Ο Αγγλος Τόνι Τζουντ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας του εμβληματικού έργου «Postwar: A History of Europe Since 1945» («Μετά τον Πόλεμο: Μια ιστορία της Ευρώπης μετά το 1945», Penguin Press, 2005) έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 2010 εξαιτίας μιας ανίατης ασθένειας σωματικού εκφυλισμού. Ηταν τότε 62 ετών.Yπήρξε ένας από τους πιο παρεμβατικούς διανοούμενους στις Η.Π.Α και αυθεντία στην ιστορία της Ευρώπης.
Το 1993 είχε προτείνει να μεταλλαχθεί το Ισραήλ από ένα ακραιφνώς ιουδαϊκό κράτος σε ένα κράτος δυο εθνοτήτων με ίσα δικαιώματα. Το εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ τον πολέμησε αλλά εκείνος συνέχισε την κριτική του απέναντι στην ισραηλινή ηγεσία ακόμα και μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας «Xααρέτζ».
Ο τελευταίος δεν ήταν σε θέση, καθώς «με μεγάλη προσπάθεια μπορώ να κινήσω λίγο το αριστερό μου χέρι και το δεξιό είκοσι περίπου εκατοστά από το στήθος μου», όπως έγραψε ο ίδιος στο «Τhe New York Review of Books» στο κείμενό του με τίτλο «Νύχτα» κατά την τελευταία φάση της ασθένειάς του.
Οι συζητήσεις του με τον Σνάιντερ ολοκληρώθηκαν λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατο του. Ο Σνάιντερ τις απομαγνητοφώνησε και τις κατέγραψε με την έγκριση του φίλου του στο βιβλίο «Thinking the Twentieth Century: Intellectuals and Politics in the Twentieth Century» (Σκέψεις για τον 20ό αιώνα: διανοούμενοι και πολιτική στον 20ο αιώνα) που κυκλοφόρησε στις 2 Φεβρουαρίου (Penguin Press, 2012).
Ο 20ός ήταν ένας αιώνας ιδεών και μια εποχή που οι ιδέες των λίγων επηρέασαν, για καλό ή για κακό, τις ζωές των πολλών. Αυτό το βιβλίο παρουσιάζει τις επιτυχίες αλλά και τις αποτυχίες μερικών επιφανών διανοούμενων, εξηγεί τις ιδέες τους και αναδεικνύει τα ρίσκα που πήραν αποδεχόμενοι μια συγκεκριμένη πολιτική δέσμευση.
Σε αυτό το βιβλίο εκφράζει την πεποίθησή του ότι «ο φόβος πως θα αφανιστεί το Ισραήλ από προσώπου γης δεν είναι ένας γνήσιος φόβος, είναι μια πολιτικά υπολογισμένη ρητορική στρατηγική». Ο ίδιος αφιέρωσε μεγάλο μέρος του πρώιμου έργου του στη Γαλλική Αριστερά, αλλά δεν μπορούσε να αποδεχθεί την αλαζονική και απλοϊκή άποψή της ότι η Ρωσική Επανάσταση ήταν η συνέχιση της Γαλλικής.
Ειδικότερα μετά τον Μάη του ’68 «τα κατάλοιπα της σοσιαλιστικής και μαρξιστικής μου αγωγής με έκαναν ενστικτωδώς καχύποπτο απέναντι στην δημοφιλή αντίληψη ότι οι φοιτητές μπορεί να είναι μία, η ακόμα και η μοναδική, επαναστατική τάξη».
«Ο ρόλος του διανοούμενου είναι να λέει την αλήθεια και στη συνέχεια να εξηγήσει γιατί αυτό που λέει είναι αλήθεια» λέει ο Τζουντ, για να συμπληρώσει ότι αυτό που δεν του αρέσει καθόλου «είναι οι διανοούμενοι που προσφέρουν μεγάλες αφηγήσεις ή μεγάλες ηθικοπλαστικές κοινοτοπίες».
Το μεγάλο αμάρτημα των διανοουμένων στον 20ό αιώνα ήταν για τον ίδιο «το να κρίνεις τη μοίρα των άλλων στο όνομα ενός δικού τους μέλλοντος που είδες μόνον εσύ». Επιπλέον «η μεγαλύτερη ιστορία του 20ού αιώνα» θα ήταν «ο τρόπος με τον οποίο όλοι αυτοί οι έξυπνοι άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν πει στους εαυτούς τους αυτά τα πράγματα με όλες τις φρικιαστικές συνέπειες που επακολούθησαν».
Είναι, επιπλέον, επικριτικός απέναντι στις μεταμοντέρνες πολιτισμικές σπουδές και την ψευδομαρξιστική κοινωνική ιστορία που «απλώς αντικατέστησε τους «εργάτες» με τις γυναίκες ή τους φοιτητές, ή τους αγρότες, ή -εν τέλει- τους ομοφυλόφιλους». Μεταξύ άλλων, αναρωτιέται γιατί ο μαρξισμός είχε την επίδραση που είχε στις καθολικές χώρες και αμφισβητεί την «σοσιαλιστική» μεταπολεμική Βρετανία.
Τονίζει δε ότι η κυριότερη διαμάχη του 20ού αιώνα δεν ήταν μόνο αυτή ανάμεσα στην ελευθερία και τον ολοκληρωτισμό, αλλά και η διαμάχη για τον ρόλο του κράτους. Οι διανοούμενοι έχουν χρέους «να επαναπροσδιορίσουν την έννοια του δημόσιου συμφέροντος».
Αυτός «θα είναι ένας πολύ μακρύς δρόμος, αλλά θα ήταν ανεύθυνο να προσποιηθούμε ότι υπάρχει στ’ αλήθεια μια σοβαρή εναλλακτική λύση».