Τα τελευταία χρόνια οι άντρες, όταν θέλουν να ντυθούν καλά, προτιμούν κοστούμια που μοιάζουν με εκείνα της δεκαετίας του ’60. Ξαφνικά συλλέγουμε δίσκους βινυλίου, οδηγούμε μηχανές και αυτοκίνητα που μοιάζουν με τους προγόνους τους από το ’60 και ακούμε μουσική που θυμίζει παλιές δεκαετίες.
Οι εικόνες που μας φαίνονται ελκυστικές είναι αυτές του Instagram, της εφαρμογής των έξυπνων τηλεφώνων που κάνει τις φωτογραφίες να μοιάζουν σαν να έχουν τραβηχτεί πριν από 40 χρόνια με μια Polaroid. Τρώμε cupcakes όπως παραδοσιακά κάνουν οι Αμερικανοί και επισκεπτόμαστε τα μπαρμπέρικα για ξύρισμα και κούρεμα, όπως οι παππούδες μας. Φαίνεται ότι η εποχή μας πάει να μοιάσει με το μέλλον που εικονογράφησε ο Τέρι Γκίλιαμ το 1985 στο «Brazil». Εχουμε υψηλή τεχνολογία και ρετρό αισθητική.
Το πιο εντυπωσιακό καλλιτεχνικό έργο της χρονιάς ήταν το «Clock» του Κρίστιαν Μάρκλεϊ. Είναι μια 24ωρη ταινία που δείχνει την τοπική ώρα μοντάροντας μαζί καρέ από ταινίες όπου καταγράφεται το πέρασμα του χρόνου. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ακριβές παράδειγμα της θέσης του κριτικού τέχνης Νικολά Μπουριό, ο οποίος στο βιβλίο του «Postproduction» (2001) είχε περιγράψει έναν νέο τρόπο παραγωγής τέχνης που συμπεριφερόταν στα υλικά του με τον ίδιο τρόπο που ένας dj φτιάχνει μουσική και οι γυναίκες επιλέγουν να φορέσουν ρούχα από διαφορετικές δεκαετίες.
Το ρετρό διαλέγει τα αντικείμενά του από τις περιόδους που οι ζωντανοί άνθρωποι μπορούν να θυμηθούν – άρα δεν εκτείνεται στα χρόνια πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση για τη δεκαετία του 1960 επειδή είναι η κατ’ εξοχήν μοντερνιστική δεκαετία, η αρχή του μοντέρνου κόσμου, διαλέγει όμως τα καλύτερα και από τις υπόλοιπες.
Αυτός ο εκλεκτικισμός, που έχει φθάσει πλέον στο mainstream, ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στις κοινότητες των νέων που αποκαλούνται χίπστερ. Ο δρ Μαρκ Γκράιφ έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Τι ήταν ο χίπστερ; Μια κοινωνιολογική διερεύνηση», στο οποίο αναλύει το φαινόμενο αυτής της υποκουλτούρας με τους όρους που εισήγαγε ο Πιερ Μπουρντιέ.
Απόφοιτος του Χάρβαρντ και της Οξφόρδης, με διδακτορικό από το Γέιλ, είναι τώρα καθηγητής πανεπιστημίου στο προοδευτικό New School της Νέας Υόρκης. Ταυτόχρονα εκδίδει μαζί με συναδέλφους του ένα πολιτικό-λογοτεχνικό περιοδικό, το «n+1», κερδίζοντας αναγνώστες όπως ο συγγραφέας Τζόναθαν Φράνζεν. Τον αναζήτησα για να τον ρωτήσω πώς η εμμονή με το παρελθόν συνδέεται με την κουλτούρα των χίπστερ, η οποία ξεκίνησε από τις φθηνές περιοχές της Νέας Υόρκης.

Ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό των χίπστερ;
«Η κουλτούρα των χίπστερ βασίζεται στις πολύ γρήγορες αλλαγές της μόδας που προσδίδουν διάκριση. Ανακαλύπτεις ένα νέο συγκρότημα, έναν κωμικό, έναν σκηνοθέτη, φοράς ένα νέο παπούτσι, προτού το ανακαλύψουν ή το φορέσουν οι άλλοι, με στόχο να αποδείξεις μια εσωτερική ανωτερότητα αισθητικής και συνείδησης».

Και γιατί άρχισαν να επιλέγουν παλιά αντικείμενα;
«Η επιτάχυνση αυτής της διάκρισης στη χίπστερ κουλτούρα συνδύασε τους πιο τοπικούς και ταυτόχρονα τους πιο διεθνείς τρόπους πληροφόρησης και συναγωνισμού. Μπορούσες να είσαι μπροστά παρατηρώντας τι φορούσαν οι ανταγωνιστές σου στους μικρούς θυλάκους των γειτονιών που είχαν διαμορφωθεί στις παγκόσμιες μητροπόλεις (Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Βερολίνο), αλλά ταυτόχρονα μπορούσες να βλέπεις στις ιστοσελίδες με φωτογραφίες τι έκαναν άλλοι άνθρωποι σε μακρινά μέρη. Ετσι κι αλλιώς δεν δημιουργούνται αρκετά νέα πράγματα σε τόσο μεγάλη ποσότητα. Αν χρειάζεσαι ένα εκτενές αρχείο με πιθανές «κινήσεις», θα πρέπει να αποκτήσεις τη μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση στο παρελθόν. Επίσης, τα παλιά πράγματα είναι πιο φθηνά και μέσω του Internet και του ebay μπορούσες να τα αποκτήσεις πιο εύκολα απ’ ό,τι παλαιότερα. Επομένως, μπορείς να πεις ότι το πλήρες άνοιγμα του αρχείου των στυλ του παρελθόντος έχει πολύ να κάνει με τον «χιπστερισμό». Αντιθέτως, «προϊόντα» που αποτελούν ιστορική μίμηση, όπως είναι η τηλεοπτική σειρά «Mad men», και αναπλάθουν με λεπτομέρεια μια εποχή δεν μου φαίνονται ως κάτι καινούργιο. Συμβαίνει εδώ και δεκαετίες και έχει σχέση με τον φετιχισμό του παρελθόντος ο οποίος ενυπάρχει στην κινηματογραφία».

Με ποιον τρόπο η μανία του ρετρό πέρασε από αυτή την υποκουλτούρα στο mainstream;
«Αυτή τη στιγμή είναι διαθέσιμη σε ολοένα περισσότερους – μέσω των ιστοσελίδων δημοπρασιών και χάρη στην ευκολία αναζήτησης στο web – μια πληθώρα εκλεκτικών ιστορικών στοιχείων. Ετσι, είναι πλέον δυνατόν να συλλέγεις ιδιαίτερα μουσικά είδη (σερφ του ’60, μπλουζ του ’20) ή συγκεκριμένα αντικείμενα (παλιές φωτογραφικές μηχανές) που μιλάνε στην ψυχή σου. Είναι δυνατόν να συγκεντρώσεις μια τεράστια συλλογή από αυτά που σε ενδιαφέρουν, χωρίς να υπολογίζω και τη μεγάλη κοινή γνώση που δημιουργείται. Αυτό μού φαίνεται υπέροχο».

Εχει σχέση αυτός ο εκλεκτικισμός με τον μεταμοντερνισμό;
«Η επιφανειακή χρήση των ιστορικών σημειολογικών δεικτών ξεριζωμένων από το ιστορικό πεδίο τους ήταν στην πραγματικότητα ο ορισμός του μεταμοντερνιστικού στυλ, όπως γεννήθηκε στην αρχιτεκτονική και στη συνέχεια σε άλλες τέχνες στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Η κενή μίμηση, οι ιστορικές αναφορές χωρίς αναφερόμενο, τα άχρηστα στολίδια πάνω στην ίδια τη μοντερνιστική αρχιτεκτονική που τα είχε απορρίψει: αυτά ήταν τα προαπαιτούμενα του μεταμοντερνισμού ως κινήματος έκφρασης. Αλλά κλείνει πλέον 40 χρόνια. Η καινοτομία της εποχής μας φαίνεται ότι είναι ο τρόπος με τον οποίο η ψηφιακή κουλτούρα έχει ανοίξει και επιταχύνει την πρόσβαση σε όλα αυτά τα δεδομένα. Ο πυρήνας όμως δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει δραστικά».

Μήπως ο κύκλος της ποπ παραγωγής είναι πλέον τόσο γρήγορος ώστε να μην μπορεί να δημιουργεί γέφυρες (και επομένως υποκουλτούρες) με ένα συγκεκριμένο ακροατήριο;
«Δεν νομίζω. Αν κοιτάξεις την «επίσημη» κουλτούρα, μπορεί να σου φανεί φρενήρης. Αλλά αυτή είναι απλώς μια δίνη την οποία δημιουργούν όσοι, για εμπορικούς ή προσωπικούς λόγους ανταγωνισμού, υποχρεούνται να επιταχύνουν τη ροή των πραγμάτων. Και ανταμείβονται γι’ αυτό. Αν όμως στρέψεις την προσοχή σου στις άκρες του mainstream, θα δεις ότι εκεί υπάρχουν θύλακοι και μέρη όπου τα πράγματα εξελίσσονται πιο αργά, όπου οι άνθρωποι συνεχίζουν να σκέφτονται, να ακούν, να μελετούν, ακόμη και να παράγουν ποπ κουλτούρα σε βάθος. Η υποκουλτούρα δεν είναι καθόλου νεκρή. Απλώς, ο καπιταλισμός έχει μάθει όλα τα ύφη, τα στυλ, τα σύμβολα και τα κόλπα για να φτιάχνει πράγματα που… μοιάζουν με υποκουλτούρες. Οι αυθεντικές όμως είναι ελαφρώς εκτός της πεπατημένης, μακριά από το κέντρο της πόλης, εκεί όπου τα νοίκια είναι φθηνότερα».
Κακός χίπστερ είναι ο «φιλελεύθερος» χίπστερ
Ποιοι είναι αυτοί που δημιουργούν ή καταναλώνουν το ρετρό; Ποια είναι, για παράδειγμα, η κοινωνική τους θέση;
«Αυτός ο ειρωνικός φετιχισμός των παλιών αντικειμένων», απαντά ο δρ Μαρκ Γκράιφ, «αυτός ο ειρωνικός εκλεκτικισμός – «φοράς» ένα στυλ ή ακούς μια συγκεκριμένη μουσική όχι επειδή μιλάει στην καρδιά σου, αλλά γιατί ξέρεις ότι θα σε πάει ένα βήμα πιο μπροστά από τον γείτονά σου, έστω για μια εβδομάδα – νομίζω ότι ανήκει σε μια συγκεκριμένη τάξη, που ορίζεται από τον συνδυασμό δύο χαρακτηριστικών. Αρκετά λεφτά για να αλλάζεις τα γούστα και τα σύμβολά σου πολύ γρήγορα (επομένως άνθρωποι πλούσιοι ή, έστω, της ανώτερης μεσαίας τάξης) και αρκετή γνώση ώστε να μπορείς να αλλάζεις γρήγορα τη θέση σου μέσα σε αυτές τις περίπλοκες κατηγοριοποιήσεις των αντικειμένων, των καλλιτεχνών και των αναφορών τους. Κατά μία έννοια, ο καθένας μπορεί να το κάνει αυτό. Αλλά στην Αμερική είναι ένα προσόν που διδάσκεται στο πανεπιστήμιο, στα μαθήματα που απαρτίζουν αυτό που αποκαλούμε «ελευθέριες τέχνες». Οπότε δεν είναι τυχαίο ότι εκείνοι που είναι καλύτεροι σε αυτό το είδος εκλεκτικισμού προέρχονται είτε από πλούσιες οικογένειες είτε από μεσοαστικό background με πανεπιστημιακή μόρφωση. Επειδή μεσούσης της οικονομικής κρίσης ο μέσος απόφοιτος είτε είναι άνεργος είτε υποαπασχολείται, αποζημιώνει τον εαυτό του με την ανωτερότητα του προωθημένου, εκλεκτικού γούστου».

Δεν σχετίζεται, δηλαδή, με μια προσωπική αναζήτηση του αυθεντικού; Αν εγώ ακούω ποστ-πανκ, δεν είναι αυτός ένας τρόπος να συνδεθώ με την ιδεολογία και τα συναισθήματα που συσχετίζουμε με τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο;
«Ναι, νομίζω ότι μπορεί να είναι έτσι. Πρέπει να γίνεται μια ισχυρή διάκριση μεταξύ τού να βρίσκεις κάτι που αγαπάς από το παρελθόν και τού να σκέφτεσαι το παρελθόν ως ένα είδος παρόντος, περιμένοντας και το μέλλον να είναι κάπως έτσι. Η άποψη ότι το παρελθόν είναι το παρόν, απλώς με διαφορετικούς κανόνες, είναι καταστροφική και επικίνδυνη. Με αυτή την έννοια, η κακή εκδοχή του χίπστερ – ένα άτομο για το οποίο τα πάντα είναι προς αγορά και τα ιδιωτικά αγαθά τον φέρνουν ένα βήμα πιο μπροστά από τους άλλους – είναι μια ψευδής υποκουλτούρα κατασκευασμένη από τον φιλελευθερισμό. Αλλά μερικές φορές, σε μια εποχή όπως η σημερινή, δεν υπάρχει κάτι πιο βαθύ, που να δημιουργήσει αληθινή σύνδεση, ίσως ακόμη και μια φιλοσοφική-πολιτική άποψη, από το να βρεις μια παρελθούσα εποχή στην οποία πιστεύεις επειδή θαυμάζεις τις αξίες της. Αυτή είναι η περίπτωση του νέου που βρίσκει τον εαυτό του στην ποστ-πανκ εποχή, στον χιπισμό ή στους μπίτνικ. Ολες οι ιστορικές υποκουλτούρες επιθυμούσαν να αποσχιστούν από τη σύγχρονή τους κουλτούρα επειδή αυτή ήταν πολύ περιοριστική, μικρόμυαλη και τυφλή. Μερικές φορές ο πιο εύκολος τρόπος να αποσχιστείς από όλα αυτά είναι να αρχίσεις με μια από αυτές τις στιγμές του παρελθόντος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ