Εκανε μονοήμερο ταξίδι-αστραπή Νέα Υόρκη – Αθήνα για τον φίλο του, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Ο Χάρβεϊ Καϊτέλ. Αυτός ο θησαυρός του παγκόσμιου κινηματογράφου που με τον Τέο στο τιμόνι έζησε την πιο όμορφη και την πιο δύσκολη κινηματογραφική εμπειρία της ζωής του στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995). Στην εκδήλωση για τον Αγγελόπουλο στο Μέγαρο Μουσικής την περασμένη Δευτέρα ο Καϊτέλ δάκρυσε τρεις φορές διακόπτοντας την ομιλία του. Τον αποκάλεσε «δάσος» και υποκλίθηκε στην εικόνα του.
Φαντάσου. Ο Καϊτέλ δεν πήγε στις Κάννες για την προώθηση της τελευταίας ταινίας του «Ο έρωτας του φεγγαριού», όπου είναι απολαυστικός στον ρόλο ενός αρχηγού προσκόπων, αλλά ήρθε στην Ελλάδα για τον Αγγελόπουλο. Με την πολύτιμη βοήθεια του προέδρου του Μεγάρου Μουσικής κ. Ιωάννη Μάνο και κυρίως της συντρόφου του Αγγελόπουλου, Φοίβης, «Το Βήμα» κατάφερε να έρθει σε επαφή μαζί του στην Αίθουσα VIP του Μεγάρου Μουσικής. Ο όρος ήταν μια κουβέντα για τον Αγγελόπουλο και την Ελλάδα. Τίποτε άλλο.

Πριν από τη γνωριμία σας τον ξέρατε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο;
«Οχι».

Ο Μάρτιν Σκορσέζε γνώριζε τις ταινίες του Αγγελόπουλου και ενδεχομένως να είχε κουβεντιάσει μαζί σας γι’ αυτόν.
«Ισως να το είχα κουβεντιάσει με τον Μάρτι, ίσως να τον είχα ρωτήσει αν γνώριζε τον Τέο, ωστόσο δεν το θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήθελα να κάνω «Το βλέμμα του Οδυσσέα» βασισμένος στο ίδιο το σενάριο».

Θέλετε να μου περιγράψετε την πρώτη σας συνάντηση;
«Ο Τέο μου στέλνει το σενάριο του «Βλέμματος του Οδυσσέα», εγώ το διαβάζω και του λέω: «Ναι, θα ήθελα να κάνω την ταινία». Εκείνος όμως επέμενε να συναντηθούμε στη Νέα Υόρκη για να μου δείξει μια ταινία του. Του είπα ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν αναγκαίο. Επέμενε όμως και με τα πολλά συμφώνησα. Ηρθε λοιπόν στη Νέα Υόρκη, στη σοφίτα μου. Μαζί μας ήταν και η συνεταίρος που είχα εκείνη την περίοδο. Ο Τέο καθόταν δίπλα μου έτσι όπως κάθεστε εσείς τώρα, η οθόνη της τηλεόρασης ήταν εκεί απέναντι. Βάζει το «Τοπίο στην ομίχλη» στο βίντεο, κάθεται, το φιλμ αρχίζει. Και ενώ το παρακολουθώ καθισμένος στον καναπέ, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, να σου με παίρνει ο ύπνος. Κάποια στιγμή νιώθω έναν αγκώνα να με σκουντά. Ξυπνώ ξαφνιασμένος, η συνεταίρος μου να με κοιτάζει αμήχανη… Και ο Τέο δίπλα μου με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του να με κοιτάζει. Του λέω: «Τέο, σου είπα, θα κάνω την ταινία!». Και εκείνος εξακολουθούσε να χαμογελά. Αυτό ήταν».

Στα γυρίσματα της «Σκόνης του χρόνου» ο Γουίλεμ Νταφόε είπε ότι ένα από τα πράγματα που απόλαυσε παίζοντας σε ταινία του Αγγελόπουλου ήταν οι μεγάλες σε διάρκεια σκηνές διότι, κατά τη γνώμη του, ο ηθοποιός στις μεγάλες σκηνές μπορεί πραγματικά να παίξει, όπως στο θέατρο. Εσείς πώς θα περιγράφατε την προσωπική εμπειρία σας;
«Για μένα ο Τέο ήταν σαν τον Ομηρο. Το ταλέντο του ήταν τεράστιο. Και τόσο έντονο, τόσο βαθύ, τόσο ουσιαστικό. Ναι, του άρεσαν οι μεγάλες λήψεις και ήθελε μεγάλες σκηνές όταν έκανε το μοντάζ της ταινίας. Οταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα, με ρωτούσαν αν ήξερα το ανέκδοτο για τον Αγγελόπουλο. Δεν το ήξερα. Μου είπαν λοιπόν ότι σε μια ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου πηγαίνεις στο σινεμά, η σκηνή αρχίζει, βλέπεις, βλέπεις, σηκώνεσαι, πας και αγοράζεις ποπκορν και Coca-Cola, επιστρέφεις, κάθεσαι, αρχίζεις να τρως και η ίδια σκηνή είναι ακόμη εκεί. Νόμιζα ότι αστειεύονταν. Αλλά μετά έμαθα ότι αυτός ήταν ο Τέο Αγγελόπουλος, ένας από τους σπουδαιότερους κινηματογραφιστές που έζησαν ποτέ».

Τα γυρίσματα του «Βλέμματος του Οδυσσέα» ήταν όντως τα δυσκολότερα της καριέρας σας;
«Ηταν ένα σπουδαίο ταξίδι. Κάθε καθήκον που αξίζει τον κόπο έχει τις δυσκολίες του. Και σίγουρα «Το βλέμμα του Οδυσσέα» είχε τις δυσκολίες του, αλλά αυτό ήταν μέρος της ομορφιάς του ταξιδιού. Ενα ταξίδι στα Βαλκάνια και στη Μακεδονία, στην Αλβανία, στην Ελλάδα, στην Κροατία, σε κάθε μέρος που πήγαμε σε πολύ επικίνδυνους καιρούς. Ορισμένες φορές ζούσαμε κινδύνους αλλά είχαμε και πολύ ωραίες στιγμές. Κακουχίες, παγωνιά, σε μια πόλη έπρεπε να έχουμε τον νου μας στις νάρκες. Μας είπαν επίσης να προσέχουμε τους επαναστάτες. Είναι η σκηνή της ταινίας που λαμβάνει χώρα σε ένα θέατρο του οποίου η σκεπή είχε βομβαρδιστεί. Μου διαφεύγει το όνομα της πόλης. Είχε βομβαρδιστεί από τους Σέρβους».

Πώς μπορείς να γυρίσεις μια ταινία μέσα σε ναρκοπέδιο;
«Επειδή το θέλεις. Και επειδή η δημιουργικότητα του Τέο είναι γιγαντιαία. Και αυτό σε συναρπάζει από μόνο του: τo μέγεθος του ταλέντου του. Είπα νωρίτερα ότι μετά τον θάνατο του Τέο ο Ολυμπος δεν θα είναι πια ο ίδιος. Το εννοώ».

Ηταν επίσης μια έντονη πολιτική προσωπικότητα, μιλούσε για την ελληνική μυθολογία, για την ελληνική αλλά και την παγκόσμια πολιτική ιστορία. Νομίζετε ότι δουλεύοντας μαζί του σας ενέπνεε ανάλογες διαθέσεις;
«Οταν διαβάζεις Ομηρο έχεις ομηρικές διαθέσεις. Οταν παίζεις σε μια ταινία του Αγγελόπουλου έχεις αγγελοπουλικές διαθέσεις».

Μετά την εμπειρία σας με τον Αγγελόπουλο θελήσατε να παρακολουθήσετε άλλες ταινίες του;
«Περιέργως η παρακολούθηση των ταινιών του ήταν μέρος της ευχαρίστησης της δημιουργίας της δικής μας ταινίας. Ηταν μέρος της σκληρής δουλειάς, ήταν όλα μέρος αυτού του αγγελοπουλικού ταξιδιού που θα μου μείνει για πάντα αξέχαστο».

Στην εποχή του «Βλέμματος» θυμάμαι ότι το περιοδικό «Τime» είχε τοποθετήσει «Το βλέμμα του Οδυσσέα» στο Νο 2 της λίστας των καλύτερων ταινιών του 1995. Παρ’ όλα αυτά, έχεις την αίσθηση ότι το αμερικανικό κοινό δεν ξέρει όπως θα όφειλε το έργο του Αγγελόπουλου. Πώς το σχολιάζετε;
«Συμφωνώ μαζί σας. Ο αμερικανικός πολιτισμός είναι αυτός που είναι. Ενας σπουδαίος πολιτισμός, αλλά με μια αδύναμη πλευρά σε ό,τι αφορά τις τέχνες. Το αμερικανικό κοινό χρειάζεται περισσότερη παιδεία για να μπορέσει να εκτεθεί μπροστά στο μέγεθος και στην κλίμακα ενός ταλέντου όπως του Αγγελόπουλου. Η εμπορική βιομηχανία του κινηματογράφου είναι αυτή που είναι και κάποιοι από εμάς τους καλλιτέχνες δίνουμε τις μάχες μας για το διαφορετικό. Βεβαίως, σε όλους τους πολιτισμούς – τον δικό σας, τον δικό μας – θα βρούμε το τάδε γκρουπ ανθρώπων να πηγαίνει προς τη μία κατεύθυνση και το δείνα να πηγαίνει προς μια άλλη. Κάπως προσπαθείς να μείνεις στη μέση. Το Χόλιγουντ, για παράδειγμα, το χρειαζόμαστε. Συμφωνούμε με όλα όσα το Χόλιγουντ κάνει; Οχι. Κάνει όμως το Χόλιγουντ κάποια σπουδαία πράγματα; Ναι. Απλώς, πολιτιστικά μιλώντας, κάποιοι θέλουν να διαβάσουν ένα βιβλίο, εκτιμούν την ποίηση της ελπίδας, εκτιμούν τον ελληνικό πολιτισμό που γέννησε τον κόσμο και κάποιοι όχι».

Είναι αλήθεια ότι ο ελληνικός πολιτισμός σάς ενδιαφέρει. Δεν υπάρχει συνέντευξή σας που να έχω διαβάσει στην οποία να μην αναφέρεστε σε κάτι ελληνικό, από τον Ομηρο ως τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Πιστεύετε ότι η συνεργασία με τον Αγγελόπουλο σας βοήθησε να ανακαλύψετε λίγο παραπάνω την Ελλάδα που προφανώς αγαπάτε;
«Κατ’ αρχάς να πω ότι έχω διαβάσει αμέτρητα βιβλία για την ελληνική μυθολογία και τους αρχαίους ποιητές, αν και ορισμένες φορές δυσκολεύομαι να τοποθετήσω το σωστό όνομα δίπλα στο σωστό έργο. Μα σε όλον τον πλανήτη ο κόσμος δεν υποκλίνεται μπροστά στον ελληνικό πολιτισμό; Γιατί τον χρειαζόμαστε. Και νιώθω τεράστια θλίψη απέναντι στα όσα συμβαίνουν αυτή την εποχή στην Ελλάδα. Ο ελληνικός πολιτισμός, τον οποίο θαυμάζουμε όλοι τόσο πολύ, μας τρέφει, μας ωθεί να κάνουμε πράγματα, πράγματα βαθιά. Ο ελληνικός πολιτισμός μου έκανε τη χάρη να συμβάλω και εγώ σε μια τόσο σημαντική ταινία. Δεν έκανα εγώ σε κανέναν τη χάρη. Είναι μέρος της εκπαίδευσής μου. Η Στέλλα Αντλερ, η μεγάλη δασκάλα μου στην υποκριτική, μου είχε πει κάτι όταν ήμουν μικρός και άσημος ηθοποιός το οποίο έπαιξε τεράστιο ρόλο στην εξέλιξη της ζωής μου: «Η ανάλυση του κειμένου είναι η παιδεία του ηθοποιού». Αυτό ήταν πάντα ένα τρόπαιό μου, ένα από τα πράγματα που ως άνθρωπο με πάνε μπροστά».

Ο Πολωνοαμερικανός που άφησε το Χόλιγουντ για την Ευρώπη
Γέννημα θρέμμα της Νέας Υόρκης, ο πολωνοεβραϊκής καταγωγής Χάρβεϊ Καϊτέλ γεννήθηκε στις 13 Μαΐου 1939 και μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και στη λαϊκή φασαρία κακόφημων γειτονιών του Μπρούκλιν. Πέρασε από τους πεζοναύτες (λόγος για τον οποίο ο Φράνσις Κόπολα τον προσέλαβε για τον ρόλο του Γουίλαρντ στην «Αποκάλυψη τώρα!», αλλά μετά τον απέλυσε). Μετά πουλούσε παπούτσια και για οκτώ χρόνια έγινε στενογράφος σε δίκες. Και τότε κάτι άλλαξε. Ο Καϊτέλ αποφάσισε να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός και πήγε στο Actors Studio.
Ως επαγγελματίας ξεκίνησε στα τέλη του ’60, την ίδια εποχή που ξεκινούσε και ο Μάρτιν Σκορσέζε. Επαιξε στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Ποιος χτυπά την πόρτα μου;» (αφού απάντησε σε αγγελία του που ζητούσε πρωταγωνιστή) και «κόλλησε» με τον Σκορσέζε στις πιο ώριμες ταινίες του: «Κακόφημοι δρόμοι», «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ», «Ο ταξιτζής». Σιγά-σιγά όμως άρχισε να δημιουργείται ντόρος για το όνομα ενός άλλου ηθοποιού, του Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο οποίος στους «Κακόφημους δρόμους» κρατούσε δεύτερο ρόλο και στον «Ταξιτζή» τον πρώτο.
Χωρίς να πει αντίο στην Αμερική, ο Καϊτέλ αρχίζει να ψάχνει το «κάτι άλλο» στην Ευρώπη. Πολλές ταινίες, μικροί ή μεγάλοι ρόλοι, σε πολλές χώρες. Ταινίες που σήμερα ελάχιστοι θυμούνται και τότε λίγοι έβλεπαν. Αλλά και τι ταινίες! Ανάμεσά τους «Οι μονομάχοι», το ντεμπούτο του Ρίντλεϊ Σκοτ στον κινηματογράφο, η «Δύναμη της σάρκας» του Νίκολας Ρεγκ, η «Προμελετημένη δολοφονία», ένας προάγγελος των reality shows γυρισμένος το 1980 (!) στη Σκωτία από τον Μπερτράν Ταβερνιέ.
Θα περνούσαν αρκετά χρόνια ως τη δεκαετία του 1990 για μια νέα δημιουργική φάση στην καριέρα του Καϊτέλ από έναν σκηνοθέτη με τα μισά του χρόνια, τον Κουέντιν Ταραντίνο, ο οποίος μάλιστα τον έπεισε να χρηματοδοτήσει το «Reservoir dogs». Με την Τζέιν Κάμπιον στα «Μαθήματα πιάνου», τον Εϊμπελ Φεράρα στο «Bad Lieutenat» και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» ο Χάρβεϊ Καϊτέλ στα 90s υποδύθηκε τους πιο χυμώδεις, τους πιο ουσιαστικούς ρόλους της καριέρας του. Σύντομα θα τον δούμε στην ταινία «Ο έρωτας του φεγγαριού» του Γουές Αντερσον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ