Με το «Indignados» όπου «πρωταγωνιστούν» οι αγανακτισμένοι όλοι της Ευρώπης με πρώτους και καλύτερους του Συντάγματος, ο γαλλοτυνήσιος σκηνοθέτης Τόνι Γκάτλιφ αποτίει φόρο τιμής σε όσους αντιστέκονται στην κοινωνική αδικία. Το φιλμ ανοίγει το 14ο φεστιβάλ ντοκυμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Στα τέλη του Ιουλίου του 2010, όταν ο πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί εκφώνησε τον περίφημο λόγο του στην Γκρενόμπλ στιγματίζοντας τους αθίγγανους Ρομά, ο Τόνι Γκάτλιφ ένιωσε ντροπή, οργή και αγανάκτηση. «Η αντίδραση ήταν άμεση» είπε πριν από λίγο καιρό ο γάλλος αλγερινής καταγωγής Αθίγγανος Γκάτλιφ στο Φεστιβάλ Βερολίνου. «Οι κατασκηνώσεις των Τσιγγάνων καίγονταν η μια μετά την άλλη, βόμβες μολότοφ κατέστρεφαν τα τρέιλέρ τους. Στο Παρίσι ένας άνθρωπος κάηκε ζωντανός μέσα στις φλόγες, παντού διωγμοί διά της βίας…». Το σοκ του Γκάτλιφ (πραγματικό όνομα Μισέλ Νταχαμνί) μπορούσε να εκφραστεί μόνον με έναν τρόπο, εκείνον που ξέρει πολύ καλά: τη δημιουργία μιας ταινίας.

Ετσι γεννήθηκε το «Indignados» («Αγανακτισμένοι»), που έδωσε την αφορμή για την επίσκεψη του Γκάτλιφ στο Φεστιβάλ Βερολίνου (η ταινία προβλήθηκε στο Πανόραμα). Με αυτό το ντοκυμαντέρ ο σκηνοθέτης ταινιών όπως το «Υπάρχουν ακόμα γελαστοί Τσιγγάνοι/ Gadjo dilo», το «Vengo» και «Εξόριστοι/ Exils», αποπειράθηκε έναν δραματοποιημένο απολογισμό των εξεγέρσεων σε όλη την Ευρώπη αναδεικνύοντας την κοινωνική παθογένεια, το οικονομικό αδιέξοδο και το αβέβαιο πεπρωμένο της Γηραιάς Ηπείρου. Μέσω της ματιάς της Μπέτι, μιας αφρικανής λαθρομετανάστριας στην Ευρώπη, ο θεατής οδηγείται σε εικόνες που προέρχονται από εξεγέρσεις σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας, της Ισπανίας αλλά και της Ελλάδας.

Το «Indignados» πρόκειται να ανοίξει την αυλαία του προσεχούς 14ου Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου αιώνα που θα αρχίσει την Παρασκευή 9 Μαρτίου και θα ολοκληρωθεί στις 18 του ιδίου μηνός. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει τιμήσει στο παρελθόν τον Γκάτλιφ παρουσιάζοντας ένα μεγάλο αφιέρωμα σε όλες τις ταινίες του.

{{{ moto }}}

Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των «Indignados» έπαιξε το μπεστ σέλερ «Αγανακτήστε!» του Στεφάν Εσέλ που έκανε τον Γκάτλιφ να νιώσει την «ειρηνική ανταρσία» που ο συγγραφέας αναφέρει.«Ηταν αναγκαίο να υιοθετήσω την άποψη μιας παράνομης μετανάστριας στην οποία αποκρυσταλλώνονται όλοι οι ανεπιθύμητοι της Ευρώπης» είπε ο Γκάτλιφ. «Σαν ένα φάντασμα αυτή η γυναίκα είναι το σύμβολο όλων όσοι έχουν απορριφθεί, εκείνων που η Ευρώπη δεν θέλει, των ανθρώπων που ονειρεύτηκαν την Ευρώπη ως μια χώρα που θα τους προστάτευε αλλά τελικά έπεσαν έξω».
Ο Γκάτλιφ προσπάθησε να μην επιτρέψει η ταινία του να γίνει προϊόν λαϊκισμού. Κινηματογράφησε μόνον τους ανθρώπους που ήθελαν να κοιτάξουν τον φακό της κινηματογραφικής μηχανής. Και τους κινηματογράφησε σιωπηλούς γιατί «το βλέμμα τους ήταν τόσο δυναμικό που δεν χρειαζόταν καν να μιλήσουν». Τοιουτοτρόπως απέφυγε να κινηματογραφήσει τα πρόσωπα των ελλήνων ή των γάλλων αστυνομικών πλην των τσολιάδων, των μόνιμων φρουρών της Βουλής, επειδή «βρίσκονται διαρκώς εκεί και φωτογραφίζονται από τους τουρίστες».

Για τον Τόνι Γκάτλιφ οι αγανακτισμένοι ούτε πολιτικοί είναι ούτε οικονομολόγοι. «Δεν είναι οι ειδικοί για τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Βρίσκονται εκεί κατά χιλιάδες για έναν και μόνον λόγο: για να πουν όχι. Να πουν ότι απορρίπτουν ένα διεφθαρμένο και άδικο κοινωνικό σύστημα που βοηθά μόνον όσους έχουν χρήματα».
«Μου αρέσει να κινηματογραφώ την πραγματικότητα, αυτή τη σπάνια και πολύτιμη στιγμή που λέγεται «τώρα» αλλά με μυθοπλαστική φόρμα» δηλώνει ο Γκάτλιφ. «Στην Ελλάδα όταν τράβηξα ένα banner που έλεγε «Η κάμερα και η Δημοκρατία δεν πάνε μαζί» το έκανα για να αποδείξω ότι αυτός που το έγραψε κάνει λάθος, διότι υπάρχουν πολλές δημοκρατικές κάμερες μέσω των οποίων οι κινηματογραφιστές συλλαμβάνουν τη δική τους γωνία λήψης. Είναι η κάμερα της αμεσότητας που εξυπηρετεί το όραμα του σκηνοθέτη, όχι η αμεσότητα που εξυπηρετεί τον λαϊκισμό».