Με δύο νέα βραβεία (πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη και ενδογλωσσικής μετάφρασης), μαζί με ένα πολυσέλιδο σκεπτικό που αποτιμά τη λογοτεχνική παραγωγή του 2010 και τεκμηριώνει εκτιμήσεις και επιλογές, και έναν νέο νόμο πίσω τους ο οποίος φιλοδοξεί να αναβαθμίσει τον θεσμό των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας και να τον τοποθετήσει και πάλι στο επίκεντρο της λογοτεχνικής ζωής, οι νέες κριτικές επιτροπές ανακοίνωσαν τη Δευτέρα τις βραχείες λίστες των υποψήφιων συγγραφέων και βιβλίων.
Παρατηρούμε ότι βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος με τις υποψηφιότητες, για την ίδια χρονιά, των λογοτεχνικών βραβείων του περιοδικού «Διαβάζω» και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) που απονεμήθηκαν μέσα στο 2011. Οι εφετινές βραχείες λίστες των κρατικών βραβείων δεν κρύβουν εκπλήξεις, αουτσάιντερ και ανατροπές, διότι «δεν υπάρχουν άγνωστα αριστουργήματα», όπως είπε στο «Βήμα» ο συγγραφέας και κριτικός Νίκος Δαββέτας, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας.

Η επιτροπή συστάθηκε στα μέσα του περασμένου Ιουλίου και είχε την πρώτη της συνεδρίαση στις 3 Αυγούστου. Εξέτασε, κατά παράδοση, τα βιβλία που κατατέθηκαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ) μέσα στο 2010 αλλά, όπως προβλέπει ο νέος νόμος, και εκδόσεις που αποδεδειγμένα κυκλοφόρησαν το ίδιο έτος αλλά δεν είχαν κατατεθεί στην ΕΒΕ.

Όπως μας πληροφορεί ο πρόεδρος της επιτροπής, «η επιτροπή εργάστηκε πολύ, υπήρχε απαρτία στις συνεδριάσεις και ήταν για όλους χαρά να συμμετάσχουμε στη χαρτογράφηση και στην αποτίμηση της ελληνικής λογοτεχνίας».

Ιδιαίτερη χαρά ήταν «η ανακάλυψη πάρα πολύ καλών βιβλίων στις κατηγορίες που δεν έχουν πολύ μεγάλη εμπορική απήχηση, του δοκιμίου και του χρονικού-μαρτυρίας».

Περίπου 30 έως 40 βιβλία κατέληξαν στις μακρές λίστες από τα οποία η επιτροπή περιορίστηκε στις βραχείες λίστες σε επτά βιβλία για κάθε κατηγορία (οκτώ για την ποίηση, πέντε για τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς).
Οι εκτιμήσεις της Επιτροπής των Κρατικών Βραβείων
Το διήγημα ήταν εκείνο που ενθουσίασε τους κριτές, «Εύχυμο, μεστό και εξόχως ενδιαφέρον … αποτελεί την αιχμή του δόρατος της ελληνικής λογοτεχνίας για το έτος 2010, συνεχίζοντας μια, έτσι κι αλλιώς, μακρά παράδοση με λίγες μόνο μέτριες χρονικές παρενθέσεις» διαβάζουμε στην έκθεσή τους.

Η ποίηση «εξακολουθεί να υπερτερεί σε τίτλους των άλλων λογοτεχνικών ειδών. Αυτή όμως η πληθώρα των ποιητικών συλλογών δεν συνδυάζεται με την ποιητική ένταση και την «καινοτομία» που θα προσδοκούσαμε» τονίζουν τα μέλη της κριτικής επιτροπής και σχολιάζουν ότι «»κορμός» της ποίησης που γράφεται σήμερα στον τόπο μας παραμένει η γενιά του ’70 … Από τις συλλογές των νέων ποιητών, ως επί το πλείστον πρωτοεμφανιζόμενων, επισημαίνουμε την απουσία πειθαρχημένης έκφρασης, και τη διάχυτη αίσθηση της «ποιητικότητας» ή της «ποιητικής πόζας», που τους εμποδίζει να ανακαλύψουν και να προβάλουν τη δική τους φωνή. (Οι λιγοστές εξαιρέσεις δεν μπορούν να μας οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα)».

Όσον αφορά το μυθιστόρημα, οι κριτές καταλήγουν ότι τα περισσότερα από τα επιλεχθέντα βιβλία της μικρής λίστας αποδεικνύουν ότι το δημοφιλές διεθνώς είδος του μυθιστορήματος-ντοκουμέντου έχει συνεπάρει και τους Έλληνες συγγραφείς.

«Ως εκ τούτου, ο παράδοξος συγκερασμός μυθοπλασίας με πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα αναδεικνύει ένα νέο, άκρως ενδιαφέρον πεδίο ανάπτυξης μυθοπλαστικού λόγου και στην ελληνική παραγωγή».

Η επιτροπή τονίζει ότι το 2010 ήταν γόνιμη χρονιά για το δοκίμιο και το χρονικό-μαρτυρία, με μεγάλη θεματική ποικιλία και βιβλία άρτια τόσο στο επιστημονικό σκέλος όσο και στην έκφραση και στην τυποτεχνική εμφάνιση.

Μία ένσταση εκφράζει για το ανώτατο όριο ηλικίας των 35 ετών που προβλέπει ο νόμος για τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς: «Είναι οπωσδήποτε δύσκολο και ίσως επίφοβο να απονέμεται ένα Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας σε πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς με την προϋπόθεση του ηλικιακού ορίου των 35 ετών …

»Ειδικά όσον αφορά τα Κρατικά Βραβεία, η ηλικία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ούτε σαν προνόμιο ούτε σαν μειονεξία. Το σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον ένας νεαρός συγγραφέας μπορεί να αξιοποιήσει με νηφαλιότητα και ωριμότητα αυτή την ξεχωριστή επιβράβευση, η οποία ενδέχεται να τον οδηγήσει στην υπερτίμηση του ταλέντου του και να αποβεί ίσως ανασχετική για την εξέλιξη της λογοτεχνικής του δουλειάς».

Στο σύνολο των έργων που εξετάστηκαν, μολονότι υπήρχαν πολλά καλά κείμενα που «ως μονάδες έχουν τον λόγο τους», γενική εκτίμηση της επιτροπής είναι, όπως λέει στο «Βήμα» ο Νίκος Δαββέτας, ότι δεν υπάρχει «το «μεγάλο έργο», το «Άξιον εστί», η «Φλογέρα του βασιλιά», οι «Ακυβέρνητες πολιτείες», που θα ξεπεράσει το πλαίσιο της εποχής μας και θα την σφραγίσει».

Σε ό,τι αφορά τα μεταφρασμένα έργα, η ειδική επιτροπή διαπιστώνει στην έκθεσή της την «κυριαρχία της αγγλικής, ως γλώσσας αφετηρίας». Με σημαντική ποσοτική διαφορά ακολουθούν μεταφράσεις από την ισπανική, τη γερμανική, τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα, ενώ έχει επανακάμψει η ρωσική λογοτεχνία, «με μεταφράσεις ως επί το πλείστον κλασικών, αλλά και ορισμένων σημαντικών νεωτερικών κειμένων».
Η εξάρτηση του θεσμού από τη γραφειοκρατία και τις ανατροπές στον δημόσιο τομέα έχει αποτέλεσμα τα κρατικά βραβεία να απονέμονται τα τελευταία χρόνια με χρονική υστέρηση ενός και πλέον έτους από τα υπόλοιπα λογοτεχνικά βραβεία, όταν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού έχει ήδη στραφεί στις νεότερες εκδόσεις.

«Η απόσταση που μας χωρίζει από την πρώτη κυκλοφορία αυτών των βιβλίων (πρόκειται για τίτλους της περσινής εκδοτικής παραγωγής) όχι μόνο δεν αναιρεί τη σπουδαιότητά τους, αλλά αποδεικνύει πως η πραγματικά καλή λογοτεχνία δεν είναι αναλώσιμη με την τρέχουσα, αγοραία έννοια, αλλά αποτελεί μια σταθερή αξία που μόνο να κερδίσει έχει από την αναμέτρησή της με τον χρόνο» είναι το σχετικό σχόλιο της κριτικής επιτροπής, η οποία παρ’ όλα αυτά εργάζεται προκειμένου να καλύψει το χαμένο έδαφος και να συμμορφωθεί με όσα προβλέπει ο νέος νόμος για τα κρατικά βραβεία, δηλαδή ολοκλήρωση των εργασιών των επιτροπών για τα βιβλία της περασμένης χρονιάς κάθε Νοέμβριο και απονομή των βραβείων τον Δεκέμβριο.

Οι νικητές για τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας του 2010 αναμένεται να ανακοινωθούν στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2012.