Aγαπάμε τις γυναίκες «επειδή είναι εκπληκτικές αναγνώστριες, για τις οποίες γράφονται τα τρία τέταρτα της ποίησης και της πρόζας όλου του κόσμου. Επειδή απ’ αυτές βγήκαμε και σ’ αυτές επιστρέφουμε, και το μυαλό μας περιστρέφεται σαν ένας βαρύς πλανήτης, πάντα και για πάντα, μόνο γύρω από αυτές». Δεκάδες απαντήσεις στο ερώτημα «Γιατί αγαπάμε τις γυναίκες;» δίνει ο Μίρτσεα Καρταρέσκου στο ομώνυμο βιβλίο του (Γιατί αγαπάμε τις γυναίκες, μετάφραση Πάνος Απαλίδης, 2011, σελ. 213, τιμή 13 ευρώ) που κυκλοφορεί από τον νεόκοπο εκδοτικό οίκο Αλλότροπο.

Ο ρουμάνος ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, από τις πιο δυνατές φωνές της σύγχρονης ρουμανικής λογοτεχνικής σκηνής, συστήνεται στο ελληνικό κοινό με το μπεστ-σέλερ του, μια συλλογή διηγημάτων με θέμα τη γυναίκα που κυκλοφόρησε στη Ρουμανία το 2004, πούλησε περισσότερα από 150.000 αντίτυπα ξεπερνώντας την ίδια χρονιά σε πωλήσεις τον Κώδικα Ντα Βίντσι του Νταν Μπράουν, και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.

Γραμμένες οι περισσότερες για το γυναικείο περιοδικό Elle, άλλες για τα λογοτεχνικά περιοδικά Dilema, România literară, Lettre International, οι είκοσι σύντομες ιστορίες του τόμου διαδραματίζονται από το Βουκουρέστι ως το Τορίνο και από το Αμστερνταμ ως το Σαν Φρανσίσκο. Η ανδρική φωνή που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο αναπολεί, στοχάζεται, αυτοαναλύεται και αυτοπαρουσιάζεται μέσα από τη διήγηση επεισοδίων του βίου που αναπτύσσονται με κέντρο κάποια θηλυκή παρουσία: δεκαεξάχρονα κορίτσια, πόρνες στις βιτρίνες της κόκκινης συνοικίας του Αμστερνταμ, γυναίκες που κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά ή παρομοιάζονται με χρυσές βόμβες σε εικονοποιίες σουρεαλιστικού ερωτισμού.

Ανάμεσά τους βρίσκουμε τη μάνα τυλιγμένη με τη μυρωδιά από ζαχαρωτά μέντας, τον ρομαντικό έρωτα των γυμνασιακών χρόνων, την πρώτη ερωμένη, τη γυναίκα-φαντασίωση, τη γυναίκα-μάγισσα, τη γυναίκα-φάντασμα, πραγματικές γυναίκες και γυναίκες-ρόλους οι οποίες έχουν συντελέσει στην απάντηση του ερωτήματος «ποιος είμαι εγώ;» που βασανίζει τον αφηγητή. Μέσα από τη σχέση του μαζί τους, πραγματική ή φαντασιακή ή συμβολική, μέσα από την αιώνια έλξη και πάλη των φύλων, μέσα από τα στερεότυπα που τον καθοδηγούν και από εκείνα που υπερβαίνει ο αφηγητής αυτοπροσδιορίζεται. Ο πόθος, το σεξ, ο έρωτας, η αγάπη, η οικειότητα, η ανταλλαγή ανάμεσα στα φύλα παρουσιάζονται με τρυφερότητα και χιούμορ σε ιστορίες αποδοχής αλλά και ματαίωσης, απελευθέρωσης και ενοχής.

Η χρονική απόσταση που μεσολαβεί ανάμεσα στον χρόνο της ιστορίας και τον χρόνο της αφήγησης εφοδιάζει τον αφηγητή με κριτική ματιά και έναν αυθόρμητο αυτοσαρκασμό, καθώς συχνά βρίσκει τον εαυτό του να υπολείπεται σε αυτογνωσία, σε αμεσότητα και σε γοητεία των γυναικών που ζωγραφίζει. «Οι ιστορίες αυτές δεν είναι ξεχωριστά πορτρέτα γυναικών αλλά ψηφίδες ενός συνολικού πορτρέτου της θηλυκότητας», έχει πει σε συνέντευξή του ο συγγραφέας για το βιβλίο αυτό, που καταλήγει ένας φόρος τιμής προς τη γυναίκα, την οποία μέσα από αφηγήσεις συνηθισμένων περιστατικών αναδεικνύει σε εξαιρετική παρουσία, ακόμη και την κακοχυμένη και ασταθή Ιρίνα, που διάβαζε Ναμπόκοφ και Ντ. Χ. Λόρενς και κατέληξε ασφαλίτισσα του καθεστώτος Τσαουσέσκου.


Μεταμοντέρνος και διεθνής

Γεννημένος το 1956 στο Βουκουρέστι, ο Μίρτσεα Καρταρέσκου ανήκει στους συγγραφείς που ανδρώθηκαν λογοτεχνικά στα χρόνια του καθεστώτος αλλά έχουν καταφέρει με τη γραφή τους να ισορροπήσουν ανάμεσα στην εσωστρέφεια των χρόνων εκείνων και στην αντανακλαστική μιμητική εξωστρέφεια της πρώτης μετακομμουνιστικής περιόδου. Αρχισε να γράφει στα 22 του και ως το 1985 ήταν αφοσιωμένος στην ποίηση. Σήμερα καλλιεργεί όλες τις μορφές του δημιουργικού λόγου ασκώντας παράλληλα και τη λογοτεχνική κριτική.

Ο Καρταρέσκου σπούδασε φιλολογία και από το 1991 διδάσκει ρουμανική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Στη Ρουμανία είναι εξαιρετικά δημοφιλής, το όνομά του όμως είναι αναγνωρίσιμο και στον διεθνή εκδοτικό χώρο. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής Πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ (1994-1995) και στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης (2005), ήταν υποψήφιος το 1992 για το βραβείο Médicis στη Γαλλία και το 2005 τιμήθηκε με το βραβείο Giuseppe Acerbi στην Ιταλία. Στη Ρουμανία έχει λάβει πολλά λογοτεχνικά βραβεία, μεταξύ των οποίων και από τη Ρουμανική Ακαδημία και την Εταιρεία Ρουμάνων Συγγραφέων. Τα βιβλία του ξεπερνούν τα 25 και έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 15 γλώσσες.

Τα πρώτα του βιβλία ήταν ποιητικές καταθέσεις ενός ερωτικού, κυρίως, λυρισμού: (Faruri, vitrine, fotografii… Προβολείς, βιτρίνες, φωτογραφίες, 1980), Poeme de amor (Ποιήματα αγάπης, 1982), Totul (Τα πάντα, 1984), Levantul (Λεβάντες, 1990), Dragostea (Αγάπη, 1994). Η πεζογραφία του, με επιρροές από την αμερικανική μεταπολεμική λογοτεχνία, τον Τζ. Ντ. Σάλιντζερ –τον οποίο ο Καρταρέσκου κατονομάζει ως τον αγαπημένο του συγγραφέα–, τον Τόμας Πίντσον, αλλά και τον Κάφκα και τον Μπόρχες, τον κατατάσσει στους συγγραφείς του ρουμανικού μεταμοντερνισμού. Στη γραφή του αναμειγνύει διαφορετικές μορφές λόγου, χρησιμοποιεί το παραμύθι, τον μύθο και την Ιστορία, το όνειρο, την παρωδία και το παράλογο, κατακερματίζει τον χρόνο σε αφηγήσεις νευρωσικής έντασης και διερευνά ταυτότητες και όρια: τα στοιχεία που συνθέτουν τη ρουμανική ταυτότητα στον χώρο και στον χρόνο στο μυθιστόρημα Nostalgia (Νοσταλγία, 1993) –που θεωρείται το αριστούργημά του– ή τις ταυτότητες φύλων στο μεταγενέστερο Τravesti (Τραβεστί, 1994). Η εργογραφία του περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την –εν πολλοίς αυτοβιογραφική– τριλογία Orbitor (1996-2007), δύο τόμους ημερολογίων και μια διατριβή για τον ρουμανικό μεταμοντερνισμό. Τελευταίο του έργο είναι η συγκεντρωτική συλλογή διηγημάτων Frumoasele străine (Oμορφοι ξένοι, 2010).

Οι συλλογές διηγημάτων είναι πάντοτε ένας καλός τρόπος για να γίνει η γνωριμία ενός συγγραφέα με ένα νέο κοινό. Το «Γιατί αγαπάμε τις γυναίκες;» είναι το πρώτο βιβλίο του Καρταρέσκου που κυκλοφορεί στα ελληνικά και αποτελεί μια εισαγωγή στο έργο του πιο ήπια από το σύνθετο Nostalgia ή το αλληγορικό Orbitor, τα οποία περιμένουμε στη συνέχεια για να έχουμε μια εις βάθος εικόνα των δυνατοτήτων αυτού του συγγραφέα που θεωρείται ίσως η πιο αντιπροσωπευτική πένα της σύγχρονης ρουμανικής λογοτεχνίας.