Κινδυνεύουμε άραγε με πολιτιστική απομόνωση; Η σφοδρή οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας έχει φθάσει σε σημείο να απειλεί ακόμη και αυτή καθαυτή την ύπαρξη των επιχορηγούμενων οργανισμών, οι οποίοι αποτελούν τόσο τους βασικούς πυλώνες της εγχώριας πολιτιστικής ζωής όσο και τους κύριους διαύλους επικοινωνίας μας με το εξωτερικό; Σε μια Ευρώπη όπου οι λέξεις «λουκέτο» και «συγχώνευση» δεν είναι πλέον ταμπού – ακόμη και όταν πρόκειται για υπουργεία Πολιτισμού -, πώς βιώνουν οι δικοί μας θεσμοί το δύσκολο παρόν και τι σκέπτονται για το μέλλον;
Η εφετινή οικονομική αβεβαιότητα για το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, με αποτέλεσμα τις γνωστές δυσχέρειες στην κατάρτιση του προγράμματος, αλλά και τις ακυρώσεις ορισμένων μετακλήσεων οι οποίες είχαν προαγγελθεί (π.χ. Berliner Ensemble, Βασιλικό Δραματικό Θέατρο Στοκχόλμης), προκάλεσε φήμες και σχόλια. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί και αφορμή προκειμένου να τεθούν τα παραπάνω ερωτήματα συνολικότερα και να αναζητηθούν απαντήσεις.
Η σταχυολόγηση των απόψεων που καταθέτουν στο «Βήμα» οι καλλιτεχνικοί διευθυντές των κορυφαίων πολιτιστικών οργανισμών της χώρας καταλήγει σε ορισμένες βασικές διαπιστώσεις: δραματικές περικοπές επιχορηγήσεων και μάλιστα με «άτακτο» συχνά τρόπο, γεγονός που επηρεάζει την ίδια τη λειτουργία τους, αλλαγή των σχέσεων με το εξωτερικό και ορατή απειλή απομόνωσης, υπαρξιακή αγωνία για το μέλλον. Ωστόσο, η αισιόδοξη «νότα» δεν λείπει και έχει να κάνει με τη στήριξη του κοινού η οποία εξακολουθεί να εκφράζεται με δυναμισμό.

Ελλειψη αξιοπιστίας

Στις αλλεπάλληλες περικοπές της επιχορήγησης του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου τα τελευταία χρόνια έχει αναφερθεί επανειλημμένως ο πρόεδρος και καλλιτεχνικός διευθυντής της διοργάνωσης Γιώργος Λούκος. «Το 2009 ο τακτικός προϋπολογισμός ήταν 5 εκατ. ευρώ, την επόμενη χρονιά έπεσε στα 4 εκατ. και το 2011 στα 3 εκατ., από τα οποία το 1,5 εκατ. τελικά δεν το πήρα. Τώρα που μιλάμε, μου έχουν υποσχεθεί ότι τις επόμενες ημέρες θα μου δώσουν 500.000 ευρώ» λέει.
Αντίστοιχη κατάσταση αντιμετώπισε και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών η οποία, σύμφωνα με τον καλλιτεχνικό της διευθυντή, αρχιμουσικό Βασίλη Χριστόπουλο, βιώνει τη σημερινή κατάσταση πρωτίστως ως κρίση αξιοπιστίας και φερεγγυότητας. «Για το 2011» δηλώνει «μας είχε ανακοινωθεί κρατική επιχορήγηση μειωμένη κατά 50% σε σχέση με το 2009. Τελικά όμως λάβαμε το 49% του προβλεπόμενου ποσού, δηλαδή το μισό του μισού! Εν τω μεταξύ φυσικά είχαμε υπογράψει συμβάσεις και αναλάβει υποχρεώσεις με δεδομένα τα οποία αναιρέθηκαν αναδρομικά. Αίφνης δημιουργήθηκαν χρέη σε έναν οργανισμό που ήταν ανέκαθεν υγιής οικονομικά».
Ο κ. Χριστόπουλος χαρακτηρίζει τις συνέπειες της κρίσης δραματικές για την ΚΟΑ. «Παρά τη θέλησή μας, εμφανιζόμαστε αφερέγγυοι, η δημόσια εικόνα μας πλήττεται. Συνεργάτες μάς εγκαταλείπουν, καλλιτέχνες μάς απορρίπτουν. Λόγω, δε, της απόλυτης αβεβαιότητας που επικρατεί, αδυνατούμε να καταρτίσουμε εγκαίρως καλλιτεχνικό προγραμματισμό».
Περικοπές κατά 30% – 50% εξάλλου γνώρισαν την τελευταία τριετία και το Εθνικό Θέατρο, η Εθνική Λυρική Σκηνή, αλλά και η Εθνική Πινακοθήκη. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ, αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης, δηλώνει πως ο ίδιος και οι συνεργάτες του κλήθηκαν να βρουν λύσεις ώστε να διασφαλιστεί όχι μόνο η επιβίωση, αλλά και η ομαλή λειτουργία του οργανισμού.
«Λόγω της περικοπής η παραγωγή μειώθηκε αναγκαστικά – από τις 20-22 παραγωγές κατεβήκαμε στις 10-12 -, συρρικνώθηκαν ή ακυρώθηκαν κάποιες δράσεις, ελαττώθηκε το προσωπικό κατά 30%» λέει ο Γιάννης Χουβαρδάς, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Ωστόσο, τόσο ο ίδιος όσο και η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα υπογραμμίζουν την προσπάθεια που κατέβαλαν ώστε οι οικονομικοί περιορισμοί να μη γίνουν αισθητοί προς τα έξω.
Τον «άτακτο» και «απρογραμμάτιστο» χαρακτήρα των περικοπών της δημόσιας επιχορήγησης η οποία στην περίπτωση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών μειώθηκε από τα 12 εκατ. ευρώ στα 5 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια στα 3 εκατ. ευρώ επισημαίνει εξάλλου ο καλλιτεχνικός του διευθυντής Νίκος Τσούχλος: «Ολη αυτή η εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση επιτάσσει σήμερα όχι μόνον οδυνηρές εσωτερικές προσαρμογές, αλλά την εκ βάθρων επανεξέταση της όλης φυσιογνωμίας του καλλιτεχνικού προγράμματος του Μεγάρου, διαδικασία που βρίσκεται ήδη εν εξελίξει», λέει.
Την απουσία μακρόπνοου και φερέγγυου πολιτικού σχεδιασμού περισσότερο παρά την έλλειψη χρημάτων θεωρεί ο Βασίλης Χριστόπουλος ως κύρια αιτία της ολοένα μεγαλύτερης πολιτιστικής απομόνωσης της Ελλάδας. Ανάλογο κίνδυνο θεωρεί ορατό και η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Λέει ότι πλέον δεν υπάρχουν επαρκείς πόροι για να οργανωθούν εκθέσεις όπως αυτές που οργάνωνε τα προηγούμενα χρόνια η Εθνική Πινακοθήκη. Παράλληλα, επισημαίνει, η δυσφήμηση και η κακή εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό δεν ευνοούν ανάλογες συνεργασίες. «Ο μόνος τρόπος για να καλύψουμε αυτό το κενό είναι οι ανταλλαγές. Δεν θα πρέπει να δίνουμε καμία έκθεση αρχαίων ή βυζαντινών στο εξωτερικό χωρίς ανάλογη αντιπαροχή».
Ο Γιώργος Λούκος καταθέτει τη δική του εμπειρία από τις επαφές του με καλλιτέχνες και συγκροτήματα του εξωτερικού: «Ορισμένοι είναι ειλικρινείς. Σου λένε «Κοίτα, δεν έχουμε πλέον εμπιστοσύνη, θέλουμε το 80% της αμοιβής τρεις μήνες προτού έρθουμε». Εκεί, ή τους λες απλώς «Αϊ στο καλό, μην έρθετε ποτέ ή, ανάλογα με τις συνθήκες, προσπαθείς να το διαπραγματευθείς». Υπάρχουν και άλλοι όμως οι οποίοι προσπαθούν να ακουστούν «κομψότεροι». «Βρίσκουν διάφορες δικαιολογίες γιατί δεν θέλουν να προβάλουν την έλλειψη αξιοπιστίας» προσθέτει ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου. «Το Berliner, για παράδειγμα, για ν’ αναφερθώ σε μία από τις εφετινές ακυρώσεις, μου είπε ότι ο Γκερτ Φος, που θα έκανε το «Einfach kompliziert», είναι μεγαλύτερος από 70 χρόνων, πρόσφατα έπαιξε σε ένα καινούργιο έργο και έχει ανάγκη να ξεκουραστεί. Δεν θέλουν να σου πουν κατάμουτρα ότι πλέον δεν σε εμπιστεύονται, αλλά το σίγουρο είναι ότι οι σχέσεις έχουν πλέον αλλάξει».
Την ύπαρξη προβλημάτων παραδέχεται εξάλλου και ο Γιάννης Χουβαρδάς προσθέτοντας όμως ότι μέχρι στιγμής οι ξένοι καλλιτέχνες δείχνουν κατανόηση. «Εννοείται ότι σχέδια όπως η «Οδύσσεια» με τον Μπομπ Ουίλσον, που με κόπους και θυσίες πλησιάζει στην ολοκλήρωση, δεν πρέπει επ’ ουδενί να τεθούν σε κίνδυνο γιατί τότε, ναι, και η αξιοπιστία μας προς τα έξω θα τρωθεί ανεπανόρθωτα και θα είναι ένα μοιραίο βήμα προς τη διεθνή απομόνωση» τονίζει. Ωστόσο, τόσο ο Μύρων Μιχαηλίδης όσο και ο Νίκος Τσούχλος θεωρούν ότι η πολιτιστική απομόνωση δεν είναι αναπόφευκτη.

Εναλλακτικοί πόροι

Σε μια περίοδο δραματικών περικοπών των κρατικών δαπανών όλοι συμφωνούν πως η στροφή σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης προβάλλει επιτακτική. Είναι όμως και ρεαλιστική σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και ύφεσης; Ο Γιάννης Χουβαρδάς υποστηρίζει ότι ως σήμερα το μοντέλο της βασικής οικονομικής στήριξης των κρατικών θεάτρων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, έστω και κατά πολύ μειωμένης, δεν μπορεί να αντικατασταθεί. «Δυστυχώς οι εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης στην Ελλάδα ακολουθούν τον δρόμο της κρατικής χρηματοδότησης» λέει. «Οι ιδιωτικές χορηγίες έχουν συρρικνωθεί μέχρις εξαφάνισης, ενώ νεόκοπες πρακτικές όπως συλλογή οικονομικών ενισχύσεων μέσω δικτύων φυσικών προσώπων είτε χρειάζονται χρόνο είτε σκοντάφτουν στη γενικότερη δραματική οικονομική κατάσταση στη χώρα μας».
Στο αδύνατο της επιβίωσης της Εθνικής Λυρικής Σκηνής χωρίς κρατική υποστήριξη αναφέρεται ο Μύρων Μιχαηλίδης, αποδεχόμενος όμως ότι η ανάγκη για επιπλέον έσοδα από ιδιωτικές χορηγίες είναι σήμερα επιτακτική. «Στελεχώνουμε από την αρχή ένα τμήμα fundraising το οποίο θα επιληφθεί του κρισιμότατου αυτού ζητήματος» προσθέτει.
Ο Βασίλης Χριστόπουλος επισημαίνει ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει τόσο αναπτυγμένη χορηγική κουλτούρα όσο αλλού, αλλά προσθέτει πως η ΚΟΑ κάνει ήδη τα πρώτα της βήματα προς την κατεύθυνση της μερικής απεξάρτησης από τους κρατικούς πόρους, παράλληλα με τον διοικητικό εκσυγχρονισμό της. Τόσο ο ίδιος όμως όσο και ο Νίκος Τσούχλος σπεύδουν να ξεκαθαρίσουν ότι η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης δεν θα πρέπει να λειτουργήσει αντίθετα ως άλλοθι για την ολοκληρωτική απόσυρση του κράτους από τις πολιτιστικές του υποχρεώσεις.
Η συνεργασία μπορεί να βοηθήσει
Οι συνεργασίες, είτε μεταξύ των μεγάλων πολιτιστικών οργανισμών είτε ευρύτερα, μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος; Ο Γιάννης Χουβαρδάς θεωρεί ότι πάντα υπήρχαν, αλλά δεν μπορούν να δώσουν λύση, καθώς το ζήτημα είναι γενικότερο. Ο Γιώργος Λούκος σημειώνει ότι οι μεγάλοι οργανισμοί αντιμετωπίζουν πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης και η ανάγκη για δράση είναι προφανής. «Η συνεργασία σαφώς µπορεί να βοηθήσει» λέει. «Αναρωτιέµαι γιατί άραγε ένα συγκρότηµα πρέπει να έρχεται από το εξωτερικό, να δίνει µία παράσταση στην Αθήνα και µετά να φεύγει. Εξω οι παραστάσεις παίζονται σε πέντε και έξι πόλεις».
Στην ανάγκη των συνεργασιών αναφέρονται τόσο ο Βασίλης Χριστόπουλος και ο Μύρων Μιχαηλίδης όσο και η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. «Ηδη έχουµε δροµολογήσει συνεργασίες µε άλλα µουσεία στην Αθήνα και στην περιφέρεια ώστε να µην πάψει το Μουσείο να είναι «παρών» στα πολιτιστικά δρώµενα της χώρας. Κύριος στόχος µας ωστόσο είναι τα καλύτερα έργα των συλλογών µας να ταξιδέψουν στο εξωτερικό όσο διαρκούν οι εργασίες επέκτασης», λέει η τελευταία με αφορμή το επικείμενο κλείσιμο της Εθνικής Πινακοθήκης στο τέλος του χρόνου προκειμένου να ξεκινήσουν οι εργασίες επέκτασης.
Για τον Νίκο Τσούχο οι κάθε λογής συνέργειες μεταξύ μεγάλων πολιτιστικών φορέων της χώρας είναι υπό τις παρούσες συνθήκες συχνά θέμα στοιχειώδους επιβίωσης. «Θα πρέπει πράγµατι όλοι να συνειδητοποιήσουν ότι όποιος πολιτιστικός φορέας (θέατρο, ορχήστρα, καλλιτεχνικό σχολείο, θίασος, φεστιβάλ) συνθλιβεί σήµερα στις συµπληγάδες της κρίσης, θα αργήσει πολύ να ξαναγεννηθεί αργότερα – αν ποτέ ξαναγεννηθεί…» καταλήγει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ