Mε τη διάθεση να μιλήσει για «αίσθημα», ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επέλεξε το «Insenso» του Δημήτρη Δημητριάδη γιατί πιστεύει ότι «σ’ αυτές τις εποχές πρέπει να ασχολούμαστε μόνον με την ποίηση ή να ασχολούμαστε κατ’ εξοχήν με την ποίηση. Είναι η μόνη μας ελπίδα για να καθαρίσει το μυαλό. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για τους ζοφερούς καιρούς με ζοφερούς όρους. Είναι ελπίδα και δικαίωμα αυτό. Οτιδήποτε βαθύ περιέχει μέσα του τα πάντα. Δεν μπορώ να φανταστώ την τέχνη έξω από την Ιστορία. Και θα έλεγα ότι η τέχνη λειτουργεί και λίγο σαν GPS, μας ορίζει με αιχμηρή ακρίβεια μέσα στον ρου της Ιστορίας…». Επιστρέφει λοιπόν μετά το «Πεθαίνω σαν χώρα» σε αυτόν τον ακραίο και παρεξηγημένο, όπως λέει, συγγραφέα, «με ένα κείμενο που διαθέτει αυτονομία και ενότητα θέματος, με έναν ισχυρό δραματουργικό πυρήνα. Μέσα λοιπόν σ’ αυτόν σκάβω και κολυμπάω».

Η αφετηρία του βρίσκεται στο «Senso», την ταινία του Λουκίνο Βισκόντι, που με τη σειρά της κατάγεται από τη μικρή νουβέλα του Ιταλού Καμίλο Μπόιτο με τον τίτλο «Senso». Δηλαδή αίσθημα… «Το έργο του Δημητριάδη αρχίζει ακριβώς στην τελευταία σεκάνς της ταινίας, όταν ακούγεται ένας πυροβολισμός και η γυναίκα αρχίζει να τρέχει – εκεί πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Το in(senso) σημαίνει μέσα, μέσα στο αίσθημα. «Βρεθήκατε ποτέ μέσα σε αίσθημα;»» αναρωτιέται κάποια στιγμή ο συγγραφέας στο κείμενο. Και συνεχίζει: «Θα μπορούσε να σημαίνει και insane, να είσαι δηλαδή μέσα στο αίσθημα και να αγγίζεις τα όρια της παραφοράς. Γιατί κάθε αίσθημα στα όριά του είναι παράφορο. Νομίζω ότι σ’ αυτή την κόκκινη γραμμή συζητάμε – στα κόκκινα! Το «Senso», σαν ταινία, ιστορία και εμπειρία, έχει αφομοιωθεί μέσα στο «Insenso»».

«Είμαι η κόμισσα Λίβια Σερπιέρι. Κατέδωσα τον εραστή μου, υπαξιωματικό Φραντς Μάλερ, για λιποταξία από τον αυστριακό στρατό»: Μια φράση-«κλειδί» χαρακτηρίζει αυτή την «όπερα χωρίς μουσική» που ξετυλίγει μια άρια ποταμό για ένα ερωτικό πάθος, έναν εξευτελισμό και μια τριπλή προδοσία – πατρίδα, κοινωνική τάξη, εραστής. Ερμηνευμένο από είκοσι μία γυναίκες, που λειτουργούν σαν ένα, το κείμενο θα μπορούσε να ειπωθεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, και από τον άνδρα για τον οποίο και γράφτηκε, τον Φραντς. Σε όλο το έργο η Λίβια Σερπιέρι μιλάει γι’ αυτόν…
«Ναι, είναι θηλυκή υπόθεση, με τον τρόπο που και ο έρωτας είναι θηλυκή ιστορία, έξω όμως από το φύλο, μετά τη διάκριση των φύλων. Το λέμε θηλυκό γιατί με έναν τρόπο το θήλυ είναι πανδέγμων, σε βαθμό που δεν είναι το άρρεν. Ισως γιατί τα άκρα είναι θηλυκά, γιατί ο καθένας μας έχει τη θηλυκή του πλευρά και αλίμονο σε αυτόν που την έχει απεμπολήσει, είτε είναι άνδρας είτε γυναίκα».
Προσπαθώντας να εξηγήσει τα τεκταινόμενα γύρω μας, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός πιστεύει ότι έχουν χαθεί τα όρια: «Εχουν γίνει εξαιρετικά δυσδιάκριτα όλων των ειδών τα όρια, είτε ως δικαιώματα είτε ως υποχρεώσεις, κι αυτό δημιουργεί μια ρευστότητα γύρω μας. Δεν ξέρουμε πού τελειώνει το εγώ και πού αρχίζει ο άλλος. Κι αυτό αν συμβεί στον έρωτα το καταλαβαίνω, αλλά να συμβαίνει σε όλα τα άλλα… Περνάμε μια περίοδο κουρνιαχτού: Εχουν θαμπώσει όλα. Κι αυτό είναι μια μορφή ζόφου. Και μέσα σ’ αυτό έχουμε χάσει λίγο την προσωπική μας ευπρέπεια, την οποία έχουμε ανάγκη για μας και τους άλλους. Και η επιθετικότητα προς τους άλλους έχει να κάνει με το ότι δεν είμαστε εμείς καλά με τον εαυτό μας…».
Και συνεχίζει: «Εχουμε εναποθέσει τα όριά μας σε ένα περίεργο διάλειμμα. Είμαστε συνέχεια σε ένα διάλειμμα, σαν να μην έχει χτυπήσει το κουδούνι. Ισως το κουδούνι να μπορέσει να μας συνεφέρει απ’ αυτό το διάλειμμα. Η ανάληψη μιας στοιχειώδους προσωπικής ευθύνης για τον καθένα. Είναι σαν να είμαστε σε άσχημες, άτυπες, ανεξέλεγκτες και απλήρωτες διακοπές… Αλλά οικειοθελώς κανείς δεν περνάει μέσα στην τάξη. Εχουμε ανάγκη δομής για να συγκροτηθούμε ως άτομα».
Αναρωτιέται όμως αν η Ελλάδα μπορεί να μπει μέσα στην αίθουσα. «Σκέφτομαι ότι ένας καλός ηθοποιός όταν δεν δουλεύει με έναν σκηνοθέτη που έχει δύσκολες απαιτήσεις παράστασης αναπαράγει διαρκώς τον εαυτό του. Το ανάποδο είναι εξέλιξη. Χρειαζόμαστε προκλήσεις για να βαθύνουμε τη σχέση μας με τον εαυτό μας. Θα έρθουν από την πραγματικότητα αυτές οι προκλήσεις – σκηνοθέτης είναι η πολιτική. Είναι στόχος ζωής να θέλεις να αλλάξεις τις συνθήκες της ζωής σου. Τι θα πει ανάπτυξη; Ελπίδα και προοπτική δημιουργίας. Δεν είναι μόνον οι όροι οικονομικής τεχνοκρατίας. Λείπει η χαρά της εργατικότητας. Πραγματικά έχω ανάγκη να συναντήσω εμπνευσμένους πολιτικούς, αλλά αυτό είναι ευχολόγιο. Δύσκολο να εμπιστευθείς πρόσωπα που σε έχουν διαψεύσει – το καλό ήταν ότι πολλοί εξετέθησαν περισσότερο. Δεν μπορώ να κρίνω μια κοινωνία, γιατί μια κοινωνία δεν αμφισβητείται. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι συμπλέω μαζί της» καταλήγει.
«Δεν πιστεύω σε ένα αναπαραστατικό θέατρο»
Σαν ένα, οι είκοσι μία γυναίκες της παράστασης μιλάνε διαρκώς και είναι σαν να μιλάει μία, η ίδια συνεχώς και σαν να είμαστε συνεχώς στο ίδιο σημείο και να την ακούμε πολλαπλάσια. Η παράσταση πάντως δεν έχει να κάνει με χορικό αλλά με «ψυχική χορωδία». «Στην προκειμένη περίπτωση έχουν σπάσει τα νήματα που μας συγκρατούν με την ορθολογική θεώρηση του κόσμου. Αλλά έρωτας χωρίς θύματα δεν νοείται. Κι εδώ, πράγματι, είναι σαν να βρισκόμαστε σε πεδία μαχών». Η ιστορία άλλωστε εκτυλίσσεται σε μια εποχή όπου γίνονται πραγματικές μάχες, και συγκεκριμένα αφορά το απελευθερωτικό κίνημα των Ιταλών ενάντια στην αυστριακή κατοχή.
Χωρίς κατάληξη, χωρίς κάθαρση, σαν ένα δράμα που δεν έχει λύση παρά «ίσως κάπου στο μέλλον», όπως σχολιάζει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός που επιβεβαιώνει την έλξη του απέναντι σε μη θεατρικά κείμενα: «Αυτό που με συναρπάζει είναι το πρώτο υλικό. Με αφορά μια δραματουργία επαναγραφής και όχι αναπαράστασης. Δεν πιστεύω σε ένα αναπαραστατικό θέατρο, αλλά σε μια παράσταση κάπως αυτόφωτη, που επαναγράφει το κείμενο σε μια άλλη γλώσσα. Μου αρέσουν εκείνα τα υλικά που μοιάζουν με επιχειρήματα. Ο Δημητριάδης τυχαίνει να είναι ένας διάπυρος συγγραφέας, να έχει γράψει αυτά τα κείμενα στους 1.000 βαθμούς, όταν ακόμα η ύλη είναι ρευστή, πριν ακόμα πάρει μορφή. Κι εγώ αναλαμβάνω να το φέρω στην επιφάνεια για να παγώσει» συμπληρώνει, ανασύροντας ίσως τις θετικές σπουδές που προηγήθηκαν των θεατρικών.
Στο πρώτο μέρος οι θεατές του «Insenso» κάνουν έναν περίπατο κάπου στην Αττική και εκπλήσσονται γι’ αυτόν τον τόπο «που δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι υπάρχει, σαν μια κάθετη ανασκαφή στην πραγματικότητα. Πρόκειται για έναν απέραντο αιφνίδιο βιότοπο, σαν ένα σκάμμα μνήμης. Το κοινό κάνει περίπατο και ακολουθεί, σαν μια επίσκεψη στο αίσθημα. Στο δεύτερο μέρος περνάμε μέσα στο κτίριο της Πειραιώς 260» προσθέτει.

Πότε και πού:
«Ιnsenso» του Δημήτρη Δημητριάδη. Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός. Μουσική σύνθεση: Δημήτρης Καμαρωτός. Ενδυματολόγος – σκηνογράφος: Ντόρα Λελούδα. Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος. Παίζουν: Νάντια Μουρούζη, Μαρία Ναυπλιώτου, Ηλέκτρα Νικολούζου, Θεοδώρα Τζήμου, Τζένη Δριβάλα. Στο πιάνο η Ειρήνη Τηνιακού. Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 260, Κτίριο Δ. Πρεμιέρα το Σάββατο 7 Ιουλίου. Ως και τις 9.7.2012. Στις 19.30

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ