Μια σειρά τεσσάρων εκδηλώσεων με θέμα τη σχέση της Τζαζ με τη Λογοτεχνία και μια έκθεση τζαζ φωτογραφίας θα φιλοξενηθούν στο ρεστοράν – μπαρ ΡΙΦΙΦΙ (Εμμ. Μπενάκη 69Α, Εξάρχεια) κάθε Πέμπτη του Μαρτίου. Στόχος των εκδηλώσεων είναι η παρουσίαση λογοτεχνικών βιβλίων που εμπνέονται από την τζαζ ή βιβλίων που αντανακλούν το αισθητικό κλίμα του μουσικού αυτού είδους. Η παρουσίαση των βιβλίων συνοδεύεται από ζωντανή μουσική από τζαζ σχήματα και τραγουδιστές.

Τα βιβλία που θα παρουσιαστούν είναι το «Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ;» (Κέδρος) του Γιάννη Ν. Μπασκόζου (1 η Μαρτίου). Το παρουσιάζει ο ίδιος ο συγγραφέας και παίζει το συγκρότημα Swing Shoes με τη συμμετοχή της τραγουδίστριας Ειρήνης Δημοπούλου. Το δεύτερο βιβλίο που θα παρουσιαστεί (8 Μαρτίου) είναι ίσως το καλύτερο κείμενο που μιλάει για τζαζμεν που έγραψαν ιστορία, αυτό του Geoff Dyer «Κι όμως, όμορφα…» (Πάπυρος). Παρουσιάζει ο Θανάσης Μήνας και παίζει το συγκρότημα Human Touch. Το τρίτο βιβλίο που θα παρουσιαστεί (15 Μαρτίου) είναι η «Τριλογία της Μασσαλίας» Ζαν – Κλωντ Ιζζό (Πόλις), που αντανακλά την τζαζ ατμόσφαιρα του αστυνομικού βιβλίου. Παρουσιάζει ο Γιώργος – Ικαρος Μπαμπασάκης και παίζει το συγκρότημα John Floros- Music soup. O μήνας θα κλείσει με την παρουσίαση (22 Μαρτίου) του βιβλίου «Πικ» του Τζακ Κέρουακ (Απόπειρα), ενδεικτικού της αγάπης που έτρεφαν οι μπητ για την τζαζ. Παρουσιάζουν οι Θανάσης Μήνας και Γ. Μπασκόζος και παίζει ο Μίκυ Πάντελους.

Στον χώρο του ΡΙΦΙΦΙ παρουσιάζεται όλο τον μήνα η έκθεση φωτογραφίας «Τζαζ στιγμές» του Ανδρέα Ζαχαράτου με φωτογραφίες ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών της τζαζ που έδωσαν συναυλίες στη χώρα μας.

Ολες οι εκδηλώσεις αρχίζουν μετά τις 10μ.μ.

Αναλυτικά τα βιβλία που θα παρουσιαστούν:


ΠΕΜΠΤΗ 1 ΜΑΡΤΙΟΥ

Γιάννης Ν. Μπασκόζος – Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ; και άλλες περίεργες ιστορίες

Κέδρος, 2011

(το παρουσιάζει ο συγγραφέας)

«Η μουσική είναι η εμπειρία σου, οι σκέψεις σου, η σοφία σου, αν δεν τη ζήσεις, δεν θα βγει από το κόρνο σου», έλεγε ο Τσάρλι Πάρκερ.

Οι περισσότερες ιστορίες σε αυτό το βιβλίο ακολουθούν την αντίστροφη φορά: η εμπειρία, οι σκέψεις, οι πράξεις των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν διαμορφώνονται, κατά έναν ανεξήγητο λόγο, μέσα από τις μουσικές.

Μουσικές πολλών ειδών που γίνονται αφηγηματικό πεδίο πάνω στο οποίο κυλούν ιστορίες ανθρώπων καθημερινών.

Ιστορίες που μιλούν για παράταιρες φιλίες, δύσκολες σχέσεις, ξαφνικούς, μικρούς και άλλοτε προδομένους έρωτες, μικρές κακίες, μεγάλες προσδοκίες. Ιστορίες για ανθρώπους που βγάζουν τη γλώσσα σ’ ό,τι δεν ταιριάζει με αυτούς και για άλλους, που είναι οι πιο πολλοί και υποχωρούν μπροστά σε μια κοινωνία που απλώς τους ανέχεται.

Ανάμεσα στις ανθρώπινες συμπληγάδες, άλλοτε κυρίαρχη, άλλοτε συνοδευτική, ακόμα και σιωπηλή, λάμπει, πάντα, η μουσική.

ΠΕΜΠΤΗ 8 ΜΑΡΤΙΟΥ

Geoff Dyer – Κι όμως, όμορφα… Ενα βιβλίο για την τζαζ

μετάφραση: Δανάη Στεφάνου

Πάπυρος, 2008

(το παρουσιάζει ο Θανάσης Μήνας)

Λέστερ Γιανγκ, Θελόνιους Μονκ, Μπαντ Πάουελ, Μπεν Ουέμπστερ, Τσαρλς Μίνκους, Αρτ Πέπερ, Ντιουκ Ελινγκτον, Ντίζι Γκιλέσπι…: ο συγγραφέας φιλοτεχνεί πορτρέτα δημιουργών που σφράγισαν με τη μουσική τους την εξέλιξη της τζαζ. Το ρήμα «φιλοτεχνεί» χρησιμοποιείται στην κυριολεξία του· ο Ντάιερ δεν παραθέτει απλώς βιογραφικά στοιχεία, ούτε αναπτύσσει με τη γλώσσα του μουσικοκριτικού κάποιες θεωρητικές απόψεις για το έργο τους, αλλά καταφεύγει στη μυθοπλασία και στην ποιητική γλώσσα για να μπορέσει να αναπλάσει τον βιωματικό χώρο στον οποίο γεννήθηκε η μουσική τους. Αποδεχόμενος ότι η τυπική κριτική, ως διαμεσολαβητής μεταξύ του δημιουργού και του ακροατή, λειτουργεί συνήθως ως ένα απλό υποκατάστατο που αδυνατεί να αναδείξει την ουσία, την ψυχή του έργου, ο Ντάιερ μιλάει για την τζαζ με τον τρόπο του δημιουργού, συνδυάζοντας την κριτική και τη μυθοπλασία.

Ο Ντάιερ «γράφει» σαν ένας μουσικός της τζαζ: η πρώτη ύλη που χρησιμοποίησε είναι ρήσεις μουσικών, πληροφορίες για τη ζωή τους από διάφορες πηγές, μα και φωτογραφίες μουσικών στη σκηνή. Αυτές είναι οι «σταθερές» του, που λειτουργούν όμως ως αφετηρία ενός δημιουργικού αυτοσχεδιασμού ο οποίος τον οδηγεί στο χώρο της μυθοπλασίας, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας μουσικός της τζαζ στηρίζεται στις «σταθερές» της μουσικής του παράδοσης για να αυτοσχεδιάσει. Αποκαλυπτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί το φωτογραφικό υλικό: «παρόλο που απαθανατίζει μόνο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, η βιωμένη διάρκεια της εικόνας επεκτείνεται αρκετά δευτερόλεπτα πριν και μετά από αυτή την ακινητοποιημένη στιγμή για να συμπεριλάβει […] ό,τι μόλις συνέβη ή ό,τι πρόκειται να συμβεί…» Ο Ντάιερ μετασχηματίζει λοιπόν εικόνες, ήχους και πληροφορίες σε τέχνη του λόγου για να βοηθήσει τον αναγνώστη -που κάποιες στιγμές νιώθει ότι γίνεται ακροατής, ότι «διαβάζει ήχους»- να αφουγκραστεί την ψυχή του Λέστερ Γιανγκ, του Θελόνιους Μονκ ή του Μπαντ Πάουελ, να «ακούσει» την ψυχή της τζαζ.

ΠΕΜΠΤΗ 15 ΜΑΡΤΙΟΥ

Ζαν – Κλωντ Ιζζό – Η τριλογία της Μασσαλίας

(Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας. Το τσούρμο. Soléa)

μετάφραση: Ριχάρδος Σωμερίτης, Αλέξης Εμμανουήλ

Πόλις, 2011

(το παρουσιάζει ο Γιώργος- Ικαρος Μπαμπασάκης )

Με τον τίτλο «Η τριλογία της Μασσαλίας» επανεκδόθηκαν σε έναν τόμο τα μυθιστορήματα του Ζαν-Κλωντ Ιζζό «Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», «Το τσούρμο», «Solea», με ήρωα τον Φαμπιό Μοντάλ, αυτόν τον ευαίσθητο αστυνόμο, απόγονο μεταναστών, εχθρό της βίας, που αγαπά την ποίηση, την τζαζ, το ψάρεμα, τις γυναίκες και την πόλη του, τη Μασσαλία: μια πόλη σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, το μεγάλο λιμάνι της Γαλλίας.

Η Μασσαλία, με το λιμάνι και τους ανθρώπους της, τους δρόμους και τα κορίτσια της, εκεί όπου διασταυρώνονται γάλλοι ρατσιστές, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, φανατικοί ισλαμιστές, ενώ η σκιά της Μαφίας απλώνεται παντού, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για νουάρ ιστορίες.

Και ο ήρωας, γεμάτος αμφιβολίες για τον εαυτό του, πάντα αποφασισμένος να φτάσει μέχρι το τέλος, συνεχίζει την περιπλάνηση του στους δρόμους της χαμένης αθωότητας. Παλεύοντας μεταξύ νοσταλγίας και ανταρσίας, δρα για χάρη της συντροφικότητας και της φιλίας με την ίδια πάντοτε ανθρωπιά.

Ο Ιζζό, τέκνο της «λαθρομετανάστευσης» κι αυτός, όπως και ο Ζιντάν, χάρισε στην πόλη του κάτι που η πόλη του τού ανταποδίδει τώρα με αγάπη και ευγνωμοσύνη: μια νέα εικόνα, μια νέα ζωή. Εναν μύθο. «Ζηλεύω τη Μασσαλία. Πολύ θα το ‘θελα να βρω μια μέρα το μπαρ του Φονφόν -καλή του ώρα- και να του φωνάξω: «Patron, un pastis!»». Στη μνήμη του Ιζζό.

ΠΕΜΠΤΗ 22 ΜΑΡΤΙΟΥ

Τζακ Κέρουακ – Πικ

μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς

Απόπειρα, 2008

(το παρουσιάζουν ο Γιάννης Μπασκόζος και ο Θανάσης Μήνας)

Ο μικρός Πικ το σκάει με τη βοήθεια του μεγάλου του αδελφού από το σπίτι της θείας του στη Βόρεια Καρολίνα. Πηγαίνουν στη Νέα Υόρκη, και από εκεί καταλήγουν στην πολυπόθητη Καλιφόρνια. Ο Τζακ Κέρουακ μοιάζει να αναπολεί το ρομαντισμό της παλαιάς αμερικανικής παράδοσης, και να της παραδίδει το τελευταίο του συγγραφικό τέκνο: ένα καινούριο είδος Χάκλμπερρυ Φινν, που αποτελεί ένα ήδη ολοκληρωμένο, τελειωμένο στιγμιότυπο της αμερικανικής αναζήτησης.

Το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι αναπόσπαστο κομμάτι του αμερικανικού μηδέν ή αλλιώς του ατελέσφορου της απόπειρας διαφυγής από τον εφιάλτη του Μπαρμπα-Σαμ.

Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τις ομοιότητες με την πορεία της ζωής τού ίδιου του Τζακ Κέρουακ . Οι σταθερές του απόκληρου, του δρόμου, της τζαζ και της λατρείας του αμερικανικού τοπίου παραμένουν.