Κέντρο της αρχαίας Αθήνας, στο οποίο επί αιώνες φιλοξενήθηκαν όλες οι δραστηριότητες της πόλης (πολιτικές, διοικητικές, δικαστικές, εμπορικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές), χώρος που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του δημοκρατικού πολιτεύματος η Αρχαία Αγορά αναδεικνύεται εκ νέου χάρη στο συντονισμένο έργο αναβάθμισης, που επιτέλεσαν η Α΄Εφορεία Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού και η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών Αθήνας.

Η ανακαίνιση και επαναλειτουργία του εκθεσιακού χώρου στον πρώτο όροφο της Στοάς του Αττάλου με την έκθεση 56 λίθινων αρχαίων έργων, μερικά από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό και κυρίως με τη σημαντική συλλογή των ρωμαϊκών πορτρέτων της Αρχαίας Αγοράς συνιστά την πρώτη επέμβαση, η οποία προβλέπεται να ολοκληρωθεί στα τέλη Απριλίου.

Παράλληλα γίνεται η ψηφιοποίηση φωτογραφιών, σχεδίων και σημειώσεων, που σχετίζονται με την πολύχρονη ανασκαφή και τα ευρήματά της, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ενιαίο ψηφιακό αρχείο το οποίο θα είναι ελεύθερα προσβάσιμο στους ενδιαφερόμενους μελετητές, στους σπουδαστές του κλασικού κόσμου και στο ευρύ κοινό μέσω του διαδικτύου.

«Αναβιώνοντας την Αρχαία Αγορά, τον τόπο που γεννήθηκε η Δημοκρατία» είναι ο τίτλος αυτού του έργου που στοχεύει στην ανάδειξη των ευρημάτων, στη διάσωση των τεκμηρίων των ανασκαφών που έχουν γίνει στο χώρο, αλλά και στην δυναμική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για την κατανόηση, τη μελέτη και την προβολή του πολιτιστικού αποθέματος της Ελλάδας.

Αυτό ήταν και το σκεπτικό με το οποίο παρουσιάσθηκε το πρόγραμμα στο Cotsen Hall της Γενναδείου Βιβλιοθήκης από την γενική γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού δρ Λίνα Μενδώνη, τον διευθυντή της ΑΣΚΣΑ καθηγητή Jack Davies, την προϊσταμένη της Α’ ΕΠΚΑ δρ Ελένη Κουρίνου και τον διοικητικό διευθυντή της ΑΣΚΣΑ κ. Παντελή Πάνο.

Να σημειωθεί ότι ο συνολικός προϋπολογισµός του έργου είναι 964.200 ευρώ (συγχρηματοδήτηση από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο – Χρηματοδοτικό Μηχανισμό 2004-2009 και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας).

Για περισσότερα από 30 χρόνια είναι κλειστός ο όροφος της Στοάς του Αττάλου που τώρα ανακαινίσθηκε εκ βάθρων. Βασική προϋπόθεση αποτέλεσε η επανέκθεση των πορτραίτων και γλυπτών μικρής κλίμακας και των προπλασμάτων αρχαιολογικών χώρων που εκτίθενται στον όροφο.

Για το λόγο αυτό, συντηρήθηκαν τα αρχαία γλυπτά και εκπονήθηκε από την Εφορεία ειδική μουσειολογική μελέτη με τίτλο σύμφωνα με την οποία τα αρχαία έργα θα αναδιαταχθούν κατά ενότητες χρονολογικές και θεματικές και, με την προσθήκη του κατάλληλου εποπτικού υλικού, θα είναι δυνατή η παρουσίαση μιας αρκετά αντιπροσωπευτικής εικόνας της αθηναϊκής γλυπτικής των Υστεροκλασικών, Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων.

Παράλληλα γίνεται εκσυγχρονισμός των υπαρχουσών υποδομών, έχει ολοκληρωθεί ήδη ο καθαρισμός των σύγχρονων αρχιτεκτονικών στοιχείων του ανακατασκευασμένου κτιρίου της Στοάς ενώ αναμένεται και η αναβάθμιση του ανελκυστήρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρόσβαση ατόμων με κινητικά προβλήματα. Στον όροφο προβλέπεται και η διαμόρφωση χώρου πολλαπλών χρήσεων για εκπαιδευτικά προγράμματα αλλά και για παρουσίαση περιοδικών εκθέσεων.
Η ψηφιοποίηση φωτογραφιών, σχεδίων και σημειώσεων, που σχετίζονται με την πολύχρονη ανασκαφή και τα ευρήματά της, είναι έργο της Αμερικανικής Σχολής και περιλαμβάνει επίσης τα ημερολόγια των ανασκαφών, τα δελτία καταγραφής των ευρημάτων, αρχιτεκτονικά σχέδια και περισσότερες από 300.000 φωτογραφίες και χάρτες. Αυτό το υλικό άλλωστε θα αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία τεχνολογικών εφαρμογών που θα δώσουν στον επισκέπτη τη δυνατότητα ηλεκτρονικής ξενάγησης στον αρχαιολογικό χώρο αλλά και εικονικής περιήγησης εξ αποστάσεως.
Να σημειωθεί άλλωστε ότι οι ανασκαφές στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών ξεκίνησαν το 1931 και συνεχίζονται ως σήμερα έχοντας φέρει στο φως εκτός από τα σπουδαιότατα μνημεία, και 160.000 αρχαία ευρήματα που φωτίζουν 5.000 χρόνια αθηναϊκής ιστορίας και καλύπτουν όλες τις χρονικές περιόδους, από τη Νεολιθική Εποχή έως τον 19ο αιώνα.

Η χρηματοδότηση του ανασκαφικού προγράμματος αλλά και της δημοσίευσης του ερευνητικού έργου προέρχεται από μεμονωμένους ιδιώτες και ιδιωτικά Ιδρύματα, όπως το Rockefeller Foundation και τα τελευταία χρόνια, το Packard Humanities Institute.