Ο πιλότος του ιδιωτικού αεροσκάφους που θα μετέφερε τον Εμίρ Κουστουρίτσα στη Θεσσαλονίκη ενημέρωσε ότι θα υπήρχε καθυστέρηση στην άφιξή τους. Η αίθουσα «Νικηφόρος Βρεττάκος» στο Περίπτερο 13, στην 9η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη, όπου ο σέρβος σκηνοθέτης θα παρουσίαζε το πρώτο του βιβλίο, την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Κι εγώ πού είμαι σ’ αυτή την ιστορία;» (Πατάκης) – μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά – ήταν ήδη γεμάτη κόσμο και φωτορεπόρτερ.

Οι συγγραφείς Σώτη Τριανταφύλλου και Νίκος Παναγιωτόπουλος, καθισμένοι στις θέσεις τους, συνομιλούσαν για το βιβλίο του Κουστουρίτσα, σαν γκρουπάκι που ζεσταίνει το ακροατήριο πριν από την εμφάνιση του σταρ. Το αγαπημένο παιδί των Καννών έφτασε στην έκθεση 25 λεπτά αργότερα. Εκανε δηλώσεις σε σερβικό κανάλι, έδωσε στους φωτογράφους που συνωστίζονταν γύρω του τον χρόνο να κάνουν τη δουλειά τους, εισήλθε στην αίθουσα και για την επόμενη μία ώρα απαντούσε στις ερωτήσεις των ελλήνων συγγραφέων και του κοινού.

«Οποιος δηλώνει σήμερα Γιουγκοσλάβος μοιάζει σαν να χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο», «Πρέπει να προδώσεις την πραγματικότητα για να κάνεις μια καλή ταινία ή ένα καλό βιβλίο», «Δεν πιστεύω στη Δημοκρατία», «Πήρατε χρήματα από την Ευρώπη και αυτό φαίνεται στην Ελλάδα» ήταν φράσεις που ακούστηκαν από τα χείλη του σέρβου δημιουργού, ο οποίος μίλησε για το «Underground» και την κριτική, για το «Αrizona Dream» και το άνοιγμα στη Δύση, για τις Κάννες και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, για τους επικριτές του, για την Ελλάδα, την τεχνολογία, την οικονομία και τη δημοκρατία.

Η εθνική ταυτότητα, οι κινηματογραφικές καταβολές και η κριτική

Ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς δηλώνει Γιουγκοσλάβος, εσείς τι δηλώνετε; ρώτησε η Σώτη Τριανταφύλλου ανοίγοντας τη συζήτηση. «Η περίπτωσή μου, η ζωή μου, είναι πιο περίπλοκη από του Γκόραν Μπρέγκοβιτς και ρέει σε πολλές κατευθύνσεις», απάντησε ο Κουστουρίτσα, εξηγώντας ότι «Όταν εξαφανίστηκε η Γιουγκοσλαβία αναζήτησα τις ρίζες της εθνικότητας και της ταυτότητάς μου και τις βρήκα κατανοώντας την ιστορία και το οικογενειακό μου δέντρο. Έχω καταγωγή σερβική και ορθόδοξη. Δεν μεταστράφηκα στον χριστιανισμό, όπως αναφέρεται. Απλώς ήθελα να βαπτιστώ σε κάποια δύσκολη στιγμή της ζωής μου» και κατέληξε: «Αφήστε τον Μπρέγκοβιτς να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο και να ταυτίζεται με τα κτίρια και τα αμάξια».

«Δεν ξεπήδησα από το μηδέν», είπε αναφερόμενος για τις καλλιτεχνικές επιρροές του. «Το ίχνος των βουνών της Βοσνίας βρίσκεται στα μισά του δρόμου μεταξύ των Ουραλίων και του Ρίμινι. Η γλώσσα των ταινιών μου προσπαθεί να συνδέσει τη γλώσσα του Ταρκόφσκι με τη γλώσσα του Φελίνι». Τρεις φορές πήγε να δει το «Amarcord» του ιταλού σκηνοθέτη, γράφει στο βιβλίο του, και τρεις φορές κοιμήθηκε στον κινηματογράφο, προτού τελικά καταφέρει να δει την ταινία η οποία αποτέλεσε πηγή των εκφραστικών του μέσων και τον έκανε να δει «τι έρχεται στον κινηματογράφο από τον έρωτα, την ιδεολογία, την πολιτική, τη θρησκεία».

Εξήγησε πόσο τον είχε προβληματίσει το «Arizona Dream», η ταινία που «άνοιξε όλες τις δυτικές πύλες για μένα». Αναρωτιόταν: «Ήταν έργο δικό μου ή ήμουν ο εκφραστής ξένων ιδεών; Εκείνη ήταν η εποχή που διεκδίκησα το δικό μου προφίλ».

Αναφέρθηκε στην επιθετική κριτική του Αλέν Φιλκενκρότ στη «Le Monde» για το «Undergound», που τον χαρακτήριζε «φανταχτερό εικονογράφο» και την ταινία σερβική προπαγάνδα. «Δεν είχε καν δει την ταινία όταν έγραφε την κριτική. Τρεις μήνες αργότερα στη «Liberation», αφότου είχε δει την ταινία, επανέλαβε τις ίδιες απόψεις. Πάντως, πριν από λίγα χρόνια, όταν οι Γάλλοι μού απένειμαν τον τίτλο του αξιωματικού της Λεγεώνας των Γραμμάτων, ο γάλλος υπουργός Πολιτισμού ζήτησε συγγνώμη για εκείνη την κριτική. Έτσι είναι οι Γάλλοι, κρίνουν μεν, απολογούνται δε».

Για την ίδια ταινία τού επιτέθηκε και ο γάλλος φιλόσοφος Μπερνάρ Ανρί Λεβί, αλλά περισσότερο τον ενόχλησε, είπε το μίσος του Σλοβένου στοχαστή Σλάβοϊ Ζίζεκ. «Όταν μου επιτέθηκε ο Ζίζεκ νόμισα ότι έκανα λάθος πραγματικά. Οι Σλοβένοι έχουν μεγάλη παράδοση, γι’ αυτό με συγκίνησε η οργή του και ο θόρυβος που προκάλεσε. Άνθρωποι όπως ο Ζίζεκ μπορεί να είναι επικίνδυνοι για τη ζωή ανθρώπων όπως εγώ».

«Έναν σκηνοθέτη του δικού σας διαμετρήματος τον ενδιαφέρει η κριτική; Who gives a damn?» ρώτησε με κάποια πρόκληση η Σώτη Τριανταφύλλου τον σέρβο δημιουργό. «Κάνω τέχνη για το κοινό», απάντησε εκείνος έπειτα από παύση ολίγων δευτερολέπτων, «η κριτική δεν μπορεί να με αφήνει αδιάφορο γιατί η τέχνη μου συνδέεται με τη δημόσια ζωή» κατέληξε και το κοινό τον επιβεβαίωσε χειροκροτώντας θερμά. Ήταν μία από τις στιγμές έντασης της βραδιάς.

Οι Κάννες, ο Φοίνικας και ο Αγγελόπουλος

Μια άλλη περίεργη στιγμή ήταν όταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ζήτησε τη γνώμη του για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Στο βιβλίο του ο σέρβος σκηνοθέτης αφηγείται ένα καθόλου κολακευτικό επεισόδιο με τον Αγγελόπουλο στις Κάννες το 1995, όταν του πήρε τον Χρυσό Φοίνικα μέσα από τα χέρια. «Τεό, σου δανείζω τον Φοίνικα αν θέλεις να κάνεις μια δυο στροφές γύρω από το μέγαρο, με τον όρο όμως να μου επιστρέψεις αμέσως μετά το παιχνιδάκι μου», φαίνεται να περιπαίζει ο Σέρβος τον Έλληνα.

«Μετά τον θάνατό του τον αποκαλέσατε μεγάλο κομμάτι του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αλλάξατε γνώμη γι’ αυτόν στο μεταξύ;» ρώτησε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. «Εκτιμούσα πάντα το έργο του, από φοιτητής, το έλεγα και παλιά. Το «Τοπίο στην ομίχλη» ήταν από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες. Άλλο όμως το έργο και άλλο η ζωή. Η συμπεριφορά όλων των καλλιτεχνών έξω από τη δουλειά μας δεν συνάδει με αυτά που δείχνουμε με τη δουλειά μας» απάντησε ο Εμίρ Κουστουρίτσα. «Ποιος θα το έλεγε ότι ο δημιουργός του «Ντόλλυ Μπελ» θα υποστήριζε τον Μιλόσεβιτς; Και όμως το είχα κάνει. Η ζωή και το έργο μας διαφέρουν, και έχουμε παράξενες ζωές και συμπεριφορές οι καλλιτέχνες», κατέληξε λαμβάνοντας νέο χειροκρότημα.

Ο Τίτο, το όνομα «Μακεδονία» και οι αντιδράσεις

«Ο Τίτο ήταν περίπλοκη προσωπικότητα. Δημιούργησε τεράστια πλεονάσματα στην οικονομία, πράγμα εντυπωσιακό. Ήταν ο καλύτερος μαθητής του Ψυχρού Πολέμου. Αντιθέτως, ο Μιλόσεβιτς δεν τον κατάλαβε ποτέ» σχολίασε για τον πρώην ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας.

«Ποια είναι η θέση σας στο ζήτημα της ονομασίας της Μακεδονίας»; επιχείρησε την ερώτηση η Σώτη Τριανταφύλλου, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στο ακροατήριο της Θεσσαλονίκης, που ζήτησε να μην αποκαλεί την πΓΔΜ με το όνομα «Macedonia». «Πώς να την πω, FYROM;» ρώτησε η ελληνίδα συγγραφέας. «Μάθε να το λες», ακούστηκε μια φωνή. Ο Κουστουρίτσα αποδείχτηκε πιο προσεκτικός. «Δεν ξέρω, δεν είμαι ειδικός, είμαι της γενικής ιατρικής», είπε ελαφραίνοντας με χιούμορ την τεταμένη ατμόσφαιρα.

Ο βραβευμένος σκηνοθέτης φαινόταν να έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Μόλις αντιλήφθηκε ότι τα ακουστικά για τη μετάφραση από τα σερβικά δεν επαρκούσαν για όλους τους ακροατές, πρότεινε η συζήτηση να γίνει στα αγγλικά. Όταν λίγο αργότερα διαπίστωσε ότι και τα αγγλικά χρειάζονταν μετάφραση, ζήτησε από τη διερμηνέα να βγει από τον θάλαμο και να μεταφράζει από το μικρόφωνό του για όλο το ακροατήριο. Της έδειξε πού να καθήσει. Διευθέτησε αυτά τα πρακτικά ζητήματα με ένα νεύμα, δυο κουβέντες, μια κίνηση του χεριού, αθόρυβα, γρήγορα, αποτελεσματικά. Αποκόμιζε κανείς μια αόριστη αίσθηση του σκηνοθέτη εν δράσει, που, παρά τη μεταφραστική Βαβέλ, το κοινό – ένα φανατικό κοινό του Κουστουρίτσα, όπως φαινόταν από τα υποψιασμένα σχόλια για τις ταινίες του που ψιθύριζαν ο ένας στον άλλον – φαινόταν να απολαμβάνει.

Η μητέρα του θαύμαζε τους «αληθινούς άντρες με πεποιθήσεις», γράφει στο βιβλίο του, και γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι ο Εμίρ της είναι ένας άνδρας με πεποιθήσεις. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνείς με τις πεποιθήσεις του ή όχι, δεν μπορείς να μη θαυμάσεις την παρρησία του να τις υποστηρίζει. Ό,τι στη νεαρή ηλικία του έμοιαζε εκκεντρικότητα και πρόκληση, στα ώριμα χρόνια του μπορεί να ερμηνευθεί ως κατακτημένη σταθερότητα. Δείχνει σίγουρος για τον εαυτό του, χωρίς προσωπικές και καλλιτεχνικές ανασφάλειες. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες στιγμές σου δίνει την αίσθηση ότι πατάς σε λεπτό πάγο. «Αυτό να το πάρω τώρα ως προσβολή;» αποκρίθηκε στον Νίκο Παναγιωτόπουλο που τον ρώτησε αν παίζει στ’ αλήθεια κιθάρα στη ροκ μπάντα No Smoking Orchestra. «Δεν είμαι επιθετικός» σχολίασε για τον εαυτό του «μάλλον θα έλεγα ότι εκφράζομαι έντονα».

Ο καπιταλισμός, η Ευρώπη, η Ελλάδα και η Δημοκρατία

«Ήρθε το τέλος του καπιταλισμού;» ρωτήθηκε όταν οι ερωτήσεις πέρασαν από τη ζωή και την τέχνη στην πολιτική και την οικονομία. «Τhis is the end, my friend (ήρθε το τέλος, φίλε μου)», απάντησε με έμφαση. «Μπορούμε να αλλάξουμε τη διάθεση του κόσμου, αλλά όχι τον κόσμο» ήταν η απάντηση σε άλλη ερώτηση.

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι φίλη μας ή εχθρός μας;» ερωτήθηκε με αφορμή την ελληνική κατάσταση. «Αγκαλιάσατε με ζέση την Ευρώπη και τα χρήματά της και αυτό φαίνεται», απάντησε ο Κουστουρίτσα. «Εχετε αεροδρόμια που δεν υπάρχουν ούτε στην Καλιφόρνια, κέντρα συμφωνικής μουσικής που δεν υπάρχουν ούτε στη Γαλλία, όταν σας έδωσαν τα λεφτά, τα πήρατε και είναι φανερό ότι έπεσαν χρήματα στην Ελλάδα». Απέφυγε να μιλήσει για μνημόνια, μέτρα και λιτότητα.

Με έναν διπλωματικό ελιγμό κατέληξε ότι «Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα λέει πολλά για το τι θα ακολουθήσει σε πλανητικό επίπεδο. Βλέπω σήμερα έναν οικονομικό φασισμό. Ο δικηγόρος μου στο Παρίσι, όταν μιλώ μαζί του για κάποια ταινία αναφέρεται στην αγορά σαν να είναι πρόσωπο: «Αυτό θα αρέσει στην αγορά, για εκείνο δεν συμφωνεί η αγορά». Ζούμε σε μια δύσκολη εποχή στην Ιστορία. Όπως το χάρτινο χρήμα επινοήθηκε στην Αναγέννηση, έτσι τώρα πρέπει να βρεθεί τρόπος το χρήμα να εξαφανιστεί». Έχουν δύναμη οι άνθρωποι; «Όλο και λιγότερο», αποκρίθηκε.

Στο Ντρβένγκραντ όπου κατοικεί, την πόλη που δημιούργησε για να τιμήσει τον Ίβο Άντρις, ο δήμαρχος επιλέγει τους δημότες του. Γιατί; ρωτήθηκε ο Εμίρ Κουστουρίτσα. «Είναι επειδή δεν πιστεύω στη Δημοκρατία και η Δημοκρατία δεν πιστεύει σε μένα» απάντησε αστειευόμενος. Το κοινό χειροκροτά. «Η Δημοκρατία δεν υπάρχει καν πλέον», συνέχισε σοβαρεύοντας, «διότι δεν αρκεί για τις νέες παγκόσμιες ανατροπές».

Το βιβλίο αυτού του χαρισματικού και αμφιλεγόμενου δημιουργού αφηγείται προσωπικές ιστορίες, εκφράζει απόψεις που προκαλούν και περιλαμβάνει ανεκδοτολογικά επεισόδια που μοιάζει να έχουν βγει από ταινίες του. «Εγραφα το βιβλίο επί 14 χρόνια. Είχα την ανάγκη να ανασυνθέσω την περίοδο της νεότητάς μου και να καταγράψω τις περιπέτειες της ζωής μου αναμειγνύοντας τη φαντασία με την πραγματικότητα. Στο τέλος όμως όλα γίνονται φαντασία. Αν θέλει κάποιος να κάνει ένα καλό βιβλίο ή μια καλή ταινία πρέπει να προδώσει την πραγματικότητα».

Το βιβλίο εδραιώνεται σε μια φανταστική πραγματικότητα η οποία σταματά το 1995. «Μου φάνηκε ότι το 1995, με το τέλος του πολέμου στα Βαλκάνια, έκλεισε ένα κεφάλαιο. Είχα καταλάβει ότι είχε γίνει μια μεγάλη μάχη και ότι η ζωή είναι μεγάλη μάχη. Η προσωπική μου μάχη ξεκίνησε το 1981, όταν κέρδισα στις Κάννες και οι »Times» έγραφαν ότι «Ο Κανένας από το πουθενά νίκησε στις Κάννες»».