Γνώρισα τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στη δικτατορία, από κοινούς φίλους του Σύγχρονου Κινηματογράφου, έκανα μάλιστα ένα γρήγορο «πέρασμα» στον «Θίασο». Στις ταινίες του με γοήτευε η στοχαστικότητα, η αίσθηση του τραγικού, η έντονη κοινωνική και ιστορική αναφορά, οι γεμάτες νόημα σιωπές, η αρχιτεκτονική της αφήγησης, η αισθητική της εικόνας, η προσωπική ακόμη καλλιέργεια που αναδυόταν από όλα αυτά. Τον εκτιμούσα για όσα μου πρόσφερε, για όσα μου δίδαξε ακόμη και για τη δική μου συγγραφική δουλειά.

Τον αγάπησα όμως όταν, με αφορμή το σενάριο της τελευταίας του ταινίας, και έχοντας διαβάσει ένα διήγημά μου για τους Κούρδους της Πάτρας, μου ζήτησε να συνεργαστούμε. Συνεργαστήκαμε γι’ αυτό το σενάριο τρία περίπου χρόνια. Η συνεργασία εξελίχθηκε σε φιλία με τη Φοίβη και τον ίδιο. Κουβεντιάζαμε πλέον για τα πάντα στο γραφείο του, στα σπίτια μας και αλλού.
Ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του «Η άλλη θάλασσα» είναι από στίχο του Σεφέρη, εμβληματικού ποιητή για τον Αγγελόπουλο. Τα αρχικό σενάριο αναφερόταν στους μετανάστες της Πάτρας, γι’ αυτό και είχε αναφορές στο «Μουσαφεράτ» του Βασίλη Λαδά – εκτός από το δικό μου διήγημα. Είχε έρθει πολλές φορές στην Πάτρα και συζήτησε με πολλούς. Με το ξέσπασμα της κρίσης ο Αγγελόπουλος άλλαξε κέντρο εστίασης και δημιούργησε ένα έργο για την κοινωνική, ιδεολογική και ηθική κρίση που μας μαστίζει, όπου το μεταναστευτικό έχει βέβαια μεγάλο ρόλο. Ο Αγγελόπουλος προσπάθησε να καταλάβει, να δει, να σκεφτεί, ακόμη και να σωπάσει με τον δικό του τρόπο.
Αξονας της ταινίας είναι η ευαίσθητη σχέση ενός πατέρα με την εικοσάχρονη κόρη του, άτομα που λειτουργούν με αντίθετο τρόπο μέσα στη σπαρασσόμενη σύγχρονη κοινωνία. Τα τραγικά γεγονότα είναι απολύτως αναμενόμενα, ενώ το τέλος ισορροπεί ανάμεσα σε μια αυτοκτονία και μια φυγή προς το άγνωστο. Ερωτήματα και σιωπές αίρονται πάνω από αυτή τη μελαγχολική ισορροπία.
Θα τολμούσα να πω ότι με αυτή την ταινία, που δεν θα ολοκληρωθεί, μοιάζει να κλείνει ο στοχαστικός κύκλος που άνοιξε με τον εμβληματικό για τον παγκόσμιο κινηματογράφο «Θίασο». Σ’ αυτή την αίσθηση συντελεί και το ότι μια παρέα από νεαρούς κυρίως, Ελληνες και μετανάστες, προσπαθούν χωρίς επιτυχία να ανεβάσουν μια παράσταση από την «Οπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ.
Εδώ σταματούν οι όποιες ομοιότητες, το είδωλο του ενός στον καθρέφτη του άλλου, κάτι που είναι σχεδόν τυπικό στη μακρόχρονη δημιουργία. Η άλλη θάλασσα είναι ένα έργο αλλιώτικο, πολύ πιο σκληρό, καθώς αναφέρεται αποκλειστικά στο «σήμερα», στην εν προόδω διάλυση της σημερινής κοινωνίας, στο πολιτικό και προσωπικό αδιέξοδο, σε μια κατάσταση σκοτεινή και δυσοίωνη.

Διανοούμενος της Αριστεράς
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος υπήρξε ως το τέλος ένας διανοούμενος της Αριστεράς, δεν είχε σχέση όμως με τα σημερινά αριστερά σχήματα. «Μένω εν συγχύσει αριστερός» επέμενε, παραμένοντας ανθρωποκεντρικός, εστιασμένος στο ανθρώπινο δράμα εντός του μείζονος, πολιτικού επίσης, δράματος.
Το πιο σημαντικό είναι ότι η πολιτική του εκφράστηκε μέσα από τους κανόνες μιας κινηματογραφικής τέχνης, με αυστηρές απαιτήσεις ως προς την αφήγηση και ως προς την αισθητική της. Η κινηματογραφική του τέχνη, δηλαδή, ήταν που αυτό που ανέδειξε τον πολιτικό του στοχασμό σε πανανθρώπινο όσο και ατομικό ζήτημα, ώστε η τέχνη του να έχει μείνει σαν σταθερό σημείο αναφοράς στην προσωπική ή τη συλλογική μνήμη.
Θα έλεγα ότι μπόρεσε να αναπτύξει μια προσωπική αφήγηση για τις ιστορικές περιόδους που σήμαιναν γι’ αυτόν κάτι πιο προσωπικό (Κατοχή, Εμφύλιος), ή για άλλες που τον συγκινούσαν.
Υπήρξε, με δυο λόγια, ένας ανανεωτής της ιστορικής κινηματογραφικής αφήγησης. Χωρίς κινηματογραφική ορολογία, θα έλεγα απλά ότι αυτό οφείλεται, ξανά, στον ανθρωποκεντρισμό του, στην αίσθηση του τραγικού, στη στοχαστικότητα και τη μόρφωσή του. Βοήθησε και η έξοδος της κάμερας προς τη ζωή της επαρχίας και προς τους ανοιχτούς ορίζοντες της υπαίθρου.
Ομως αυτά δεν αρκούν για να γίνει κατανοητή η ανανέωση της ιστορικής αφήγησης που έγινε από τον Αγγελόπουλο. Η κινηματογραφική του δεξιοσύνη πάνω απ’ όλα, αλλά και η πολλή δουλειά («Η άλλη θάλασσα», π.χ. γράφτηκε και διορθώθηκε πάνω από 100 φορές) ήταν αυτά που δημιούργησαν την «αγγελοπουλική» ιστορική αφήγηση.
Ο Αγγελόπουλος δεν βρήκε στην πατρίδα του, που τώρα τον θρηνεί, σχεδόν καθόλου χρήματα για την ταινία (όχι ότι υπήρχαν για διάφορα άλλα), και αυτό τον βασάνιζε πολύ. Ξεκίνησε με ελάχιστα χρήματα και μεγάλο πείσμα τα γυρίσματα στις 29 Δεκεμβρίου του περασμένου χρόνου.
Την παραμονή, Δευτέρα μεσημέρι, είχα περάσει τυχαία από το γραφείο του στα Εξάρχεια, και από εκεί πήγα από το Ρεξ όπου ο Θόδωρος γύριζε. Ηταν το τελευταίο του ολοκληρωμένο τράβηγμα. Μέσα στον κόσμο, μέσα στο σκοτάδι είπαμε μερικές ζεστές κουβέντες. Δεν θέλω να σκέφτομαι ότι την επομένη σκοτώθηκε με αυτό τον άθλιο τρόπο.
Θέλω όμως να θυμάμαι ότι πέρυσι στη γιορτή του εκείνος, η Φοίβη, ο Ηλίας κι εγώ πήγαμε σε ένα ταβερνάκι της γειτονιάς μου, όταν συνέβη το εξής απίστευτο: μπήκε μια παρέα πλανόδιων μουσικών με χρυσές καδένες, χρυσά ρολόγια, αλλά και με κλαρίνα, τουμπελέκια κι ένα ακορντεόν! Επαιζαν δημοτικά. Οταν πλησίασαν στο τραπέζι μας, τους ζητήσαμε και μας έπαιξαν το «Μωρή κοντούλα λεμονιά». Γιορτάσαμε.

Το κλάμα του Γουίλεμ Νταφόε
Στο περυσινό Φεστιβάλ Βενετίας «Το Βήμα» συνάντησε τον τελευταίο πρωταγωνιστή σε ολοκληρωμένη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Γουίλεμ Νταφόε. Ο αμερικανός ηθοποιός που είχε παίξει στη «Σκόνη του χρόνου» βρισκόταν στη Μόστρα για την ταινία «4:44 Last Day on Earth» του Εϊμπελ Φεράρα, δέχθηκε όμως να μας μιλήσει λίγο για τη συνεργασία του με τον Τεό.
Η ανάμνηση του προκάλεσε χαμόγελα. «Ξέρεις, σε αυτή την ταινία» είπε ο Νταφόε «ο Τεό έκανε πρώτος αυτό που ήθελε να δει από μένα κι εγώ στη συνέχεια τον αντέγραφα. Κάποιοι βρίσκουν αυτή τη μέθοδο τρομερά ενοχλητική, εγώ όμως τη λάτρεψα. Και ξέρεις, ο Τεό δεν μιλάει πολύ καλά τα αγγλικά. Την περισσότερη ώρα μιλούσε ιταλικά ή γαλλικά. Αλλά τον θυμάμαι. Ηταν απίστευτα παραστατικός. Εκανε όλον τον ρόλο για μένα και μετά μου έλεγε “τώρα παίξ’ το εσύ”. Αλλά αυτό που δεν ξεχάσω ποτέ είναι που μου έλεγε “θα κάνεις εκείνο, θα κάνει το άλλο και το παράλλο… και μετά θα κλάψεις: You cry!”. “Μα, βρε Τεό” του έλεγα εγώ “πώς;”. “Οχι, όχι, όχι. You cry!”. Κι έτσι κάναμε το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Εσύ τον ξέρεις καλά; Να του πεις ότι τον αγαπώ πολύ και ότι μου λείπει».

Το γκρο πλαν της Ζαν Μορό
«Οταν δουλεύω με έναν τόσο μεγάλο σκηνοθέτη πάντα αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ μας, ένα είδος ;vσμωσης» είχε πει η Ζαν Μορό στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη για τη συνεργασία της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» αλλά και στη μικρού μήκους «Τρία λεπτά» που γυρίστηκε με αφορμή τα 60 χρόνια του Φεστιβάλ Καννών. «Είναι εσωστρεφής, με τεράστια αποθέματα υπομονής. Συγκεντρώνεται με ένταση σε αυτό που πρέπει να κάνει, ξέρει τι θέλει για την ταινία του και είναι απαιτητικός με τον εαυτό του και τους συνεργάτες του. Και εγώ και ο Μαρτσέλο (Μαστρογιάνι) είχαμε θαυμάσιες σχέσεις μαζί του. Πάντα μας σκεφτόταν. Μια μέρα μου λέει: “Σας πειράζει που δεν σας κάνω γκρο πλαν;”. “Μου είναι αδιάφορο” του απαντώ. “Γιατί ξέρω” συνεχίζει “ότι τα γκρο πλαν αρέσουν στις γυναίκες ηθοποιούς. Ισως σας κάνω ένα για μία σκηνή”. Μερικούς μήνες μετά έρχεται και μου λέει: “Τελικά το έκοψα στο μοντάζ. Δεν μου αρέσουν τα γκρο πλαν. Προτιμώ τα γενικά πλάνα”. Μου δίνετε τώρα την ευκαιρία να του πω ότι στα “Τρία λεπτά” τελικά κάναμε γκρο πλαν!».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ