Μια από τις πιο σοβαρές επισημάνσεις που γίνονται στο πολύ σημαντικό ντοκυμαντέρ του Χρήστου Καρακέπελη «Πρώτη ύλη» (Ελλάδα, 2011) είναι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει η ελληνική πραγματικότητα: μια πραγματικότητα που στηρίζεται σε πήλινα πόδια, σε ανθρώπους που δεν υπάρχουν πουθενά.
{{{ moto }}}

Ανθρωποι στα σκουπίδια
Τι εννοώ; Από τα 3.000.000 τόνους χάλυβα που οι τρεις μεγάλες χαλυβουργίες παράγουν ετησίως στην Ελλάδα, τον ενάμιση τον μαζεύουν οι Τσιγγάνοι και οι μετανάστες από τα σκουπίδια όλης της χώρας. Το υπόλοιπο βρίσκεται είτε από τα διυλιστήρια πλοίων είτε στο υλικό από τη διάλυση των βιομηχανιών της πρώην Σοβιετικής Ενωσης που ξεφορτώνει η ρωσική μαφία στην Ελλάδα. Το χειρότερο όμως, όπως επίσης λέει η «Πρώτη ύλη», είναι ότι όλες οι εταιρείες επωμίζονται την πολιτική ορθότητα της ανακύκλωσης η οποία μοιάζει με ειδυλλιακό περίπατο και έτσι, δυστυχώς, διδάσκεται στα σχολεία. Μόνον αν κάποιος τραβήξει τον μπερντέ θα δει αυτή την πραγματικότητα και αυτό έκανε ο σκηνοθέτης. Γιατί όπως αναφέρει ο Σπύρος, ο μοναδικός έλληνας παλιατζής που εμφανίζεται στην ταινία και ο μόνος που μπορεί να καταλάβει τη δομή του αστικού τοπίου και την οικονομική μηχανή του, «το πραγματικό θέμα είναι ο πλούτος γιατί όλα καταλήγουν σε τρεις οικογένειες».
Στοιχείο της ταινίας μέσω του οποίου διαβλέπει κανείς την παρανομία στην υπόθεση-σκουπίδια είναι επίσης το κάψιμο των καλωδίων. Οπως μαθαίνουμε στην «Πρώτη ύλη» πολλά από τα καλώδια που προορίζονται για τις χαλυβουργίες, τα «σπρώχνουν» ΔΕΗ και ΟΤΕ σε μάντρες γιατί δεν συμφέρει να τα διατηρούν στις αποθήκες. Είναι απομεινάρια από μεγάλα έργα. Ωστόσο, οι μεγάλες μάντρες δεν μπορούν να διαχειριστούν αυτό το υλικό με τις ξένες φθαρτές ύλες – π.χ. καουτσούκ – και τις άλλες τοξικές ουσίες. Συνεπώς, η μεγαλύτερη μάντρα «σπρώχνει» το υλικό στη μικρότερη, η οποία επίσης δεν μπορεί να το κάψει, οπότε έρχεται ο τσιγγάνος για να δώσει τη λύση.
Και φυσικά ο κάθε τσιγγάνος βάζει τα παιδιά του να κάψουν τα καλώδια ανεξαρτήτως από το αν έτσι κινδυνεύουν να πεθάνουν σε 15 χρόνια από καρκίνο. Γιατί ο οικονομικός παράγοντας είναι δελεαστικός. Ακαφτο το καλώδιο κοστίζει δύο ευρώ. Καμένο, η τιμή του ανεβαίνει στα επτά ευρώ. Η χαλυβουργία θέλει καθαρή ύλη και αυτοί που δίνουν την ύλη κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Και αυτοί που κάνουν τη βρώμικη δουλειά είναι αυτοί που δεν φαίνονται ποτέ. Για να μνημονεύσω τον Καρακέπελη, «είναι ο πάτος του πάτου που συνεχίζει να αναπαράγει τη μηχανή η οποία θα συνεχίζει να αναπαράγει πλούτο».
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Επιστροφή στον Εμφύλιο
Μονόπλευρα τοποθετημένη, φτιαγμένη εμφανώς για να προκαλέσει συζητήσεις, αν όχι για να εξοργίσει, η «Δεμένη κόκκινη κλωστή» (2011, Ελλάδα), δεύτερη μεγάλου μήκους σκηνοθεσία μυθοπλασίας του Κώστα Χαραλάμπους (προηγείται η «Αγάπη στα 16»), επιστρέφει στα κατάμαυρα χρόνια του Ελληνικού Εμφυλίου και με αφετηρία το φθινόπωρο του 1945, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, παρακολουθεί τη «δράση» των παρακρατικών ενώ προσπαθούσαν να εξοντώσουν κάθε ίχνος κομμουνισμού στην Ελλάδα.
«Πρέπει να καθαρίσουμε τον τόπο, να τελειώνουμε μ’ αυτούς τους βρωμιάρηδες» όπως λέει χαρακτηριστικά και το πρωτοπαλίκαρο των παρακρατικών (Τάσος Νούσιας), ο ορισμός του ανθρώπου-κτήνους, που είναι ικανός να τρώει «κομμούνια» για πρωινό. Στην αντίθετη όχθη ο οραματιστής του νέου ΕΛΑΣ (Θάνος Σαμαράς) που θέλει να πάρει τα βουνά και να πολεμήσει στο πλευρό της ένοπλης Αριστεράς.
Το μόνο στοιχείο που «ενώνει» τους δυο εντελώς αντίθετους αυτούς άντρες είναι ότι παραμένουν άνθρωποι με συναισθήματα, ψυχή και αδυναμίες. Κρίμα που η ταινία δεν εκμεταλλεύεται αυτό το στοιχείο για να γίνει περισσότερο ανθρωποκεντρική παρά πολιτική. Είναι μάλλον περιγραφική εμμένοντας υπερβολικά στις σκηνές ωμής βίας (κόψιμο αφτιών, κάρφωμα χεριών κ.ο.κ.), ενώ στη μεγαλύτερή της διάρκεια τονίζει τη βία και τον εξευτελισμό που εισέπραξαν οι κομμουνιστές οι οποίοι ως το τελευταίο δεκάλεπτο δείχνουν εντελώς παθητικοί. Το μόνο που μένει τελικά είναι το μίσος, το απύθμενο μίσος που αναβλύζει από μια ταινία κομμένη και ραμμένη για να ικανοποιήσει τη μία πλευρά.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ODEON ΟΠΕΡΑ
Πάμε να φύγουμε από δω και μη ρωτάς πού πάμε!

Το αδιέξοδο της νέας γενιάς των Ελλήνων είναι το θέμα στα «Κωλόπαιδα» (Ελλάδα, 2011), πρώτη ταινία του Ελληνοκυπρίου Στέλιου Καμμίτση, ο οποίος παρακολουθεί τις περιπέτειες τριών νέων της Αθήνας (Γιώργος Καφετζόπουλος, Διογένης Σκάλτσας, Αινείας Τσαμάτης) που έχουν αποφασίσει να «την κάνουν» για τη Γερμανία με την ελπίδα ότι εκεί θα βρουν καλύτερες ευκαιρίες και προοπτικές για το μέλλον τους. Μέσα από φλας μπακ μαθαίνουμε ότι το σχέδιο της φυγής ξεκινά από παλιά. Ενα χρόνο μετά τη σύλληψή του και 12 ώρες πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση, βρισκόμαστε στο τώρα της ταινίας.

Δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στον δραματουργικό χώρο της ιστορίας, την ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων και κυρίως τον λόφο του Στρέφη, ο Καμμίτσης πήρε ένα μάλλον δυσάρεστο θέμα και έφτιαξε μια αρκετά ευχάριστη ταινία στην οποία το χιούμορ ισορροπεί με το δράμα, χωρίς ποτέ τα πράγματα να γίνονται με επιτήδευση. Ενα παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ηγέτης της παρέας, το ομορφόπαιδο (Καφετζόπουλος), απέκτησε τα χρήματα για το ταξίδι: κάνοντας dealing… βιολογικής μαριχουάνας. Ο Καμμίτσης ενδιαφέρεται πραγματικά για τους ήρωές του, τους αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια και φτιάχνει επιμελώς το πορτρέτο του καθενός χωρίς ποτέ να σηκώνει το δάχτυλο για να υποδείξει κάτι. Αποτέλεσμα: στα «Κωλόπαιδα» δεν είδα μια ταινία που θα γράψει Ιστορία, αλλά ένα ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους δημιουργία με ρυθμό, άποψη και ακριβή γνώση στο τι ο ποιητής θέλει να πει. Γιατί τώρα τελευταία, με τις ταινίες των πρωτοεμφανιζόμενων σπάμε το κεφάλι μας και δεν το βρίσκουμε. (όσοι ενδιαφέρονται για την δωρεάν απόκτηση του σάουντρακ της ταινίας _ των Σταύρου Μιχαλακάκου, Νικόλα Μεταξά_ μπορούν να το βρουν εδώ.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Λυσιστράτη στο Μαρόκο

Εμπνευσμένη από πραγματικό περιστατικό που συνέβη στην Τουρκία πριν από αρκετά χρόνια, η «Πηγή των γυναικών» («Les sources des femmes», Γαλλία/ Βέλγιο, 2011) είναι μια ξύπνια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της «Λυσιστράτης» του Αριστοφάνη τοποθετημένη σε κάποιο ξεχασμένο από τον Θεό χωριό του Μαρόκο. Αγανακτισμένες από την καταπίεση που ακόμη και σήμερα υφίστανται από τους άντρες τους, οι γυναίκες του χωριού αποφασίζουν να κατέβουν σε… απεργία από το σεξ διεκδικώντας αυτό που για τον δυτικό κόσμο είναι αυτονόητο: την παροχή νερού.

Εν έτει 2010 είναι αναγκασμένες να κάνουν χιλιόμετρα σε καθημερινή βάση προκειμένου να φέρουν το αγαθό της φύσης στα σπίτια τους. Σημαντικό ρόλο στην απόφασή τους παίζει μια όμορφή κοπέλα (Λεϊλά Μπεχτί), εκπρόσωπος της νέας γενιάς που δεν δέχεται την αδικία. Χωρίς ποτέ να γίνεται διδακτικό αλλά και χωρίς ποτέ να χάνει την παραμυθένια του διάθεση, το φιλμ του ρουμάνου σκηνοθέτη Ράντου Μιχαϊλεάνου βγάζει στην επιφάνεια πολλές αλήθειες και ταυτόχρονα «παντρεύει» στη βασική ιστορία μια παράλληλη ερωτική (σχετική με την κοπέλα) την οποία δέχεσαι εξίσου ευπρόσδεκτα. Στιγμές χιούμορ όπως αυτές με το κινητό και τις μεξικάνικες σαπουνόπερες απαλύνουν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΝΙΡΒΑΝΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ
Νέοι γονείς, μόνοι ψάχνουν…
Γλυκιά, σπιντάτη αλλά και ολίγον τι φλύαρη – αν και με πολύ συμπαθητικό τρόπο – η αισθηματική κομεντί «Κολλητοί με παιδί» («Friends with kids», ΗΠΑ, 2011) σηματοδοτεί το ντεμπούτο στη σκηνοθεσία της ηθοποιού Αμάντα Γουέστφιλντ, η οποία επίσης υποδύεται την κεντρική ηρωίδα της ιστορίας: μια ανύπαντρη γυναίκα που όσο μεγαλώνει (και δεν είναι και καμιά μικρούλα) τόσο πιο έντονα νιώθει την ανάγκη να γίνει μητέρα. Και γιατί να μην κάνει ένα μωράκι με τον καλύτερό της φίλο (Ανταμ Σκοτ), ο οποίος ακριβώς όπως εκείνη δεν γουστάρει τις δεσμεύσεις; Το πρόβλημα είναι ότι το «ζευγάρι» θέλει ένα παιδί «χωρίς τα σκ… που έρχονται μαζί με αυτό» όπως της λέει ένας παντρεμένος φίλος. Γίνεται;
Η απάντηση είναι όχι. Ακόμα και ένα «τέρας» κυνισμού, όπως αφήνει να εννοηθεί η ταινία, μπορεί να γλυκάνει μπροστά στο θαύμα της ζωής και στα προβλήματα που συνεπάγονται. Η Γουέστφιλντ, που επίσης έγραψε το σενάριο, φτιάχνει όμορφες σκηνές όποτε το ζευγάρι συναντά δυο άλλα, εντελώς διαφορετικού τύπου ζευγάρια (Τζον Χαμ – Κρίστεν Γουίγκ, Κρις Ο’ Ντάουντ – Μάγια Ρούντολφ), που όμως «δένονται» από την κοινή συνειδητοποίηση του τι ακριβώς σημαίνει να είναι κανείς γονιός. Σε γενικές γραμμές η ταινία βλέπεται με περιέργεια, αν και το ίδιο ακριβώς θέμα μέσα από μια πιο έμπειρη ματιά όπως του Γούντι Αλεν ίσως να κατέληγε σε κάτι το αξέχαστο.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ODEON ΕΜΠΑΣΣΥ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER ΙΛΙΟΝ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – VILLAGE ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – VILLAGE COSMOS
Τα κοστούμια παντού αλλά οι άνθρωποι πού;
Παρελθόν και παρόν μπερδεύονται αμήχανα στο «W.E.» (Αγγλία, 2011), όπου στην τελευταία μέχρι σήμερα απόπειρα στη σκηνοθεσία, η Μαντόνα προσπαθεί να «παντρέψει» τη ζωή της κακομαθημένης Αμερικανίδας Γουόλις Σίμπσον (Αντρέα Ράιζμπορο) που παντρεύτηκε τον βασιλιά Εδουάρδο της Αγγλίας (Τζέιμς Ντ’ Αρσι) με εκείνη μιας γυναίκας τού σήμερα (Αμπι Κόρνις) που έχει το ίδιο όνομα με την πρώτη. Με αφετηρία τη Σανγκάη του 1924 το φιλμ καλύπτει ένα τεράστιο χρονικό διάστημα φτάνοντας μέχρι το 1998 όπου βλέπουμε τη σύγχρονη γυναίκα να επισκέπτεται ένα μουσείο για τη Σίμπσον. Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια ποτέ δεν νιώθεις ότι παρακολουθείς μια πλήρη ιστορία.

Η Μαντόνα σε «βομβαρδίζει» με διάσπαρτες εικόνες από τις οποίες νιώθεις να δίνει τεράστια σημασία στις λεπτομέρειες, ενδυματολογικές και σκηνογραφικές, αλλά όχι στους ανθρώπους (θυμίζω ότι η ταινία ήταν υποψήφια για το Οσκαρ κοστουμιών). Σακάκια, μανικετόκουμπα, φουστάνια και κοσμήματα έχουν περισσότερη ψυχή από τους ήρωες της ιστορίας. Οσο για τη δημιουργό Μαντόνα, είναι εμφανές ότι ενδιαφέρεται περισσότερο στο να βρει ένα ιδιαίτερο σκηνοθετικό ύφος και λιγότερο στο να πει μια ιστορία. Πάντως αυτή η δεύτερη ταινία της τουλάχιστον δεν είναι ανυπόφορη όπως η πρώτη της, «Ηθική και χυδαιότητα».

Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΤΤΑΛΟΣ Ν.ΣΜΥΡΝΗ – VILLAGE MALL – VILLAGE PΕΝΤΗ – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ΝΑΝΑ – ΚΗΦΙΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE COSMOS – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER CENTURY
Το μιούζικαλ της μιζέριας

Ο ειρωνικός τίτλος της ταινίας «Ασπρος, άσπρος κόσμος» («Beli beli svet», Σερβία / Γερμανία / Σουηδία, 2010) του Ολεγκ Νόβκοβιτς αναφέρεται στον πολύ μαύρο, κατάμαυρο κόσμο μιας Σερβίας εξαθλιωμένης, αποδεκατισμένης και καταρρακωμένης. Δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή χαράς ή πραγματικής ικανοποίησης στον κόσμο του Νόβκοβιτς, ενώ όλα τα πρόσωπα περιφέρονται σαν ζόμπι στο χωριό Μπορ της Νότιας Σερβίας όπου τοποθετείται η ιστορία. Νιώθεις ότι το φιλμ πνίγεται μέσα σε μια δυσβάσταχτη μελαγχολία και όσο για τα διαλείμματα τραγουδιού, του δίνουν την εικόνα ενός μιούζικαλ που για κάποιους λόγους, όχι όμως πάντα ευδιάκριτους, σπαράζει και θρηνεί. Παίζουν οι Ούλιξ Φεχμίου, Γιάσνα Τζούρισιτς (βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ του Λοκάρνο), Μπόρις Ισάκοβιτς και η Χάνα Σελίμοβιτς που έχει πηγαίο σεξαπίλ.


Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: CAPITOL ΖΕΦΥΡΟΣ


Ισλανδία α λα αμερικάνα

Η υπερβολή πιάνει κόκκινο στο «Τελικό χτύπημα» («Contraband», ΗΠΑ, 2011) του ισλανδού σκηνοθέτη Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ, γνωστού από τα «101 Ρέικιαβικ» και άλλες ισλανδικές ταινίες. Στην πρώτη αμερικανική δημιουργία του, η οποία είναι το αγγλόφωνο ριμέικ της δικής του, ισλανδικής ταινίας «Ρέικιαβικ – Ρότερνταμ» ένας πρώην λαθρέμπορος (Μαρκ Γουόλμπεργκ) επιστρέφει στην ενεργό δράση προκειμένου να βοηθήσει τον αδελφό της γυναίκας του (Κέιτ Μπέκινσειλ) να ξεμπλέξει από τα κυκλώματα λαθρεμπορίας ναρκωτικών. Η μια προδοσία ακολουθεί την άλλη με αποτέλεσμα ο Γουόλμπεργκ να βρεθεί εκτεθειμένος ενώ προσπαθεί να μεταφέρει με το καράβι στις ΗΠΑ από τον Παναμά πλαστό χρήμα.


Η ταινία είναι γεμάτη αγριόφατσες που φωνάζουν (Μπεν Φόστερ, Τζιοβάνι Ρίμπισι, Τζ. Κ. Σίμονς) και από καταστάσεις που πολύ δύσκολα πείθουν όπως όλη η σκηνή στους δρόμους του Παναμά που υποτίθεται ότι διαδραματίζεται σε μια ώρα ενώ τα όσα γίνονται θα χρειάζονταν τουλάχιστον δυο μέρες. Το απογοητευτικά πρόχειρο σενάριο στη μια πλευρά και η απουσία οποιουδήποτε σκηνοθετικού στίγματος στην άλλη καταλήγουν σε μια περιπετειούλα της σειράς η οποία το μόνο που καταφέρνει είναι να θυμίσει κακή στιγμή του Μάικλ Μαν.
Βαθμολογία: 1
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΒΑΡΚΙΖΑ – ΝΑΝΑ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER IΛΙΟΝ – VILLAGE AΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – VILLAGE COSMOS
ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ
Το «Ταξίδι 2: Το μυστηριώδες νησί» («Journey 2: The Mysterious Island», ΗΠΑ, 2012) του Μπραντ Πέιτον, είναι συνέχεια της μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας «Ταξίδι στο κέντρο της γης». Ο Τζος Χάτσερσον επιστρέφει στον ρόλο του νεαρού τυχοδιώκτη που ξαναζεί τη μεγάλη περιπέτεια μαζί με τον Ντουέιν Τζόνσον (ο πατριός), τον Μάικλ Κέιν (ο παππούς) και άλλους.
Βαθμολογία: _
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – VILLAGE MALL – VILLAGE PΕΝΤΗ -VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΑΓ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER ΙΛΙΟΝ – ΝΑΝΑ – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE COSMOS – ODEON ΠΛΑΤΕIA – STER CENTURY

Σε επανέκδοση αλλά και τρισδιάστατο προβάλλεται το καρτούν της Ντίσνεϊ «Η πεντάμορφη και το τέρας» («Beauty and the beast», ΗΠΑ, 1991) των Γκάρι Τρούστνεϊλ και Κερκ Γουάιζ. Σταθερή αξία, είτε τρισδιάστατο, είτε όχι.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ – ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΒΑΡΚΙΖΑ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE AΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – ODEON KOSMOPOLIS – ODEON STARCITY – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ – STER IΛION – ΝΑΝΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – VILLAGE COSMOS