκων της Πίνδου και του μανάβη, από τις οποίες βγάζεις συμπεράσματα για τα προβλήματα και τις ανησυχίες, για το πώς βιώνουν τη ζωή.
Πληρωμή με πίτες και καλό τσίπουρο
Παντρεμένος με Ιταλίδα, την Αννα, και πατέρας δύο παιδιών, του Μάρκου και του Παύλου, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος γνωρίζει καλά τον κόσμο της περιοχής που κατέγραψε. Δεν είναι μόνον ότι κατάγεται από την Πίνδο, έχει και μια συγκινητική εμμονή μαζί της. Ο Δήμος Τρικκαίων αποτελεί συχνά φόντο των ταινιών του, είτε των ντοκυμαντέρ («Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η γιαγιά μου») είτε της μυθοπλασίας («Ο γιος τού φύλακα»). «»Ο Μανάβης» ήταν δώρο των κατοίκων της Πίνδου προς εμένα και όχι το αντίθετο» λέει. «Σε αυτές τις κοινωνίες ο κόσμος δεν ανοίγεται εύκολα και αν αυτός που γύριζε το ντοκυμαντέρ δεν ήταν ο γιος τής κυρα-Δήμητρας, που μεγάλωσε στα μέρη τους και τον ξέρουν από παιδί, κανείς δεν θα δεχόταν να εμφανιστεί στην ταινία. Η περηφάνια εδώ είναι τεράστια».
Οσο για τον προϋπολογισμό της ταινίας, πέραν της οικονομικής συμπαράστασης του Ιδρύματος Λεωνίδα Μακρή, το μόνο που ο σκηνοθέτης είχε να προσφέρει στους συνεργάτες του ήταν οι θαυμάσιες πίτες της θείας του και καλό τσίπουρο. «Το βασικότερο βοήθημα ήταν το catering της θείας Βασιλικής» λέει. «Χωρίς το απλήρωτο πάθος των συνεργατών μου, των διευθυντών φωτογραφίας Χάρη Φάρρου και Γιώργου Ραχατουλίν και του μοντέρ Αποστόλη Αγρογιάννη, «Ο Μανάβης» δεν θα γυριζόταν ποτέ».

Η ύπαρξη του «Μανάβη» έγινε για πρώτη φορά αισθητή μέσω της νέας διαδικτυακής πύλης www.altcine.com που στοχεύει στη διεθνή προβολή και προώθηση του ελληνικού κινηματογράφου παρέχοντας έγκυρες πληροφορίες για όλες τις κινηματογραφικές παραγωγές των Βαλκανίων

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ