Στις 14 Φεβρουαρίου, την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, ο Λούτσιο Ντάλα, φορώντας τα γυαλιά του και μια κομοδινί περούκα, ανέβηκε στη σκηνή του Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο για να διευθύνει την ορχήστρα που θα συνόδευε τον νεαρό τραγουδιστή Πιερντάβιντε Καρόνε στο τραγούδι «Nani» που είχαν γράψει μαζί. Το χειροκρότημα χλιαρό, τουλάχιστον για έναν σταρ του μεγέθους του Ντάλα. Πού να φαντάζονταν οι παριστάμενοι ότι δεκαπέντε ημέρες αργότερα θα άφηνε την τελευταία του πνοή στην Ελβετία, λίγες ώρες μετά τη συναυλία του στο Μοντρέ. Αν ζούσε, θα γιόρταζε σήμερα τα 69α γενέθλιά του. Θα το θυμούνταν αρκετοί. Είχε φροντίσει να μείνει στην αθανασία αυτή η ημερομηνία: «4 Marzo 1943» είχε τιτλοφορήσει ένα από τα γνωστότερα τραγούδια του.
Ο Λούτσιο Ντάλα γεννήθηκε στην Μπολόνια της Ιταλίας. Από μικρός είχε κλίση στη μουσική. Στα 13 του, όταν η μητέρα του τού έκανε δώρο ένα κλαρινέτο, η έφεση έγινε εμμονή – η ζωή του ολόκληρη. Τα αγαπημένα του ακούσματα τότε ήταν η big band τζαζ και οι μαύροι ερμηνευτές, με αδυναμία στον Τζέιμς Μπράουν. Δεν είχε καμία αμφιβολία για τον δρόμο που θα τραβούσε στη ζωή του: θα γινόταν μουσικός. Ως το 1963 έπαιζε κλαρινέτο και σαξόφωνο ως μέλος της μπάντας Flippers, που συνόδευε γνωστά ονόματα του τραγουδιού. Εκείνη τη χρονιά, στο Φεστιβάλ του Καντατζίρο, ο σπουδαίος τραγουδοποιός Τζίνο Πάολι, εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του, τον έπεισε να ακολουθήσει σόλο καριέρα.
Στα 21 του, λοιπόν, κυκλοφόρησε το πρώτο του σινγκλ με τίτλο «Lei», το οποίο… πάτωσε. Οποιοσδήποτε άλλος θα είχε απογοητευθεί. Τίποτε δεν ήταν ενθαρρυντικό. Ειδικά στα live το κοινό τον γιούχαρε, ενίοτε δε του πετούσαν και κόκκινες ιταλικές ντομάτες, εξαιτίας του ιδιαίτερου φωνητικού στυλ του – ο τρόπος που τόνιζε τις λέξεις δεν είχε καμία σχέση με εκείνον που ήταν δημοφιλής τότε. Δεν τον βοηθούσε άλλωστε και το παρουσιαστικό του: κοντός, παχουλός και ατημέλητος (καθόλου επιμελώς), δεν μπορούσε να κερδίσει τη συμπάθεια ενός λαού που έδινε (και δίνει) τόση σημασία στο στυλ. Ηταν όμως αποφασισμένος να πετύχει.
Προκειμένου να γίνει πιο αναγνωρίσιμος αποφάσισε να κάνει μια απόπειρα κινηματογραφικής καριέρας. Οι περισσότερες ταινίες στις οποίες συμμετείχε ήταν ανάλαφρες κωμωδίες δεύτερης κλάσης, έπαιξε ωστόσο και στο βαρύ πολιτικό δράμα των αδελφών Ταβιάνι «Ι Sovversivi» – ήταν μάλιστα υποψήφιος για βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1967. Αυτή η άρνησή του να διαλέξει πλευρά, να επιλέξει αν προτιμά τη διασκέδαση ή την ψυχαγωγία με κοινωνικό μήνυμα, έγινε το leitmotif της πορείας του.
Με την άφιξη της δεκαετίας του 1970 επικεντρώθηκε στη μουσική. Το 1973 η καριέρα του πήρε μια απροσδόκητη στροφή, όταν συνεργάστηκε με τον μαρξιστή ποιητή Ρομπέρτο Ροβέρσι. Τα τρία άλμπουμ που κυκλοφόρησαν μαζί κέρδισαν την εύνοια των κριτικών με τους σουρεαλιστικούς, σκοτεινούς στίχους και την εμπνευσμένη μελοποίησή τους. Αυτό έδωσε στον Ντάλα τρομερή αυτοπεποίθηση. Τόση που πήρε την απόφαση να γράφει ο ίδιος αποκλειστικά στίχους και μουσική.
Την τριετία 1977-1980 κυκλοφόρησε μια τριλογία άλμπουμ που θεωρείται η κορωνίδα του. Η επιτυχία τους υπήρξε μεγάλη, το όνομά του ακούστηκε και εκτός συνόρων και η ισορροπία ανάμεσα στο εμπορικό και στο καλλιτεχνικό ήταν τέλεια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν πλέον σουπερστάρ στην Ιταλία. Από πλευράς ποιότητας το έργο του έφθινε, οι πωλήσεις του όμως παρέμειναν αστρονομικές και οι περιοδείες του υπερεπιτυχημένες. Το 1986 έφερε και τη μεγαλύτερη επιτυχία του, το «Caruso», ένα τραγούδι για τις τελευταίες ημέρες του θρυλικού τενόρου το οποίο γνώρισε αμέτρητες εκτελέσεις, με πιο γνωστές εκείνες του Λουτσιάνο Παβαρότι και του Αντρέα Μποτσέλι.
Από το 1990 και έπειτα άρχισε η πτώση του, με συνεργασίες με ασήμαντους τραγουδιστές και εμφανίσεις σε φθηνά τηλεοπτικά σόου. Συνέχισε να γράφει τραγούδια, ενίοτε καλά, το κοινό όμως ήθελε πάντα να ακούει τις μεγάλες επιτυχίες. Στην Ελλάδα τα πιο γνωστά τραγούδια του έχουν διασκευαστεί από διάφορους καλλιτέχνες, όπως οι αδελφοί Κατσιμίχα («Μάρκος και Αννα») και ο Κώστας Χατζής («Πόσο σε θέλω απόψε»), το όνομά του όμως έχει συνδεθεί περισσότερο με αυτό του Διονύση Σαββόπουλου. Ισως επειδή οι πορείες των δύο τροβαδούρων είναι παράλληλες, ίσως επειδή έχουν αγαπηθεί και μισηθεί όσο λίγοι. Γι’ αυτό ο καλύτερος επίλογος θα είναι οι στίχοι του «L’anno che verrà», όπως τους τραγούδησε στα ελληνικά ο Νιόνιος: «Ο χρόνος που μετράει σε λίγο δεν θα είναι εδώ, θα τον φάω ή θα με φάει, αυτά είχα να σου πω».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ