«Δεν θέλουμε να προκαλέσουμε ούτε να σκανδαλίσουμε. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να ερεθίσουμε τη σκέψη του θεατή». Με ένα στόμα ο Αλεξ Ογέ και ο Κάρλους Παντρίσα, σκηνοθέτες του έργου των Μπέρτολντ Μπρεχτ – Κουρτ Βάιλ «Ανοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνι», με το οποίο εγκαινιάζεται η συνεργασία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών με το θέατρο Ρεάλ της Μαδρίτης, δίνουν το στίγμα της συγκεκριμένης παραγωγής αλλά και της φιλοσοφίας της ανατρεπτικής καταλανικής ομάδας La Fura dels Baus.
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στην ισπανική πρωτεύουσα τον Σεπτέμβριο του 2010 και, όπως συμβαίνει με όλες τις δουλειές της ομάδας που ιδρύθηκε το 1979 στην πόλη Μογιά αλλά γρήγορα μεταφέρθηκε στη Βαρκελώνη, προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Ορισμένοι κριτικοί έκαναν λόγο για «άγριο και ωμό ανέβασμα» σπεύδοντας ωστόσο να ξεκαθαρίσουν πως ακριβώς αυτή η προσέγγιση είναι η ιδανική προκειμένου να αποδοθούν οι προθέσεις των δύο δημιουργών. Οι αθηναϊκές παραστάσεις εντάσσονται στον «Κύκλο Μπρεχτ» και ανεβαίνουν με τις υπογραφές των συντελεστών της παραγωγής του Ρεάλ και με τη συμμετοχή μιας πολυεθνικής ομάδας τραγουδιστών.
Η oμάδα La Fura dels Baus ξεκίνησε τη διαδρομή της με θέατρο δρόμου και συνέχισε αναζητώντας νέους τρόπους έκφρασης συνδυάζοντας μουσική, χορό και σκηνικά εφέ. Στη δεκαετία του ’90 ασχολήθηκε με το «ψηφιακό θέατρο» και τις μεγάλων διαστάσεων δημόσιες εκδηλώσεις, ενώ γνώρισε μεγάλη επιτυχία με την παραγωγή της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης.
Η όπερα εξελίχθηκε σε ιδανικό πεδίο για τους Fura προκειμένου να ξεδιπλώσουν την ευρηματικότητά τους: μόνο την τελευταία δεκαετία συνεργάστηκαν με τα μεγαλύτερα θέατρα και φεστιβάλ (Σκάλα του Μιλάνου, Κόβεντ Γκάρντεν, Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ κ.ά.) υπογράφοντας παραγωγές που έμειναν για καιρό στη μνήμη των θεατών και στις σελίδες των εφημερίδων λόγω της τόλμης και του ανατρεπτικού χαρακτήρα τους.
Πολιτικό σκάνδαλο
Τι ήταν αυτό που τους κέντρισε στο «Μαχαγκόνι»; «Ο Ζεράρ Μορτιέ, ο διευθυντής του θεάτρου Ρεάλ, μας ζήτησε να ανεβάσουμε αυτή την τόσο δυνατή ιστορία για το τέλος του καπιταλισμού» λέει ο Αλεξ Ογέ. «Ηθελε ένα έργο που να απεικονίζει την κατάσταση την οποία βιώνουμε στην Ευρώπη. Το γεγονός ότι θα παρουσιαστεί αυτή την περίοδο στην Ελλάδα, η οποία αντιμετωπίζει τα προβλήματα που γνωρίζουμε όλοι μας, μας ενδιαφέρει πολύ. Θέλουμε να δούμε πώς θα αντιδράσει ο κόσμος σε ένα θέμα που αποτελεί καθρέφτη για πολλά από όσα αντιμετωπίζουμε σήμερα». Τι πραγματικά θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο από μια ιστορία απληστίας, διαφθοράς και δίψας για εξουσία σε μια κοινωνία όπου η φτώχεια θεωρείται το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει κανείς;
Το δίδυμο των Μπρεχτ – Βάιλ έγραψαν το «Μαχαγκόνι» το 1929 θέλοντας να σατιρίσουν τις συμβάσεις της ίδιας της όπερας ως είδους αλλά και να καταγγείλουν με μια δηκτική παραβολή τις «πληγές» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης η οποία, λίγα χρόνια αργότερα, κατατροπωμένη, μεταξύ άλλων, από τον υπερπληθωρισμό και τις πολιτικές ακρότητες, έμελλε να παραδοθεί στον ζόφο του ναζισμού.
Η πρεμιέρα δόθηκε στις 9 Μαρτίου 1930 στο Νέο Θέατρο της Λειψίας – παρ’ όλο που αρχικά είχε προγραμματιστεί στο Βερολίνο, όπου απορρίφθηκε λόγω του «ωμού και χυδαίου» χαρακτήρα του έργου. Και στη Λειψία, πάντως, ανέβηκε αφού έγιναν πρώτα ορισμένες αλλαγές τις οποίες επέβαλε η διεύθυνση του θεάτρου. Η παράσταση αποτέλεσε ένα από τα ηχηρότερα και διαρκέστερα σκάνδαλα ολόκληρης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και αυτό για λόγους καθαρά πολιτικούς.
Σε μια εποχή όπου η Γερμανία άρχιζε να βιώνει έντονα τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 1929 και οι συντηρητικές δυνάμεις κέρδιζαν σταθερά έδαφος με τους εθνικοσοσιαλιστές να αποκτούν όλο και περισσότερη δύναμη, η όπερα των Μπρεχτ – Βάιλ στάθηκε ιδανική ευκαιρία ώστε να επεκτείνουν και στην τέχνη το αγαπημένο τους θέμα της «εβραιομπολσεβικικής απειλής». Χαρακτηριστικές οι φράσεις του ειδικού στην κουλτούρα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και βιογράφου του Βάιλ, Γιούργκεν Σεμπέρα, σε κείμενο που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα της παράστασης: «Το διακύβευμα ξεπερνούσε κατά πολύ το πεδίο της σύγχρονης όπερας. Και το γιουχάισμα της βραδιάς της πρεμιέρας ήταν σε μεγάλο βαθμό οργανωμένο».
Στη φόρμα του μουσικού θεάτρου αλλά πιο απαιτητικό και σύνθετο, το «Μαχαγκόνι» αποτυπώνει την ατμόσφαιρα μιας εποχής και αναμειγνύει με τρόπο εντυπωσιακό την τζαζ με τους κλασικούς ήχους. Τον Δεκέμβριο του 1931 το έργο ανέβηκε τελικά στο Βερολίνο με μαέστρο τον Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκι. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ωστόσο, το όνομα του Βάιλ συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των «ανεπιθύμητων» καλλιτεχνών και ο συνθέτης τον Μάρτιο του 1933 εγκατέλειψε το Βερολίνο για το Παρίσι για να καταλήξει, δύο χρόνια αργότερα, στις ΗΠΑ.

Χωματερές, η επικράτεια των εξαθλιωμένων
«Τεράστιοι όγκοι σκουπιδιών καλύπτουν τη σκηνή»
αποκαλύπτουν οι σκηνοθέτες της παράστασης Αλεξ Ογέ και Κάρλους Παντρίσα. Από τα σκουπίδια ξεπηδούν φιγούρες παραμορφωμένες και ταυτόχρονα οικείες στον σημερινό θεατή αφού οι χωματερές είναι η επικράτεια των εξαθλιωμένων, εκεί όπου όσοι δεν έχουν τίποτε προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή από αυτά που πετούν όσοι έχουν πολλά. Από τον σωρό των απορριμμάτων δημιουργείται η πόλη του Μαχαγκόνι, η ασχήμια καλύπτεται από μια πράσινη τσόχα και οι εγκληματίες γίνονται οι προστάτες του Νόμου. Κάτι είναι ανησυχητικά αφύσικο σε αυτό το σκηνικό και, παρά το φθηνό ποτό και το άφθονο σεξ, οι άνθρωποι θέλουν να εγκαταλείψουν αυτή την πόλη. Ακόμη και οι πιο απλοϊκοί καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά όταν όλα δείχνουν τόσο τέλεια και κρύβουν κάτι τόσο σάπιο. Στις παραστάσεις του Μεγάρου Μουσικής την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης έχει ο Νίκος Τσούχλος ο οποίος διευθύνει την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, ενώ τους ρόλους ερμηνεύουν οι Τζέιν Χένσελ, Ντόναλντ Κάας, Χουμπ Κλάσενς, Φράνκο Φαρίνα, Χάρης Ανδριανός, Τάσος Αποστόλου κ.ά. Συμμετέχει επίσης η Χορωδία της ΕΡΤ.

πότε και πού:
«Ανοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνι» των Μπέρτολντ Μπρεχτ – Κουρτ Βάιλ. Στις 13, 15 και 17/3 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη). Στα γερμανικά με ελληνικούς υπέρτιτλους. Η παράσταση είναι ακατάλληλη για ανηλίκους κάτω των 15 ετών

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ