«Το καλό με τον καρκίνο είναι ότι σε φέρνει στα κιλά που πάντα ήθελες να έχεις. Όταν πριν από μερικά χρόνια με έκοβαν στη μέση σαν κοτόπουλο δεν είχα διανοηθεί ότι κάποτε θα ζύγιζα σαν κοτόπουλο…».

Αυτά είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου στο ΒΗΜΑ ο Μπεν Γκαζάρα το 2006, προσκεκλημένος τότε του φεστιβάλ κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας.

Η ταλαιπωρημένη υγεία του ηθοποιού έφερε τελικά τον θάνατό του την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου στο Μανχάταν της γενέτειράς του, της Νέας Υόρκης. Ηταν 81 ετών.

Το «μαύρο χιούμορ» με το οποίο ο Γκαζάρα αντιμετώπιζε τον καρκίνο ήταν το ένα από τα δυο πράγματα που με είχαν εντυπωσιάσει. Το άλλο ήταν ο υπέρτατος σεβασμός, το πάθος, η λατρεία του προς το πρόσωπο του Τζον Κασαβέτη, του σκηνοθέτη με τον οποίο ο Γκαζάρα μοιράστηκε τα πιο δημιουργικά χρόνια της καριέρας του.

Μετά την πρώτη συνεργασία τους στους «Συζύγους» το 1970 (ο Πολ που υποδύεται εκεί ο Γκαζάρα ήταν ο αγαπημένος του «κασαβετικός» ρόλος) οι δυο τους έγιναν αυτοκόλλητοι ως τον θάνατο του Κασαβέτη. Θαυμάσιες συνεργασίες στο θέατρο και τις δυο ταινίες τους που ακολούθησαν :«Η δολοφονία ενός κινέζου μπουκμέικερ» και «Νύχτα πρεμιέρας». Εγιναν γνήσιοι φίλοι.

Ζητώντας από τον Μπεν Γκαζάρα να συνοψίσει σε μια πρόταση το καλλιτεχνικό προφίλ του Κασαβέτη, εκείνος είχε πει: «Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσει. Διότι τον θεωρώ ιδιοφυία και τον όρο αυτόν δεν τον χρησιμοποιώ συχνά. Ο Τζον ήταν κάπου εκεί έξω, μακριά από όλους μας» συνέχισε κάνοντας ελαφρούς κυματισμούς με το χέρι του. «Μόνος. Εχθρός του συστήματος ,έκανε πάντα αυτό που ακριβώς ήθελε. Δεν υπέκυψε ποτέ σε συμβιβασμούς

Ο σικελικής καταγωγής Μπιάτζιο Αντονι Γκαζάρα γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 28 Αυγούστου του 1930 και για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε περιορισμένος σε ρόλους της τηλεόρασης. Το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο έγινε το 1954 στην «Ανατομία ενός εγκλήματος» του Οτο Πρέμινγκερ αλλά θα έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να κερδίσει την διεθνή αποδοχή ως «κασαβετικός» ήρωας.

Η χειρουργική επέμβαση που έκανε αμέσως μετά τον «Μεγάλο Λεμπόφσκι» (1997) των αδελφών Κόεν σήμανε πολύχρονη απουσία του Γκαζάρα από τα κινηματογραφικά πλατό. Τα τελευταία χρόνια όμως είχε κάπως ανακάμψει και έπαιζε κανονικά.

Στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2006 είχαν παιχθεί δυο ταινίες του, η «Ακτή» του ελληνικής καταγωγής Διονύση Ζερβού και το σπονδυλωτό «Paris je t’aime» όπου εμφανίζεται μαζί με την Τζίνα Ρόουλαντς, χήρα του Κασαβέτη και σχεδόν «αδελφή» του Γκαζάρα. Η τελευταία κινηματογραφική ταινία του που είδαμε στην Ελλάδα είναι το «13» (2010) του Γκέλα Μπαμπλουάνι.

Πως ένας ηθοποιός της εμπειρίας του Γκαζάρα έβλεπε το Χόλιγουντ των τελευταίων χρόνων; «Λεφτά, λεφτά, λεφτά» μας είχε πει. «Λείπει η πρωτοτυπία ,λείπει η γνησιότητα.. Όχι βέβαια ότι δεν έχω κάνει κι εγώ εμπορικές ταινίες. Επρεπε να πληρώνω το νοίκι μου. Αλλά αν είναι να μιλήσουμε πραγματικά για ηθοποιία δεν νομίζω ότι θα αναφερόμουν ποτέ σε αυτές τις ταινίες. Γι ‘αυτό νοιώθω τόσο υπερήφανος που γνώρισα τον Κασαβέτη και που υπήρξα μέλος της «κασαβετικής» παρέας.»
Ο Γκαζάρα τα έλεγε και τα πίστευε. Ένα παράδειγμα ήταν μια ταινία ονόματι «Looking for Paladine» όπου υποδύεται έναν πολυβραβευμένο ηθοποιό, αποτραβηγμένο από τα εγκόσμια. «Επαιξα εκεί γιατί ο Αντζι Κραουκόφσκι, ο σκηνοθέτης, είναι εντελώς τρελός» μας είχε πει. «Αρνήθηκε να χρηματοδοτηθεί από το Χόλιγουντ πληρώνοντας τα πάντα απ’ τη τσέπη του! Ακριβώς όπως θα έκανε ο Τζον Κασαβέτης.»