Η ιδέα και μόνο να τοποθετήσεις την ιστορία μιας κινηματογραφικής παραγωγής του 2012 σε μια αμερικανική… κατασκήνωση του 1965 όπως συμβαίνει στον «Ερωτα του φεγγαριού» («Moonrise kingdom», ΗΠΑ, 2012), είναι από μόνη της άκρως ενδιαφέρουσα. Στο κάτω κάτω πόσες ταινίες με προσκόπους ξέρετε να έχουν γυριστεί;
{{{ moto }}}Αλλά η ίδια ιδέα με έναν σκηνοθέτη σαν τον Γουές Αντερσον για την υλοποίησή της, ακούγεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα αφού πρόκειται για έναν από τους πιο ιδιαίτερους αμερικανούς σκηνοθέτες των καιρών μας όπως έχει αποδείξει με την «Οικογένεια Τένενμπαουμ», το «Darjeeling limited» ή τις «Υδάτινες ιστορίες».
Η λέξη οικογένεια (και πολύ περισσότερο η πολυσύνθετη έννοιά της), ακολουθεί σαν σκιά το έργο του Γουές Αντερσον από την πρώτη κιόλας ταινία του, το «Rushmore». Παντού, δυσλειτουργικές οικογένειες. Εδώ, για μία ακόμη φορά αναζητεί λαβές για να πει την ιστορία του μέσα από ήρωες που αναμοχλεύονται και πάλι μέσα στην ίδια αυτή έννοια της οικογένειας.

Ενα υιοθετημένο αγοράκι (Τζάρεντ Γκίλμαν), πανέξυπνο και παντελώς ανεξάρτητο, στον δικό του κόσμο, αποφασίζει να την κοπανίσει από την κατασκήνωση και να χαθεί μέσα στο καταπράσινο δάσος ενός νησιού της Νέας Αγγλίας. Τον ακολουθεί το κορίτσι που αγαπά (Κάρα Χέιγουροντ), το οποίο από τη δική του πλευρά δεν φαίνεται να καλοπερνά στη δική του, επιφανειακά καλοβαλμένη αλλά στην ουσία δυσλειτουργική οικογένεια.

Αυτό είναι το πλαίσιο της ταινίας και επίσης η παλέτα του Αντερσον. Εμπνευσμένες, ευφάνταστες εικόνες, καλοί ηθοποιοί σε μοιρασμένους ρόλους και μια ρετρό ατμόσφαιρα που ποτέ δεν εγκλωβίζεται στην παγίδα της γλυκανάλατης νοσταλγίας.
Στον αθεράπευτα ρομαντικό Γουές Αντερσον αρέσουν τα παλιά πράγματα, τα παλιά αντικείμενα. Του αρέσουν τα παλιά σπίτια (προσέξτε την επιμέλεια των ντεκόρ στους εσωτερικούς χώρους), οι δίσκοι βινυλίου, του αρέσουν τα παλιά τραγούδια. Για παράδειγμα ένα από τα highlights της ταινίας είναι η σκηνή όπου τα δυο παιδιά χορεύουν στην παραλία κάτω από τους ήχους του «Les temps de l’ amour» της Φρανσουάζ Αρντί.
Του αρέσουν οι παλιές φωτογραφίες, του αρέσει να βλέπει πώς ήταν κάποτε μια πλευρά μιας πόλης η οποία στο πέρασμα του χρόνου μεταλλάχθηκε. Του αρέσουν οι παλιές ταινίες, κυρίως οι γαλλικές και κάποιες σκηνές της ταινίες μοιάζουν με φόρο τιμής σε γαλλικές ταινίες από τον «Πόλεμο των κουμπιών» του Ιβ Ρομπέρ μέχρι το «Χαρτζιλίκι» του Φρανσουά Τριφό.

Οπως σε όλες τις ταινίες του Αντερσον, έτσι κι εδώ, το καστ δίνει το δικό του, ξεχωριστό χρώμα και πράγματι, όλοι οι ηθοποιοί, ακόμα και στους πιο μικρούς ρόλους, υπηρετούν το όραμα του σκηνοθέτη με τον καλύτερο τρόπο. Ο Μπιλ Μάρεϊ και η Φράνσες Μακ Ντόρμαντ υποδύονται ένα ζευγάρι δικηγόρων με καλή καρδιά αλλά κακούς τρόπους, ο Μπρους Γουίλις σε έναν από τους πιο τρυφερούς ρόλους του είναι ο θλιμμένος αρχηγός της τοπικής αστυνομίας και ο Εντουαρντ Νόρτον στον πιο απρόβλέπτο ρόλο της κινηματογραφικής καριέρας του παίζει τον ομαδάρχη των προσκόπων.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΣΙΝΕ ΠΑΡΙ – ΔΕΞΑΜΕΝΗ – ΑΝΕΣΙΣ – ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΑΠΑΓΟΥ – ΑΤΤΙΚΟΝ ΑΛΣΟΣ ΓΑΛΑΤΣΙ – ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ –
ODEON KOSMOPOLIS MΑΡΟΥΣΙ


Τρελές ιστορίες έρωτα και απιστίας

«Οι γυναίκες έχουν μανία με την πίστη!»
ακούμε κάποια στιγμή στη γαλλική κομεντί «6+1 απιστίες» («Les infideles», Γαλλία, 2012) που όπως λέει και ο τίτλος αποτελείται από έξι συν μία ιστορίες τρελού έρωτα και ακόμα πιο τρελής απιστίας. Εφόσον λοιπόν έχουν αυτήν τη μανία οι γυναίκες, τότε οι άνδρες, από τη δική τους πλευρά, έχουν μανία με το να κάνουν ακριβώς το… αντίθετο. Και το τι γίνεται σε αυτή την ταινία, πραγματικά είναι άλλο να το λες και άλλο να το βλέπεις. Δεν μένει τίποτε όρθιο, πάντοτε όμως μέσα από την πλερέζα του χιούμορ.

Ο Ζαν Ντιζαρντέν και ο Ζιλ Λελούς εμφανίζονται σε όλα τα σκετς σε διαφορετικούς όμως ρόλους. Περίπου όπως γινόταν στις παλιές ιταλικές κωμωδίες της δεκαετίας του ’60 όπως το «Χθες, σήμερα, αύριο» όπου ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και η Σοφία Λόρεν παίζουν διαφορετικούς ρόλους σε διαφορετικά σκετς. Το καλύτερο όλων των σκετς είναι το πρώτο που συνδέεται με το τελευταίο και στο οποίο παρακολουθούμε τις περιπέτειες δύο τύπων που σκέφτονται με το κάτω κεφάλι και έχουν βάλει σκοπό της ζωής τους να πάνε με όσο το δυνατόν περισσότερες γυναίκες αντέχουν από το Παρίσι ως το Λας Βέγκας (το πού καταλήγουν βέβαια, είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση).

Ενα άλλο στοιχείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς είναι η διαφορετική αισθητική φόρμα του κάθε σκετς, σε σημείο που νιώθεις ότι παρακολουθείς μια συρραφή από μικρού μήκους ταινίες που δεν έχουν καμία σχέση η μια με την άλλη πέραν του κοινού θέματος. Περνάς καλά, δεν το πολυσκέφτεσαι και για πρώτη φορά εκτιμάς τη γκάμα του Ντιζαρντέν, ο οποίος είναι έκτακτος ακόμα και όταν μιμείται κάποιον που δεν έχει την ικανότητα να πει σωστά ένα ανέκδοτο. Τέλος, ευχαριστήθηκα πολύ το πέρασμα του Γκιγιόμ Κανέ στον ρόλο ενός χαζοχαρούμενου σεξομανούς που προσπαθεί επί ματαίω να λύσει το πρόβλημά του συμμετέχοντας σε συνεδριάσεις καταπολέμησης της σεξουαλικής μανίας! (τα σκετς σκηνοθέτησαν από ένα ο καθένας οι Εμανουέλ Μπερκό, Φρεντ Καβαγιέ, Ερίκ Λαρτιγκό, Αλεξάντρ Κουρ, Ζ. Ντιζαρντέν, Ζ. Λελούς και ο Μισέλ Χαζαναβίσιους, ο σκηνοθέτης του Ντιζαρντέν στο «The artist»).
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΎΦΑΔΑ – ΑΘΗΝΑΙΑ – ΑΡΚΑΔΙΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΑΙΓΛΗ ΖΑΠΠΕΙΟΥ – ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ ΑΓ.ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – VILLAGE MALL – VILLAGE MALL – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – STER IΛION – ΣΙΣΣΥ Ν. ΜΑΚΡΗ – ΕΛΛΗΝΙΣ – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ – ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ – ΣΙΝΕ ΨΥΧΙΚΟ- ΦΛΟΙΣΒΟΣ – ΚΟΡΑΛΙ ΣΑΡΩΝΙΔΑ – ΡΙΑ ΒΑΡΚΙΖΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΝΑΤΑΛΙ – STER – ΠΛΑΤΕΙΑ ODEON – VILLAGE
Κόπρανα στο ψυγείο
Είναι ν’ απορείς που στο «American Pie Reunion», την τελευταία αυτής της άθλιας κινηματογραφικής σειράς ταινιών «American pie» (που πρωτοεμφανίστηκε το 1999 και δεν λέει να κλείσει τον κύκλο της), χρειάστηκαν δυο άνθρωποι για να σκηνοθετήσουν, όχι ένας. Τα ονόματά τους, Τζον Χάργουιτζ, Χέιντεν Σλόσμπεργκ. Μην τα συγκρατήσετε γιατί δεν θα τα ξανακούσετε.

Πώς όμως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, σπάζω το κεφάλι μου για να καταλάβω. Θέλω να πω, πώς και χρειάζονται δυο άνθρωποι για τη σκηνοθεσία μιας ταινίας στην οποία το κωμικό highlight είναι η σκηνή όπου ένας σύγχρονος Νεάντερταλ (Σον Γουίλιαμ Σκοτ) κάνει κακά του σε ένα φορητό ψυγείο με αποτέλεσμα το χέρι που πάει να πιάσει μια μπίρα στα τυφλά να γίνει καφέ από άσπρο.

Και το πρόβλημα είναι ότι όλ’ αυτά τα σιχαμένα τα βλέπουμε μπροστά μας! Αδιανόητο λοιπόν που εξακολουθούν να γυρίζονται ακόμη τέτοια χαμηλού επιπέδου και φτηνού χιούμορ σκουπίδια αλλά και τουλάχιστον θλιβερό που εφόσον γυρίζονται σημαίνει ότι εξακολουθούν να έχουν ζήτηση!
Βαθμολογία: 0
Aίθουσες: ΑΕΛΛΩ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΜΙΚΟ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER ΙΛΙΟΝ – VILLAGE ATHENS METRO MALL – VILLAGE MALL – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – CINEMAX – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ – ΤΡΙΑΝΟΝ – ΣΑΡΩΝΙΔΑ – ΤΥΜΒΟΣ ΜΑΡΑΘΩΝΑ – ΧΛΟΗ, ΚΗΦΙΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ STER – ΠΛΑΤΕΙΑ ODEON – VILLAGE

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

Ο γυαλάκιας και το ρολόι

Μετά από πάρα πολλά χρόνια απουσίας, το «Μωρέ, κουράγιο!» («Safety last»), μια από τις πιο υποτιμημένες και συγχρόνως μια από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες του βωβού κινηματογράφου, ξαναβγαίνει στα σινεμά – μια πανέξυπνη επιλογή γιατί κατά έναν περίεργο τρόπο η ταινία λόγω θέματος ηχεί επίκαιρη και σήμερα.
Γυρίστηκε το 1923, προσωπική υπόθεση του πρωταγωνιστή της Χάρολντ Λόιντ, του περίφημου Γυαλάκια με το ψάθινο καπέλο, ο οποίος δεν απέκτησε ποτέ φήμη ανάλογη του Μπάστερ Κίτον, του Τσάρλι Τσάπλιν ή των Χοντού – Λιγνού. Ο Λόιντ δεν υπογράφει τη σκηνοθεσία (Φρεντ Νιουμέγιερ και Σαμ Τέιλορ) αλλά υπήρξε η ψυχή και η σάρκα του φιλμ παίζοντας το αφελές χωριατόπαιδο που φεύγει για τη μεγαλούπολη με όνειρα και καταλήγει κλητήρας που αγωνίζεται να πληρώσει το νοίκι.
Σήμα κατατεθέν του «Μωρέ, κουράγιο!», η χαρακτηριστική σκηνή στο τεράστιο ρολόι που βρίσκεται στην κορυφή ενός ουρανοξύστη και από το οποίο ο Λόιντ κρεμιέται. Εκπληκτικό επίτευγμα για μια εποχή που τα ειδικά εφέ δεν ήταν ακριβώς ατού του κινηματογράφου. Οι δραματικές γωνίες λήψης κάνουν το ύψος να φαίνεται υπερβολικό αλλά οι λήψεις είναι οργανικές! (γυρίστηκαν με τη βοήθεια κασκαντέρ).
Βαθμολογία: 4
Αίθουσες: ΖΕΦΥΡΟΣ
Κλασικό αλλά υπερτιμημένο
Το «Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ» («Guess who’s coming to dinner», ΗΠΑ, 1967) είναι μια ταινία «δωματίου» του Στάνλεϊ Κρέιμερ, η οποία χωρίς να αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο κινηματογραφικά, έκανε τεράστια αίσθηση στην εποχή της λόγω θέματος: ήταν η πρώτη που τόλμησε να περάσει την άποψη ότι ένας γάμος ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικού χρώματος ήταν κάτι που θα μπορούσε να υλοποιηθεί αρκεί να υπήρχε η προϋπόθεση του αληθινού έρωτα.
Εδώ λοιπόν μια λευκή κοπέλα (Κάθριν Χόουτον) παντρεύεται έναν μαύρο γιατρό (Σίντνεϊ Πουατιέ) χωρίς να το έχει πει στους γονείς της. Όταν τους επισκέπτεται για να τους το πει εύλογα τους φέρνει σε τρομερή αμηχανία, από την οποία άλλωστε αντλείται το χιούμορ της κατά βάση ανάλαφρης αλλά σημαντικής αυτής ταινίας.
Μάλιστα, ο Γουίλιαμ Ρόουζ κέρδισε το Οσκαρ σεναρίου και η Κάθριν Χέπμπουρν το δεύτερο από τα τέσσερά της Οσκαρ στην κατηγορία Α’ γυναικείου ρόλου (παίζει τη μαμά της νύφης). Ο Σπένσερ Τρέισι στον ρόλο του αυστηρού μπαμπά που μαλακώνει (και κάνει εδώ την τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση).
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΦΙΛΟΘΕΗ