Δύσκολη εποχή για σινεμά όταν τα γραφεία εκμετάλλευσης δεν μπορούν να συντονιστούν μεταξύ τους και ξεφορτώνουν τις ταινίες σαν να ήταν μην πω τι. Με έναν μέσο όρο 7 νέες ταινίες ανά εβδομάδα, με τις αίθουσες να κυνηγούν τον πελάτη με το τηλεσκόπιο, με την πληθώρα του προϊόντος να αποπροσανατολίζει τον θεατή αντί να τον ενθαρρύνει, με την οικονομική κρίση να προκαλεί δεύτερες σκέψεις για έξοδο (ακόμα και για σινεμά που θεωρητικά ανήκει στις φτηνές εξόδους), το 2011 υπήρξε μια σκληρή χρονιά για τις κινηματογραφικές αίθουσες της Ελλάδας, όχι μόνον τις μονές αλλά και τις multiplex.

Ανεξαρτήτως όλων αυτών όμως, ο κινηματογράφος υπάρχει και θα εξακολουθεί να υπάρχει, θα ενθουσιάζει αλλά και θα απογοητεύει. Με αφορμή την χρονιά που φεύγει και που ενδεχομένως θα δώσει την θέση της σε μια ακόμη πιο δύσκολη, κάθησα και καταμέτρησα τις ταινίες που προβλήθηκαν σε Α’ προβολή το 2011 και εξεπλάγην όταν είδα να φτάνουν τις 300!

Αυτές λοιπόν ξαναθυμήθηκα και στάθηκα λίγο παραπάνω σε κάποιες που, αν όχι με ενθουσίασαν, μου κίνησαν την περιέργεια και άλλες τόσες που με απογοήτευσαν.

Η καταγραφή τους στις παρακάτω δύο λίστες έγινε σύμφωνα με την ημερομηνία Α’ προβολής τους στις αίθουσες.


ΟΙ 10 ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ

«Η ζωή μετά», ΗΠΑ, του Κλιντ Ιστγουντ, Α’ προβολή: 6 Ιανουαρίου 2011

Η ιστορία τριών ανθρώπων στοιχειωμένων – με διαφορετικό τρόπο ο καθένας – από τον θάνατο. Ενα πρώην μέντιουμ (Ματ Ντέιμον) προσπαθεί να απαλλαγεί από το «χάρισμά» του να αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί στη ζωή αυτού που αγγίζει. Μια γαλλίδα δημοσιογράφος (Σεσίλ ντε Φρανς) βλέπει τη ζωή της να αλλάζει ριζικά όταν «επιστρέφει» από τον θάνατο κατά τη διάρκεια ενός τσουνάμι στην Ινδονησία. Ενα αγόρι (Φράνκι Μακλάρεν) δεν μπορεί να χωνέψει τον θάνατο του δίδυμου αδελφού του και αναζητεί απεγνωσμένα απαντήσεις. Η σκηνοθετική μαγεία (και σοφία) του Κλιντ Ιστγουντ φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο συνδέει το απολύτως ρεαλιστικό με το απολύτως μεταφυσικό. Και πού καταλήγει όλο αυτό; Απλό. Στην αγάπη. Η αγάπη σε όλες τις μορφές της είναι η μόνη λύτρωση. Οι λύσεις βρίσκονται ανάμεσα σε εμάς τους ζωντανούς και όχι στους «άλλους». Ο Ιστγουντ προασπίζεται αυτήν την άποψη με αληθινή πίστη την ώρα που αερίζει το δράμα με σκιές από χιούμορ, κυρίως σε ό,τι αφορά τους τσαρλατάνους μέντιουμ που εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο για το κέρδος.

«Blue Valentine», ΗΠΑ, του Ντέρεκ Σιανφρανς, Α’ προβολή: 3 Φεβρουαρίου 2011

Το φιλμ καταγράφει στιγμές από τη ζωή ενός ζευγαριού (Μισέλ ΓουίλιαμςΡάιαν Γκόσλινγκ) σε διαφορετικές «φάσεις» και όχι με γραμμική αφήγηση. Από το παρελθόν στο παρόν και πάλι πίσω. Ο έντονος πρώτος έρωτας, η «ελευθερία» της απομόνωσης στο ύπαιθρο που μετατρέπεται σε σκλαβιά, η ρουτίνα, οι οικονομικές δυσκολίες, το πείσμα, το πάθος, ένα παιδί, η τρελή επιθυμία (εκείνου) που γίνεται εξάρτηση. Τους βλέπουμε να κάνουν έρωτα, να τσακώνονται, να βρίζουν ο ένας τον άλλον, να πηγαίνουν στην τουαλέτα, να πλένονται. Ο φακός δεν αφήνει τίποτε ανεξιχνίαστο, εστιάζοντας κυρίως στην περίπτωση του άνδρα, που ολοφάνερα είναι ένας πιο αβανταδόρικος ρόλος, κάτι που μας έκανε να απορήσουμε όταν είδαμε τη Γουίλιαμς – και όχι τον Γκόσλινγκ – να είναι υποψήφια για Οσκαρ. Γιατί αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Ράιαν Γκόσλινγκ είναι ο Μάρλον Μπράντο του νέου μιλένιουμ.

«Μέσα από τις φλόγες», Καναδάς, του Ζαν Βιλνέβ, Α’ προβολή: 10 Μαρτίου 2011

Τα δίδυμα παιδιά μιας γυναίκας από τη Μέση Ανατολή που πέθανε στον Καναδά ταξιδεύουν στη χώρα καταγωγής τους προκειμένου να εκπληρώσουν την τελευταία επιθυμία της. Αιμομιξίες, βασανιστήρια, θρησκευτικός φανατισμός, ο ατελείωτος κύκλος αίματος με τους άδικους θανάτους αντρών, γυναικών και παιδιών, η αποθέωση της απαξίας της ανθρώπινης ζωής συμπεριλαμβάνονται μέσα στην περίπλοκη, τραγική αλλά και συναρπαστική ιστορία αυτής της ταινίας που όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο πολύ πείθομαι ότι αδίκως έχασε το ξενόγλωσσο Οσκαρ από το «Ισως αύριο» («In a better world») της Σουζάνε Μπίερ.

«Το άλογο του Τορίνο», Ουγγαρία, του Μπέλα Ταρ, Α’ προβολή: 7 Απριλίου 2011

Δεν θυμάμαι να έχω δει τα τελευταία χρόνια ταινία με τόσο δυνατή εισαγωγή. Το απίστευτα υποβλητικό αυτό φιλμ του πιο «μαύρου» σκηνοθέτη της εποχής μας, του Μπέλα Ταρ, αρχίζει με το συγκλονιστικό, σχεδόν τρομαχτικό μονοπλάνο ενός κάρου που σέρνει ένα άλογο. Η βαριά μουσική μελωδία που συνοδεύει τη σκηνή επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, ο φακός ελέγχει κάθε λεπτομέρεια στο πρόσωπο του αλόγου και ο αέρας, αυτός ο εκκωφαντικός αέρας που δεν θα σταματήσει ούτε στιγμή κατά τη διάρκεια της ταινίας διαπερνά τον εγκέφαλό σου. Η φωνή του αφηγητή που είναι ο ίδιος ο Μπέλα Ταρ μας βάζει στο κλίμα της ταινίας με την ιστορία του αλόγου που τοποθετείται στο 1889 και κάποια σχέση έχει με τον Φρειδερίκο Νίτσε που προσπάθησε κάποια στιγμή να το προστατέψει από το αφεντικό του και τρελάθηκε. Είναι πραγματικά επίτευγμα που μια ταινία τόσο στατική και θεατρική, μπορεί να σε συναρπάζει με τον ίδιο τρόπο που κάποτε συνάρπαζε ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν και ο Καρλ Ντράγιερ.

«Πίνα Μπάους», Αγγλία/ Γαλλία/ Γερμανία, του Βιμ Βέντερς, Α’ προβολή: 24 Απριλίου 2011

Φόρος τιμής του σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς προς τη χορογράφο Πίνα Μπάους, ένα πανέμορφο, τρισδιάστατο κολάζ αποσπασμάτων από έργα της, γυρισμένο με τη συνδρομή των συνεργατών της. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο Βούπερταλ σε τρεις φάσεις: φθινόπωρο 2009, άνοιξη και καλοκαίρι 2010. Στην πρώτη φάση, τα «Cafe Muller», «Le Sacre du printemps» και «Vollmond» παρουσιάστηκαν ζωντανά στην Οπερα του Βούπερταλ και μαγνητοσκοπήθηκαν. Στη δεύτερη φάση οι συντελεστές μαγνητοσκόπησαν το «Kontakthof». Τα γυρίσματα έγιναν με τρεις διαφορετικούς τρόπους όπως συνήθιζε και η Μπάους: με τους χορευτές του Wuppertal Tanztheater, με άνδρες και γυναίκες ηλικίας μεταξύ 65 και 80 ετών, και με νέους ηλικίας 14 ετών και άνω. Για τις σόλο εμφανίσεις τους οι χορευτές άφησαν τον περιορισμένο χώρο της σκηνής και τις εκτέλεσαν σε δημόσιους χώρους και βιομηχανικά τοπία. Στην ουσία παρακολουθούμε τα χορευτικά νούμερα της Μπάους και ακούμε τις σκέψεις των χορευτών. Ο Βέντερς επιστρέφει στον παλιό καλό εαυτό του γυρίζοντας ένα ντοκιμαντέρ με άποψη, στιλ και ιδέες. Και για μένα, το σάουντρακ της χρονιάς!

«Εκτός νόμου και χρόνου», Ιρλανδία, του Τζον Μάικλ Μακ Ντόνα, Α’ προβολή: 1 Σεπτεμβρίου 2011

Η πρώτη σινεφίλ έκπληξη της κινηματογραφικής σεζόν 2011- 2012 σκηνοθετήθηκε από τον Τζον Μάικλ Μακ Ντόνα αδελφό του σκηνοθέτη – θεατρικού συγγραφέα Mάρτιν Μακ Ντόνα που είχε γυρίσει την εξίσου απολαυστική (και παρόμοιου χιούμορ) «Αποστολή στην Μπριζ». Ολη η ιστορία της ταινίας περιστρέφεται γύρω από την εκκεντρική προσωπικότητα ενός χωροφύλακα σε παραθαλάσσια πόλη της Ιρλανδίας όπου υποτίθεται είναι το πέρασμα εμπορίας ναρκωτικών. Εξυπνο, στακάτο χιούμορ, υπέροχος ο Μπρένταν Γκλίζον που υποδύεται έναν από τους πιο ιδιόρρυθμους και διασκεδαστικούς μπάτσους στην Ιστορία του κινηματογράφου, ένα μικρό φιλμ με πολύ μεγάλη ψυχή.

«Ενας χωρισμός», Ιράν, του Ασγκάρ Φαραντί, Α’ προβολή: 29 Σεπτεμβρίου 2011

Η καλλιτεχνική έκπληξη της σεζόν 2011- 2012 που όχι απλώς βραβεύτηκε αλλά σάρωσε (δικαιότατα) στο τελευταίο φεστιβάλ Βερολίνου (Χρυσή Αρκτος, βραβεία ερμηνειών για όλους τους ηθοποιούς). Αρχίζει και τελειώνει με έναν χωρισμό και κατά τη διάρκειά της μας θυμίζει πόσο εύκολα μπορεί να καταστραφεί μια ζωή – κυριολεκτικά – από τη μια στιγμή στην άλλη. Σε μια έκρηξη δικαιολογημένης οργής ένας τριαντάρης καλοβαλμένος οικογενειάρχης της Τεχεράνης, σπρώχνει έξω από την πόρτα του σπιτιού του τη γυναίκα που, ενώ έπρεπε να φροντίζει τον άρρωστο πατέρα του, τον εγκατέλειψε δεμένο και έφυγε από το σπίτι για προσωπικό λόγο. Από αυτή την αφορμή ο Ασγκάρ Φαραντί στήνει έναν ολόκληρο κόσμο ως επί το πλείστον μέσα σε ένα στενό διαμέρισμα και γεμίζει την ταινία με μια ποικιλία συναισθημάτων και ηθικών διλημμάτων που δεν σε αφήνουν στιγμή σε ησυχία και αποδεικνύουν γιατί ο Φαραντί είναι μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις όχι απλώς του ιρανικού κινηματογράφου αλλά του παγκόσμιου.

«Κάποτε στην Ανατολία», Τουρκία, του Νούρι Μπίλγκε Τζεϊλάν, Α’ προβολή: 27 Οκτωβρίου 2011

Ενα από τα πιο ποιητικά νυχτερινά ταξίδια που έχουν καταγραφεί στον πρόσφατο κινηματογράφο. Ενα μικρό κονβόι αυτοκινήτων διατρέχει το τουρκικό ύπαιθρο και ο Τζεϊλάν ζωγραφίζει έναν απίστευτο συνδυασμό προσώπων, οχημάτων, τοπίου και ήχων, ενώ στην ουσία παρακολουθούμε την προσπάθεια ενός εισαγγελέα, ενός ιατροδικαστή, κάποιων αστυνομικών, κάποιων κρατουμένων και κάποιων φαντάρων να ανακαλύψουν πού βρίσκεται θαμμένη η σορός ενός ανθρώπου. Αναμειγνύοντας συχνά το κωμικό με το μακάβριο στοιχείο, το φιλμ σε προσκαλεί στον κόσμο του χωρίς στην πραγματικότητα να γίνεται κάτι δα το συνταρακτικό. Ο Τζεϊλάν δίνει στοιχεία για την υπόθεση με το σταγονόμετρο και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η ταινία σε κρατά μαζί της από το χέρι και δεν λέει με τίποτε να σε αφήσει.

Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν, Αγγλία/ ΗΠΑ της Λιν Ράμσεϊ, Α’ προβολή: 3 Νοεμβρίου 2011

Βασισμένο στο ομότιτλο μπεστ σέλερ της Λιονέλ Σράιβερ, το εξαιρετικό αυτό φιλμ εξετάζει όλες τις φάσεις στη σχέση μιας μάνας με το παιδί της, το οποίο καταλήγει σε τέρας. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, το βιβλίο αποτελείται από τα γράμματα της μητέρας προς τον σύζυγό της (και πατέρα του παιδιού) ύστερα από ένα εφιαλτικό μακελειό υπεύθυνος του οποίου ήταν ο μικρός. Επάνω σε αυτή τη βάση η σκηνοθέτις Λιν Ράμσεϊ πλάθει μια δική της «ιστορία» συνδέοντας μεταξύ τους στοιχεία από το βιβλίο (σε διαφορετικούς χρόνους), μέσα από τα οποία το ενδιαφέρον μας δεν είναι τόσο στραμμένο στο πώς ακριβώς συνέβη η τραγωδία (τη μαθαίνουμε άλλωστε στο τέλος) αλλά υπό ποιες συνθήκες. Η ερμηνεία της Τίλντα Σουίντον σε αυτή τη σκληρή και καταθλιπτική ταινία (που όμως ποτέ δεν σε παίρνει «από κάτω») είναι υποδειγματική διότι πλάθει μια αντιπαθητική ηρωίδα που χάρη στην ψυχρότητά της χαράσσεται βαθιά μέσα στην ψυχή σου. Και το καταφέρνει με τα πιο απλά υλικά: έκφραση, βλέμμα, διακριτικοί μορφασμοί.


«Moneyball», ΗΠΑ, του Μπένετ Μίλερ, Α’ προβολή: 8 Δεκεμβρίου 2011

Η αληθινή ιστορία του Μπίλι Μπιν (Μπραντ Πιτ), μάνατζερ της ομάδας μπέιζμπολ Oakland Athletics, ο οποίος στις αρχές του 2000 ρισκάρισε με την εφαρμογή ενός συστήματος που ανέτρεπε παντελώς τα ως τότε δεδομένα. Με δεξί του χέρι έναν υπέρβαρο νεαρό οικονομολόγο (Τζόνα Χιλ) ο Μπιν πόνταρε στη δύναμη των στατιστικών αδιαφορώντας για τα μεγάλα ονόματα και τις ντίβες των μεταγραφών. Μπορεί λοιπόν να δείχνει ότι είναι μια ταινία για το μπέιζμπολ, όμως το «Moneyball» στην πραγματικότητα είναι η ιστορία ενός γνήσιου οραματιστή, ενός επαναστάτη που στοχεύει πολύ ψηλά, ενός μικρού «Πολίτη Κέιν» του αθλητισμού, τα σχέδια του οποίου δεν βρίσκονται εγκλωβισμένα στα στεγανά της κατάκτησης ενός πρωταθλήματος αλλά στην αναδιάρθρωση ενός ολόκληρου συστήματος.


ΟΙ 10 ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΣ


«Burlesque», ΗΠΑ, του Στιβ Αντιν, Α’ προβολή: 10 Φεβρουαρίου 2011

Αυτό το μιούζικαλ έχει δύο βασικά ελαττώματα: Πρώτον, τη Σερ που είναι πια τόσο μεταλλαγμένη από τα λίφτινγκ και τα μπότοξ που νομίζεις ότι πρόκειται για «τον» Σερ και όχι «την». Και δεύτερον, συμπρωταγωνιστεί η Κριστίνα Αγκιλέρα. Εν ολίγοις: Ζωζώ Σαπουντζάκη και Μonica θα έπειθαν περισσότερο στην ίδια ταινία.


«Dos», μια ιστορία αγάπης από την ανάποδη, Ελλάδα/ Ισπανία, του Στάθη Αθανασίου, Α’ προβολή: 1 Σεπτεμβρίου 2011

Είναι σχεδόν αδύνατον να περιγράψεις τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτόν τον λαβύρινθο των καλοφωτογραφημένων αλλά άδειων εικόνων που καταλήγουν σε ένα αλαλούμ πουθενά. Κάπου υπάρχουν δυο ερωτικές ιστορίες – μια Ισπανών και μια Ελλήνων. Φόντο η Βαρκελώνη και η Αθήνα (ετσι δικαιολογείται και ο τίτλος Dos – δύο στα ισπανικά). Ωραία η ρήση του Ζαν Λικ Γκοντάρ «όλες οι ταινίες μου έχουν αρχή μέση και τέλος – όχι όμως απαραιτήτως με αυτήν την σειρά». Αν ήταν τόσο εύκολο όμως, όλοι θα είχαν γίνει Γκοντάρ.

«Melancholia», Δανία/ Σουηδία/ Γαλλία/ Γερμανία του Λαρς Φον Τρίερ –
Πρώτη προβολή: 8 Σεπτεμβρίου 2011

Η τελευταία ταινία του εκκεντρικότερου εν ζωή σκηνοθέτη της υφηλίου αναφέρεται στο ενδεχόμενο της καταστροφής του κόσμου και στοχεύει σε ένα και μόνον πράγμα: να μας δουλέψει από την κορυφή ως τα νύχια, κρυμμένη πίσω από την πλερέζα μιας ανεκδιήγητης σοβαροφάνειας που κάνει τα νεύρα ρετάλια. Ενώ, λοιπόν, ο πλανήτης μας πρόκειται να καταστραφεί, εμείς παρακολουθούμε την πιο βαρετή (και κακοφωτισμένη) σαπουνόπερα του κόσμου, προτού μεταφερθούμε στο δεύτερο μέρος όπου κυριαρχεί η εκνευριστική φιγούρα της Σαρλότ Γκενσμπούργκ, η οποία μυξοκλαίει όλη την ώρα και είναι παντρεμένη με έναν τρελό επιστήμονα, τον Κίφερ Σάδερλαντ, ο οποίος με το τηλεσκόπιο παραμάσχαλα προσπαθεί να τη διαβεβαιώσει ότι η Γη δεν κινδυνεύει. Αν κάτι σου προκαλεί όχι μελαγχολία αλλά απόλυτη κατάθλιψη, αυτό δεν είναι τόσο το θέμα της ταινίας αλλά η ανυπαρξία του σεναρίου, οι άψυχες ερμηνείες, το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή που πραγματικά να πείθει.


«Μα πώς τα καταφέρνει!», ΗΠΑ του Ντάγκλας Μακ Γκραθ, Α’ προβολή: 22 Σεπτεμβρίου 2011

Eχω την εντύπωση ότι αν ξαναδώ την Σάρα Τζέσικα Πάρκερ σε μια παραλλαγή της Κάρι του «Sex and the city» θα πάθω κάτι. Στο «Μα πώς τα καταφέρνει!» παίζει τη μαμά που είναι συνάμα γυναίκα καριέρας και προσπαθεί να συνδυάσει και τα δύο. Ουδείς νοιάζεται για το αν θα τα καταφέρει ή όχι. Ουδείς νοιάζεται για το αν θα κάνει τελικά τα γλυκά μάτια στον Πιρς Μπρόσναν ή αν θα παραμείνει στο πλευρό του συζύγου (Γκρεγκ Κινίαρ). Δεν είναι δυνατόν μια ολόκληρη καριέρα να έχει περιοριστεί τόσο πολύ σε ένα και μοναδικό πράγμα. Ελεος!

«Δωμάτιο στη Ρώμη», Ισπανία, του Χούλιο Μέδεμ, Α’ προβολή: 6 Οκτωβρίου 2011

Απίστευτο και όμως αληθινό. Βρέθηκε σκηνοθέτης που κατάφερε να γυρίσει ταινία περίπου δύο ωρών, στην οποία ενώ κυκλοφορούν ασταμάτητα δύο κουκλάρες (Ελενα Ανάγια και Νατάσα Γιαροβένκο) σε ένα μόνο δωμάτιο, άλλοτε ολόγυμνες, άλλοτε με εσώρουχα, άλλοτε με λευκό μπουρνούζι, και το μόνον για το οποίο ενδιαφέρεσαι είναι πότε θα περάσει η ώρα για να σηκωθείς και να φύγεις!

«Μεταφυσική δραστηριότητα 3», ΗΠΑ, των Χένρι Τζουστ – Αριελ Σούλμαν, Α’ προβολή: 20 Οκτωβρίου 2011

Στη δεύτερη συνέχεια της «Μεταφυσικής δραστηριότητας» (2007) ο θεατής παρακολουθεί τα μεταφυσικά δρώμενα που λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα σπίτι μέσω των καμερών που έχουν τοποθετηθεί στο εσωτερικό του προκειμένου να καταγράφουν διαρκώς καθετί ύποπτο. Ο ορισμός με άλλα λόγια του reality TV αλλά στη μορφή του θρίλερ. Γιατί ουδόλως με αφορά το reality TV cinema και μάλιστα ως ξαναζεσταμένο φαγητό

«Χαραυγή, μέρος 1», ΗΠΑ, του Μπιλ Κόντον, Α’ προβολή: 17 Νοεμβρίου 2011

Το πρώτο μέρος της «Χαραυγής» (θα ακολουθήσει το δεύτερο μέσα στο 2012) δίνει τεράστια έμφαση στον έγγαμο βίο του Εντουαρντ Κάλεν (Ρόμπερτ Πάτινσον) και της 18χρονης Μπέλα Σουάν (Κίρστεν Στιούαρτ) αλλά και στο ταξίδι του μέλιτός τους. Μόνο αυτά τα δύο καταλαμβάνουν παραπάνω από τη μισή διάρκεια του έργου, συχνά με επαναλαμβανόμενες σκηνές, μέσα από τις οποίες βλέπουμε πόσο λιώνει ο ένας για τον άλλον… Και δικαιωματικά πλέον οι ταινίες του «Λυκόφωτος» διεκδικούν το στέμμα του απόλυτου κινηματογραφικού σίριαλ, μιας αρκετά νοσηρής σαπουνόπερας, η οποία όμως πλέον είναι εμφανές ότι παρουσιάζει σημάδια κόπωσης και δείχνει να αναζητεί με απόγνωση το φινάλε της.

«Το σπίτι των ονείρων», ΗΠΑ, του Τζιμ Σέρινταν, Α’ προβολή: 24 Νοεμβρίου 2011

Ο Ντάνιελ Κρεγκ υποδύεται το επιτυχημένο στέλεχος εκδοτικής εταιρείας που παραιτείται από τη δουλειά του στη Νέα Υόρκη, μετακομίζει με σύζυγο (Ρέιτσελ Γουάιζ) και κόρες σε έπαυλη του Νιου Ινγκλαντ και εκεί ανακαλύπτει σύντομα ότι κάτι δεν πάει καλά με το σπίτι (και ενδεχομένως με τον ίδιο). Το ότι κάτι δεν πάει καλά είναι βέβαιο, δεν φταίει όμως ούτε το σπίτι ούτε ο Κρεγκ. Φταίει το πρόχειρο και απελπιστικά μπερδεμένο σενάριο που δεν σου επιτρέπει ποτέ να το ακολουθήσεις. Η ανάγκη των δημιουργών της ταινίας να σμίξουν το ρεαλιστικό με το μεταφυσικό στοιχείο, ώστε η έκπληξη να έχει το αντίκτυπο μιας «Εκτης αίσθησης», καταλήγει σε ένα αδιανόητο φιάσκο όπου κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτε.


«Sapila xeftila tekila», Ελλάδα, των Νίκου Ζερβού, Γιάννη Παρασκευόπουλου, Α’ προβολή: 24 Νοεμβρίου 2011

Δεν περιμέναμε κάτι καλό από τον βαρόνο της κακογουστιάς Νίκο Ζερβό, όμως αυτό το χυδαίο αλαλούμ όχι απλώς δεν αντέχεται με τίποτε αλλά σου δίνει την εντύπωση ότι γυρίστηκε από κάποιον που μισεί τον κινηματογράφο. Γιατί βέβαια, δεν είναι κινηματογράφος.

«Trespass», ΗΠΑ, του Τζόελ Σουμάχερ, Α’ προβολή: 1 Δεκεμβρίου 2011

Η πιο ανεκδιήγητη ιστορία αιχμαλωσίας οικογένειας μέσα στο σπίτι της από κακοποιούς που έχει γυριστεί ποτέ στο σινεμά. Οι «κακοποιοί» φέρονται σαν καθυστερημένα, απειλούν χωρίς να κάνουν κάτι και όταν το κάνουν, το κάνουν λάθος, όπως λάθος είναι όλη αυτή η ταινία από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή της. Το μόνο πραγματικό ερώτημα εδώ είναι ποιος από τους δυο πρωταγωνιστές έχει κάνει το χειρότερο μπότοξ; Ο Νίκολας Κέιτζ ή η Νικόλ Κίντμαν;