Μάρτιος, 1980, στο χιονισμένο εγκαταλελειμμένο χωριό Παλαιός Παντελεήμονας στον Όλυμπο, γνώρισα τον Θόδωρο Αγγελόπουλο καλύπτοντας για λογαριασμό του «Βήματος» τα γυρίσματα της πέμπτης ταινίας του, «Μεγαλέξανδρος». Το ρεπορτάζ είχε δημοσιευθεί στο φ. της Τρίτης 25ης Μαρτίου της ιδίας χρονιάς. Αφορμής δοθείσης του πρόσφατου θανάτου του Θ. Αγγελόπουλου, το κείμενο αναδημοσιεύεται αυτούσιο.

Ταξίδι στο κρυφό παρελθόν η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου
Ο Μεγαλέξαντρος Χριστός και Αρης Βελουχιώτης
Το Δημαρχείο της Σύρου, ένα μεγαλόπρεπο νεοκλασικό κτίριο, κοντά στην παραλία του νησιού, είχε περικυκλωθεί από δεκάδες στρατιώτες, ληστές και αναρχικούς, που ετοιμάζονταν να «εισβάλουν» μέσα στις φωτεινές αίθουσές του.

Η ώρα ήταν περασμένα μεσάνυχτα και έβρεχε τόσο δυνατά που οι ληστές αναγκάσθηκαν να… δανεισθούν μερικές ομπρέλες από τα γειτονικά σπίτια, για να μην περιμένουν στη βροχή το σύνθημα για «εισβολή». Οι στρατιώτες έβριζαν μέσα απ’ τα δόντια τους, γιατί οι λουστραρισμένες μπότες τους κόλλησαν στη λάσπη, ενώ οι αναρχικοί, με τις μακριές μάλλινες κάπες τους κατέφυγαν στο γειτονικό καφενείο και απολάμβαναν ήσυχα το ζεστό τσάι, που τους πρόσφερε ο Συριανός καφετζής.

Οι λίγοι χωροφύλακες που βρίσκονταν εκεί, όχι μόνο δεν επενέβησαν, αλλά βοηθούσαν κάπου κάπου τους ληστές και τους αναρχικούς να ξεκολλήσουν από τη λάσπη και προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον κόσμο να μην πλησιάσει στην πλατεία.

Αν δεν υπήρχαν οι δυνατοί προβολείς του κινηματογραφικού συνεργείου, ο επισκέπτης σίγουρα θα ξαφνιαζόταν βλέποντας τους χωροφύλακες να περπατούν αγκαλιά με οπλισμένους γενειοφόρους ληστές και αναρχικούς, να αστειεύονται μεταξύ τους και να βοηθά μάλιστα ο ένας τον άλλο να ξεκολλήσει από τη λάσπη. Τέτοια «συνύπαρξη» της εξουσίας με την… παρανομία μόνο σε ταινία μπορούσε να υπάρξει. Σε μια ταινία ή για να ακριβολογούμε στα παρασκήνια της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου για τον «Μεγαλέξανδρο».

Ο σκηνοθέτης εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ γύριζε πίσω το ρολόι του χρόνου. Παρουσίαζε μια άλλη Ελλάδα που ίσως οι περισσότεροι από εμάς να μην είχαν γνωρίσει. Την Ελλάδα του 19ου αιώνα με τους ληστές, την αναρχία, τους γαιοκτήμονες και τους γραφικούς στρατιώτες της.

Νύχτα της 31 Δεκεμβρίου του 1899. Το Δημαρχείο της Σύρου ολόκληρο μοιάζει να χορεύει βαλς. Γιορτάζεται η είσοδος του νέου χρόνου και παράλληλα ο ερχομός του 20ού αιώνα. Μόνο που για τις ανάγκες της ταινίας, το νεοκλασικό αυτό Δημαρχείο (αρχιτεκτονιμκό καμάρι του κυκλαδίτικου νησιού) μετατράπηκε μέσα σε μια μέρα (εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ) σε ανάκτορο, στην πλατεία του Συντάγματος.

Ο πολιτισμός του 20ού αιώνα, απομακρύνθηκε βιαστικά από το Δημαρχείο. Οι καρέκλες, τα τραπέζια, τα γραφεία, τα τηλέφωνα, ακόμα και οι γλόμποι από τους πολυέλαιους ξηλώθηκαν και μεταφέρθηκαν πρόχειρα στην πλατεία. Η ώχρα των τοίχων είναι ακόμη φρέσκια και η κολώνα του ηλεκτρικού από τσιμεντένια έγινε ξύλινη. Μπροστά από το κτίριο, τοποθετήθηκε ένα παλιό κιγκλίδωμα και για να μην φαίνεται ένα ψιλικατζίδικο στη γωνία, τοποθετήθηκαν δίπλα του δύο φρεσκοβαμμένες σκοπιές. Στις γύρω κολώνες της ΔΕΗ φυτεύτηκαν αγριονερατζιές, ενώ τα διάφορα καλώδια βάφτηκαν και εξαφανίστηκαν έτσι τεχνικά από την πλατεία.

Σε κάθε σημάδι του πολιτισμού φυτεύτηκαν αγριομανταρινιές και γενικά ολόκληρη η πλατεία μοιάζει μ’ ένα απέραντο καταπράσινο πάρκο. Οι διαφημιστικές ταμπέλες των καταστημάτων ξηλώθηκαν και στη θέση τους μπήκαν νεοκλασικά πορτοπαράθυρα και απομακρύνθηκε κάθε τροχοφόρο από την περιοχή. Μόνο μια φρεσκοβαμμένη άμαξα πηγαινοερχόταν στην πλατεία – κήπο και αποβίβαζε τους υψηλούς καλεσμένους της βασιλικής οικογένειας. Η άμαξα αυτή είναι η μοναδική που υπάρχει στην Ελλάδα και χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές από τον σκηνοθέτη (αλλάζοντας απλώς τη μπογιά της) για τη μεταφορά ληστών, αναρχικών και εγγλέζων στρατιωτικών.

Η αλλαγή αυτή των τοποθεσιών και των χώρων δεν είναι ιδιομορφία της ταινίας. Ολα αυτά που ο θεατής τα βλέπει στη μεγάλη οθόνη σαν πραγματικά και σοβαρά, είναι όλα ψεύτικα. Αυτό συμβαίνει σε κάθε ταινία και εξαρτάται βασικά από την ευρηματικότητα του σκηνοθέτη.

Στον Ολυμπο
Ενα περίπου μήνα μετά την έναρξη του γυρίσματος του Μεγαλέξαντρου, το κινηματογραφικό συνεργείο μεταφέρεται στον Ολυμπο σ’ ένα χωριό, τον Παλαιό Παντελεήμονα, που οι κάτοικοί του το έχουν εγκαταλείψει. Χρειάσθηκε ένας ολόκληρος χρόνος συνεχούς αναζητήσεως ώσπου να ανακαλυφθεί αυτό το χωριό.

Ισως να είναι το μοναδικό στην Ελλάδα που ο πολιτισμός δεν το άγγιξε. Ο,τι έπρεπε δηλαδή για τις ανάγκες της ταινίας του 1899. Χωρίς χρονοτριβή, επισκευάσθηκαν τα μισογκρεμισμένα αρχοντικά, τοποθετήθηκαν οι προβολείς, οι γεννήτριες και οι κινηματογραφικές μηχανές και άρχισε το γύρισμα. Ενα γύρισμα που όπως είπαν οι τεχνικοί της ταινίας συνεχίσθηκε μετ’ εμποδίων. Το χιόνι που έπεφτε βαρύ στην περιοχή του Ολύμπου έριξε πίσω τον προγραμματισμό. Οι ηθοποιοί κολλούσαν στη λάσπη κι ένα άλογο που χρησιμοποιούσε ο Μεγαλέξανδρος σκοτώθηκε σε ατύχημα. Ακόμα μια βάρκα, πάνω στην οποία ήταν εγκατεστημένο το κινηματογραφικό συνεργείο βούλιαξε με το πλήρωμά της στα παγωμένα νερά του Πηνειού, ενώ πολλοί κομπάρσοι απόφευγαν να γυρίσουν δύσκολες σκηνές.

Οι περισσότερες δυσκολίες όμως γρήγορα ξεπεράστηκαν και άρχισε το γύρισμα. Εκατοντάδες απλοϊκοί αγρότες έτρεξαν στο κάλεσμα των τεχνικών της ταινίας, φόρεσαν στολές, κάπες και μανδύες και παρίσταναν χωρίς καμιά προηγούμενη διδασκαλία τους στρατιώτες, τους ληστές και τους αναρχικούς. Το μοναδικό πρόβλημα που συνάντησαν οι τεχνικοί της ταινίας ήταν τα… μαλλιά των κομπάρσων. Ολοι είχαν μακριά μαλλιά, ενώ ο Αγγελόπουλος τους ήθελε με κοντά. Μ’ ένα καλό φιλοδώρημα και οι πιο δύσπιστοι πειθάρχησαν στις εντολές του σκηνοθέτη. Δημιουργήθηκαν υπαίθρια κουρεία και οι αγρότες κούρευαν ο ένας τον άλλο.

Ο «Μεγαλέξανδρος», ο λαϊκός ήρωας των Ελλήνων, γίνεται σύμβολο στην ταινία του Αγγελόπουλου. Ορισμένοι τον παρουσιάζουν σαν τον Χριστό, ενώ άλλοι σαν τον Αρη τον Βελουχιώτη. Οπως ο Αρης κι ο Χριστός έκαναν πορείες και βαφτίσια στο διάβα τους, έτσι και ο «Μεγαλέξανδρος» κάνει στην ταινία μια μεγάλη πορεία, στα χωριά των Γρεβενών και του Ολύμπου και βαφτίζει τους «πιστούς».

Αλλά στα χωριά αυτά, το χιόνι έφτανε ως τα δύο μέτρα και το κρύο ήταν πράγματι τσουχτερό. Κανένας δεν δεχόταν να βγάλει τα ρούχα του για να τον «βαφτίσει» ο ιταλός ηθοποιός Ομέρο Αντονούτι που υποδύεται τον Μεγαλέξανδρο στην ταινία. Ούτε ακόμα και οι κομπάρσοι που ως τώρα συμπαραστάθηκαν στο έργο του Αγγελόπουλου.

Ο σκηνοθέτης τότε πρόσφερε τρεις χιλιάδες δραχμές σ’ όποιον βγάλει τα ρούχα του και δεχτεί να του ρίξει λίγες σταγόνες νερό στο σώμα του ο ιταλός ηθοποιός. Και τότε πολλοί νεαροί δέχτηκαν και άλλη μια δυσκολία της ταινίας ξεπεράστηκε.

Το εγκαταλειμμένο χωριό Παλαιός Παντελεήμονας στους πρόποδες του Ολύμπου ήταν γεμάτο ζωντάνια τις τελευταίες ημέρες. Ηθοποιοί και κομπάρσοι μπαινόβγαιναν σ’ αυτό, δίνοντάς του ζωή. Ενα παλιό σχολείο μετατράπηκε μέσα σε λίγες ώρες σ’ ένα σχολείο του 19ου αιώνα, μέσα στο οποίο δόθηκε ένα μεγαλόπρεπο χωριάτικο γλέντι για τον ερχομό του Μεγαλέξανδρου. Τρεις φορές χρειάσθηκαν οι σκηνογράφοι να βάψουν και να ξαναβάψουν τους τοίχους του σχολείου για να φαίνεται ότι είναι του περασμένου αιώνα. Κτίσθηκαν καινούργιοι τοίχοι, τοποθετήθηκαν καινούργια παράθυρα, κατασκευάσθηκαν τζάκια και λάμπες πετρελαίου για να συμπληρώσουν το ντεκόρ. Κι όλα αυτά οι τεχνικοί και οι αγρότες τα έκαναν αδιαμαρτύρητα, χωρίς να δείξουν οποιαδήποτε δυσφορία.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί συχνά στην ταινία του τη λεγόμενη «κινηματογραφική γεωγραφία». Αγνοεί δηλαδή τον πραγματικό χώρο και δημιουργεί έναν άλλο (φανταστικό) χώρο που δεν υπάρχει στη γεωγραφία πουθενά, χρησιμοποιεί επίσης ανάκατα πλάνα. Δεν υπάρχει δηλαδή στο γύρισμα μια λογική σειρά των γεγονότων του σεναρίου. Μπορεί για παράδειγμα να κινηματογραφήσει πρώτο το τέλος του έργου (για οποιοδήποτε λόγο) και στο τέλος την αρχή του έργου. Αυτό όμως κουράζει τους ηθοποιούς ψυχολογικά, γιατί δεν μπορούν να παίζουν τον ρόλο τους με μια λογική συνέχεια, όπως συμβαίνει στο θέατρο.

Στην ταινία εμφανίζονται και άγγλοι στρατιώτες. Οι στρατιώτες αυτοί δεν είναι τίποτα άλλο από κομπάρσους Εγγλέζους που βρίσκονται στην Αθήνα. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και διπλωματικοί υπάλληλοι, για να παραστήσουν τους στρατιώτες, οι οποίοι προσφέρθηκαν ευγενώς από την αγγλική πρεσβεία. Τέλος, οι ιταλοί αναρχικοί που παρουσιάζονται στην ταινία είναι ηθοποιοί από την Ιταλία που βρίσκονται μήνες τώρα στην Ελλάδα για τις ανάγκες του γυρίσματος.

Η υπόθεση του έργου είναι φανταστική και συνδυάζεται με τη σφαγή του Δήλεσι. Ο Μεγαλέξανδρος κατά τον Αγγελόπουλο, είναι ο λαϊκός ήρωας, ο ελευθερωτής, όπως διασώθηκε από διάφορες φυλλάδες και όχι ο στρατηλάτης. «Η φυλλάδα αυτή (λέει) μου δίνει το σχήμα του ήρωα και η σφαγή του Δήλεσι μια αφετηρία από την οποία η ιστορία απογειώνεται ταχύτατα».