Eνα σκούρο μπλε Πεζό που μεταφέρει τελάρα ζωγραφικής, μια Τζάγκουαρ, ένας Σκαραβαίος δεκαετίας με το ευφημιστικό όνομα Γίγας. Πίσω από το τιμόνι βρίσκονται ένας ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης και μέγας πότης, μια μοιραία γυναίκα θαμώνας των «λιτερατούρ καφέ» και ένας νεαρός ειδικευόμενος ψυχίατρος, ο οποίος, όταν δεν οδηγεί το δικό του κουρσάκι, εκτελεί χρέη σοφέρ για τους δύο προηγούμενους. Ζουν και οι τρεις στο Δυτικό Βερολίνο, τριάντα χρόνια πριν. Τα νερά του ποταμού Σπρέε καθρεφτίζουν το κίτρινο φως των φαναριών κατά μήκος του Τείχους και οι συνοριακοί σκοποί, στα φυλάκια εκατέρωθεν, παρατηρούν τους απέναντι με τα κιάλια. Από τη δυτική μεριά βουίζει μια ζωή ελευθερίας και δημιουργικότητας.

Το τρίτο βιβλίο του θεσσαλονικιού ψυχιάτρου Πέτρου Αυλίδη, που κυκλοφορεί με τον τίτλο «Σοφέρ» (Γαβριηλίδης, 2012, σελ. 251, τιμή 15,98 ευρώ), είναι ένα οδοιπορικό στο θρυλικό μποέμ Βερολίνο της ψυχροπολεμικής εποχής, μια μαρτυρία και ταυτόχρονα ένα αφήγημα ενηλικίωσης, μύησης στην επαγγελματική ζωή, στον έρωτα, στην τέχνη, στο ύφος του βίου. Προηγήθηκαν ένα ερωτικό αφήγημα με τον αλλόκοτο τίτλο «Λοβαφερινσορτκάτς» (Γαβριηλίδης, 1999, με το ψευδώνυμο Λευτέρης Κεΐζης) και το πιο πρόσφατο «Κάψα-χιτ [φουλ μιξ]» (Γαβριηλίδης, 2008), το χρονικό αεργίας ενός εποχικού κατοίκου σε ελληνικό νησί της άγονης γραμμής. Τα χαρακτηριστικά του ύφους των προηγούμενων έργων απαντούν και εδώ: γραφή νευρώδης, κοφτή, σύντομες προτάσεις, συχνά ελλειπτικές, που λειτουργούν με το ρήμα και το ουσιαστικό, τόνος χαλαρός, της οικειότητας, λόγος άμεσος και ταυτόχρονα συνθηματικός, απαλλαγμένος από συναισθηματισμούς και ενίοτε ναρκισσευόμενα λιτός. Στον «Σοφέρ» όμως το βιωματικό υλικό ταξινομείται σε μια αφήγηση μη μυθοπλαστική.

Φρέσκος απόφοιτος της Ιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο συγγραφέας φτάνει το 1980 στο Βερολίνο για ειδικότητα. «Hταν πρόφαση, δεν το ήξερα», γράφει. «Εβλεπα τη συγκεκριμένη πόλη σαν πύλη εισόδου σε διαφορετικά περιβάλλοντα, παντός είδους, και πάλευα να την ανοίξω». Το πρωί απασχολείται ως ειδικευόμενος γιατρός στο νοσοκομείο, το βράδυ κάνει τσάρκες στα μπαρ του Βερολίνου, και κυρίως στο «Φόφι», όπως ήταν γνωστό το μαγαζί της Φώφης Ακριθάκη στη Φαζανενστράσε, το εστιατόριο-μπαρ της συζύγου του ζωγράφου Αλέξη Ακριθάκη, σημείο αναφοράς για τους έλληνες επισκέπτες του Βερολίνου και φημισμένο κοσμοπολίτικο στέκι. «Στάιν, Μποντί, Ζάμελ, Ζάντερ, Λέμπερ και οι λοιπές φίρμες της εποχής, όλοι στο φαν κλαμπ της Φώφης. Και του “Φόφι”, που λεγόταν κανονικά “Εστιατόριο”. Κάτι φίρμες διεθνείς, Γουίλσον, Μπεζάρ και παρόμοιοι ήταν κι αυτοί παρόντες όποτε βρίσκονταν στην πόλη».

Εκεί γνωρίζει ο συγγραφέας και τον καλλιτέχνη Ακριθάκη, που ήταν τότε σαράντα ενός ετών. «Δεν ζωγράφιζε, έψαχνε ατελιέ, μάλωνε τηλεφωνικά με τον Ιόλα για διάφορα, έκανε διάλειμμα απ’ τα χόμπι του και έπινε. Κι επειδή η πόλη ήταν από τότε φουλ στο αλκοόλ-κοντρόλε, έψαχνε για σοφέρ, κάποιον στεγνό. Νυχτερινό ωράριο. Είχε και αϋπνίες. Ταίριαζα στο κόνσεπτ. Με προσέλαβε. … Έμαθα την πόλη τσάκα τσάκα. Και μέσα από τα μάτια του. Έβλεπαν. Έμαθα κι άλλα, περί της ζωής γενικώς. Και ειδικώς». Ακολουθούν διαδρομές στην πόλη. Πλατείες και γέφυρες, τοπία νύχτας, μπαρ, καπνός, μπίρες, κρασί και καλβαντός, άπφελζαφτ για τους απέχοντες από το αλκοόλ, κινηματογράφος, Μπερλινάλε, διάφορες μουσικές, συνάντηση με τη Nico, τη «φωνή» των Velvet Underground, και πολλή ελευθερία στη σκιά των τειχών.

«Το Βερολίνο της εποχής, η ατμόσφαιρα της πόλης με το Τείχος και όλες αυτές οι συλλογικές παρακαταθήκες περί μιας πόλης που είχε περάσει από τον μεσοπόλεμο και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ασκούσαν στη γενιά μου μια γοητεία που όταν έφτασα στην πόλη την ένιωσα να υπάρχει, δεν ήταν μια κατάσταση του μυαλού», λέει στο «Βήμα» ο Πέτρος Αυλίδης. Μετά το χτίσιμο του Τείχους, υπό τον διαρκή φόβο εισβολής των Σοβιετικών από τα ανατολικά, η πόλη αδειάζει. Για να φρενάρουν το φευγιό του κόσμου, οι Δυτικοί θεσπίζουν προνόμια για τους κατοίκους της πόλης: φοροαπαλλαγές, επιδόματα, απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία. Φτηνά ενοίκια, φτηνό φαΐ, φτηνή διασκέδαση. Η πόλη γίνεται καταφύγιο των φτωχών και των περιθωριακών και, όπως μας λέει ο συγγραφέας, «Πολύ ιδιαίτερα άτομα, από τους εξτρίμ περιθωριακούς ως τους νορμάλ περιθωριακούς, ζούσαν εκεί κι έδιναν στην πόλη χρώμα και ουσία».

Η αφήγηση σταματά στο 1989, όταν το Τείχος πέφτει. Ο συγγραφέας παραμένει στην πόλη για άλλα εννέα χρόνια. Το 1998 κλείνει το ιδιωτικό ιατρείο του στο Βερολίνο και έκτοτε, απαλλαγμένος από επαγγελματικές υποχρεώσεις, μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Φολεγάνδρου και Βερολίνου. Τα χρόνια από το 1989 και εξής, η εμπειρία μιας πόλης σε αλλαγή, αποτελούν το υλικό ακόμη δύο τόμων μιας υπό εξέλιξη «τριλογίας του Βερολίνου».

Με την ένωση των δύο Γερμανιών οι πριμοδοτήσεις σταματούν. Ο χαρακτήρας της πόλης αρχίζει να αλλάζει. «Σήμερα το Βερολίνο βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση στην οποία συνυπάρχουν αντίθετες τάσεις», μας εξηγεί ο συγγραφέας: «Από τη μια έχουμε εκείνους που ξέρουν την πόλη από παλιά και θέλουν να τη διατηρήσουν όπως ήταν και από την άλλη αναδύεται μια νέα τάξη που θέλει μια πόλη με γκλάμουρ, δόξα, αίγλη, δύναμη, με ένα πρόσωπο διαφορετικό από αυτό της πόλης των μποέμ. Σε δέκα χρόνια θα δούμε ποια τάση θα υπερισχύσει, ελπίζω και εκτιμώ ότι η πόλη θα καταφέρει να διατηρήσει τον γοητευτικό χαρακτήρα της».

Από το Βερολίνο του Τείχους στο Βερολίνο της κρίσης

«Αναζητώ το Βερολίνο για να μην με ποτίσει ο επαρχιωτισμός της Ελλάδας», μας είπε ο 57χρονος Πέτρος Αυλίδης λίγο πριν αναχωρήσει για τη γερμανική πρωτεύουσα. «Ήταν ένας επαρχιωτισμός πολύ έντονος στα χρόνια του νεοπλουτισμού, τον οποίο σήμερα βλέπω αλλιώς. Τον βρίσκω λιγότερο κωμικό από τότε, πιο σκοτεινό και επικίνδυνο, γιατί κλεινόμαστε στο καβούκι μας από κομπλεξισμό και αντί να ασχολούμαστε με την ευθύνη μας και τις επιλογές μας ασχολούμαστε με τους άλλους, αγανακτούμε, αναρωτιόμαστε γιατί μας καταπιέζουν, γιατί μας τιμωρούν, γιατί “θέλουν το κακό μας”».

Τι γίνεται από την άλλη πλευρά του… τείχους της κρίσης; «Η κοινωνική ελίτ της Γερμανίας κοιτάζει με περιέργεια την κατάντια μας. Λίγοι κάνουν σκέψεις για τη δική τους συμμετοχή στο πρόβλημα, λίγοι εξετάζουν σε ποιους πολιτικούς έδιναν το χέρι ή ότι έκλειναν τα μάτια μπροστά στην ανικανότητα ή στην έλλειψη ακεραιότητας από τους πολιτικούς μας», εκτιμά ο συγγραφέας και συμπληρώνει, «έχω την αίσθηση όμως ότι δεν θέλουν να καταστραφούμε, όχι μόνο γιατί θα χάσουν μια αγορά, όχι μόνο γιατί θα υποστούν και οι ίδιοι τις συνέπειες, αλλά κυρίως επειδή η Ελλάδα μέσα τους είναι μια ουσιαστική οντότητα. Ο μέσος Γερμανός που έχει κάποια μόρφωση γνωρίζει την ελληνική μυθολογία και η Ελλάδα έχει περάσει μέσα του πολιτισμικά πιο βαθιά από ό,τι νομίζουμε. Πιστεύω ότι θα τους φαίνεται άσχημο να καταλήξουν με μια Ευρώπη στης οποίας τον χάρτη δεν θα υπάρχει Ελλάδα για να τη δείχνουν. Ίσως γελιέμαι. Υπάρχει ασφαλώς ο κίτρινος Τύπος και η κίτρινη μάζα που τον παρακολουθεί και πιέζει την κυβέρνηση με την ψήφο της, όμως οι μορφωμένοι Γερμανοί της μεσαίας τάξης, που έχουν γνωρίσει την Ελλάδα μέσα από τη διαπαιδαγώγηση και την παιδεία τους, συγκινούνται με τη χώρα μας και την αγαπούν. Ξέρουμε τι λέει ο γερμανικός κίτρινος Τύπος, το μαθαίνουμε από τα κανάλια, δεν ξέρουμε όμως στην Ελλάδα τι λένε οι άλλοι Γερμανοί και από αυτούς τους “άλλους”, που έχουν την Ελλάδα μέσα τους, προέρχεται και η τάξη των πολιτικών, γι’ αυτό και πιστεύω ότι δεν θα μας αφήσουν να καταστραφούμε».