Προς το τέλος του αντάτζιο, του τελευταίου µέρους της Ενάτης Συµφωνίας του Γκούσταβ Μάλερ, µε τα φώτα να σβήνουν σιγά-σιγά πάνω στην ορχήστρα και τέλος στο πόντιουµ του µαέστρου, γίνεται ακόµη πιο σπαρακτικό το µεταφυσικό ρίγος αυτής της ωδής στον θάνατο του βοηµού συνθέτη. Μαέστρος ο Κλάουντιο Αµπάντο, ο µεγαλύτερος ίσως ζων διευθυντής ορχήστρας της εποχής µας, σε µια αξέχαστη µουσική εµπειρία µε την ορχήστρα του Μουσικού Μαΐου της Φλωρεντίας πάνω στη σκηνή της νέας Οπερας. Η συναυλία αυτή απετέλεσε µέρος των δεκαήµερων επετειακών εκδηλώσεων για τα εγκαίνια της κεντρικής σκηνής της φλωρεντινής Οπερας, όπου επίσης συµµετείχαν αστέρες της σύγχρονης µουσικής ζωής, από τον Ζούµπιν Μέτα και τον Φάµπιο Λουίζι ως τον Στέφανο Μπολάνι και τον Λεωνίδα Καβάκο.

Τα εγκαίνια της νέας Οπερας τον περασµένο ∆εκέµβριο ολοκλήρωσαν τον εθνικό κύκλο εκδηλώσεων του 2011 για τα 150 χρόνια της ιταλικής δηµοκρατίας και την ενοποίηση του νεότερου ιταλικού κράτους. Τούτο υπήρξε άλλωστε αφορµή για την περάτωση του µεγαλύτερου µέρους του έργου σε δύο µόλις χρόνια, σε µελέτη του αρχιτεκτονικού γραφείου ABDR της Ρώµης που απέσπασε το πρώτο βραβείο στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισµό του 2008. Το εργοτάξιο της νέας Οπερας έκλεισε αµέσως µετά γιατί θα χρειαστεί ακόµη ένας χρόνος για την ολοκλήρωση του έργου, της σκηνής δηλαδή της Οπερας, της δεύτερης αίθουσας συναυλιών 1.000 θέσεων, των πολυάριθµων λειτουργικών χώρων καθώς και των γραφείων και υπηρεσιών του Φλωρεντινού Μαΐου που θα στεγαστούν στο ίδιο συγκρότηµα.

Η νέα Οπερα έρχεται να αντικαταστήσει το ιστορικό ∆ηµοτικό Θέατρο το οποίο ανεγέρθηκε το 1861 κατ’ αρχάς ως ανοιχτή «φλωρεντινή αρένα» για την πόλη που θα γινόταν πρωτεύουσα της Ιταλίας από το 1865 ως το 1871. Η ιστορία του θεάτρου από τότε υπήρξε πολυκύµαντη όσον αφορά τις συνεχείς µετατροπές και προσαρµογές του κτιρίου για την κάλυψη των απαιτητικών αναγκών των συναυλιών και των παραστάσεων του διάσηµου τοπικού µουσικού φεστιβάλ που ιδρύθηκε το 1933, αλλά και για τις διορθώσεις της ακουστικής που φθάνουν ως τη δεκαετία του 1980.

Πολιτισμικό κέλυφος

Το νέο συγκρότηµα της Οπερας χωροθετείται από το ρυθµιστικό σχέδιο της πόλης στις βορειοδυτικές παρυφές του κέντρου της, σε µια εγκαταλειµµένη περιοχή των ιταλικών σιδηροδρόµων και σε άµεση γειτνίαση µε τον πράσινο πνεύµονα της Φλωρεντίας, το τεράστιο δηµόσιο πάρκο των Κασίνε 160 εκταρίων και µήκους 3,5 χλµ. πάνω στον ποταµό Αρνο, αρχικής ιδιοκτησίας του Κόζιµου Α’ των Μεδίκων.

Η νέα Οπερα αποτελείται από µια σειρά κτιριακών κελυφών σε αρµονική ογκοµετρική σχέση ως προς το ιστορικό αστικό απόθεµα και προφανή στόχο τη νέα αξιολόγηση και λειτουργική ενίσχυση αυτού του κοµµατιού πόλης που τις τελευταίες δεκαετίες ζούσε µια αισθητή περιθωριοποίηση. Για να πετύχουν αυτόν τον στόχο οι αρχιτέκτονες διαµόρφωσαν µια σειρά κελυφών – αστικών λόφων, µετέτρεψαν δηλαδή τους εξωτερικούς χώρους του συγκροτήµατος (εκτός του πύργου της σκηνής), τα δώµατα και τις κεκλιµένες προσπελάσεις σε βιώσιµους δηµόσιους χώρους, διαρκώς προσβάσιµους από το κοινό.

Με τον τρόπο αυτόν η περιοχή αποκτά νέα ζωή (που συνοδεύεται και από τη δηµιουργία νέων συγκροτηµάτων κατοικιών σε µια σχεδόν εγκαταλειµµένη ζώνη), ενώ η Οπερα µετατρέπεται σε κοινωνικό πυκνωτή για τον ελεύθερο χρόνο, ιδίως τις περιόδους µε ευνοϊκότερες καιρικές συνθήκες, διευκολύνει τη σύνδεση της πόλης µε το πάρκο και ενισχύει ακόµη περισσότερο τις δηµόσιες πολιτισµικές δραστηριότητες, καθώς πάνω από τη µεγάλη εσωτερική αίθουσα παραστάσεων τοποθετείται υπαίθριο αµφιθέατρο µε ελεύθερη προσπέλαση.

Η εξαιρετική κεντρική αίθουσα αποτελεί µια αφαιρετική ερµηνεία της κλασικής πεταλόσχηµης φόρµας µε θεωρεία, για 1.800 θεατές. Μια αίθουσα µε εξαιρετικές οπτικές χαράξεις όπου κυριαρχούν διαφορετικές ποιότητες ξύλου, καθώς και µε µια µοναδική πρωτοτυπία, την υιοθέτηση δηλαδή ενός «φτωχού» υλικού, ενός µεταλλικού δικτυωτού πλέγµατος που χρησιµοποιείται στους µεγάλους βιοµηχανικούς ιµάντες µεταφοράς, ως εσωτερικής επένδυσης. Η επένδυση αυτή είναι καθαρά οπτική και επιτρέπει πίσω της την αόρατη αλλά ευρηµατική διαµόρφωση «ακουστικών επιφανειών» διαφορετικών υλικών και µορφών, ικανή να µετατρέψει αυτή τη φλωρεντινή αίθουσα σε έναν από τους καλύτερους ακουστικά χώρους σήµερα στην Ευρώπη.

Μπορεί οι Φλωρεντινοί, κοινό µε ισχυρότατη µουσική παράδοση, να εµφανίστηκαν κατ’ αρχήν δύσπιστοι σχετικά µε την προοπτική υλοποίησης ενός νέου θεάτρου όπερας στην πόλη τους, αλλά οι πρώτες επισκέψεις στο συγκρότηµα στάθηκαν ικανές να κινήσουν το ενδιαφέρον και, όπως φαίνεται, να διαρρήξουν παγιωµένες ιδέες, να υποβάλουν νέες συµπεριφορές και να υποδείξουν νέους τρόπους αντίληψης για τον χώρο της όπερας και της λεγόµενης σοβαρής µουσικής.

Ο κ. Ανδρέας Γιακουµακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ