Κάπου ανάμεσα σε Ελύτη και Παπαδιαμάντη πρέπει να παράπεσαν τα εκατόχρονα του Τσίρκα. Μέσα στις γιορτές και στα συνέδρια για τους άλλους δύο κορυφαίους λογοτέχνες έμεινε στη σκιά το γεγονός ότι έναν καυτό αφρικανικό Ιούλιο, πριν από 100 χρόνια, γεννιόταν στο Κάιρο το πρώτο παιδί του Κωστή και της Περσεφόνης Χατζηανδρέα, ο Γιάννης Χατζηανδρέας, μετέπειτα γνωστός στον κόσμο των γραμμάτων ως Στρατής Τσίρκας (1911-1980).

Το ΕΚΕΒΙ προνόησε να τον γιορτάσει πέρυσι, για να μην έχουμε εφέτος συνωστισμό λογοτεχνικών επετείων, τιμώντας τα τριαντάχρονα από τον θάνατό του στην Αθήνα. Όπως και να το κάνουμε όμως, ο εορτασμός μιας εκατονταετηρίδας έχει άλλον χαρακτήρα.

Το έργο του Τσίρκα είναι καθρέφτης της Ιστορίας και ο ίδιος είναι ένας αγωνιστής κομμουνιστής, ένας αριστερός διανοούμενος, ένας πολιτικός συγγραφέας. Αυτό είναι το νήμα που διατρέχει το έργο του από τη νεανική ποιητική συλλογή «Φελλάχοι» (1937), έως τη νουβέλα «Νουρεντίν Μπόμπα» (1957) και τα διηγήματά του, την κριτική του δοκιμή για τον πολιτικό Καβάφη «Ο Καβάφης και η εποχή του» (1958), την ώριμη τριλογία των «Ακυβέρνητων πολιτειών» («Λέσχη», 1961, «Αριάγνη», 1962, «Νυχτερίδα», 1965) έως το τελευταίο του μυθιστόρημα, τη «Χαμένη άνοιξη» (1976).

Τη συμμετοχή του στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής του, τη δραστηριοποίησή του στην Αριστερά και τη θέση του απέναντι στον κομματικό δογματισμό και πώς αυτές επηρέασαν τις επιλογές του ως δημιουργού σε αισθητικό επίπεδο εξέτασαν οι πανεπιστημιακοί Λίζυ Τσιριμώκου και Αγγέλα Καστρινάκη και οι κριτικοί λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας και Βαγγέλης Χατζηβασιλείου την περασμένη Πέμπτη, στο Μέγαρο Μουσικής, σε συζήτηση με θέμα «Ο Τσίρκας στον κόσμο των ιδεών».

Συνομίλησαν με φίλους του συγγραφέα, τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, τον κριτικό Δημήτρη Ραυτόπουλο και την επιμελήτρια και μεταφράστρια στα γαλλικά των «Ακυβέρνητων πολιτειών» Χρύσα Προκοπάκη, με τη διαμεσολάβηση του δημοσιογράφου και διευθυντή του περιοδικού «Διαβάζω» Γιάννη Μπασκόζου.

«Ηταν γοητευτικά αντιφατικός σε όλη τη ζωή του, ή τουλάχιστον έως τη δεκαετία του ’60, μη θέλοντας να θυσιάσει την κοσμοπολίτικη αισθητική στον ιδεολόγο μαχητή και ενδεχομένως κομφορμιστή της Αριστεράς», είπε ο Αλέξης Ζήρας.

Υπό το βάρος της κριτικής που δέχτηκε για το πρώτο μυθιστόρημα των «Ακυβέρνητων πολιτειών», την πολυφωνική, πολυπρισματική, νεωτερική «Λέσχη» όχι μόνον από την πολιτική Αριστερά της εποχής αλλά και από μέρος της πιο ανεκτικής κριτικής που είχε επιφυλάξεις για τις αφηγηματικές τεχνικές του έργου, ο Τσίρκας προχωρεί σε μια μεταστροφή των ιδεών του που προηγήθηκαν.

Aπό τη «Λέσχη» προς το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, την «Αριάγνη», αποφασίζει ότι πρέπει να αλλάξει τον ορίζοντά του. Στο τρίτο, τη «Νυχτερίδα», έχει συμβιβαστεί ιδεολογικά και αισθητικά σε μια πιο ρεαλιστική γραφή γιατί το κοινό δεν δεχόταν αισθητικές ακροβασίες. Ο μοντερνιστής ανατρεπτικός συγγραφέας της «Λέσχης» καταλήγει το 1973, στο περιοδικό «Συνέχεια», να υποστηρίζει ένα μυθιστόρημα κριτικού ρεαλισμού το οποίο λέει τα πράγματα με το όνομά τους και καυτηριάζει καταστάσεις που εμποδίζουν την ελληνική κοινωνία να περάσει σε μια φάση πιο προοδευτική.

Μια τεθλασμένη γραμμή είναι η πορεία του Τσίρκα ως πολιτικού συγγραφέα, κατέληξε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου αναψηλαφώντας το πολιτικό πρόσωπο του διηγηματογράφου Τσίρκα (1944-1957), που προηγήθηκε «με εξόφθαλμη απόσταση» του μυθιστοριογράφου. Έκφραση κομματικής πίστης και αγιογραφία της Αριστεράς, των Αριστερών και των αγώνων τους κατά της αποικιοκρατίας και των τοποτηρητών της ήταν τα κοινωνιστικά διηγήματά του. Στη «Λέσχη» όμως αποκαθηλώνει τα ιερά και τα όσια της Αριστεράς για να επιστρέψει, περισσότερο ή λιγότερο κοντά στον κομματικό κανόνα, στα επόμενα δύο βιβλία της τριλογίας.

Στην όψιμη περίοδο της συγγραφικής του παραγωγής, στη «Χαμένη άνοιξη» (1976), ένα «μυθιστόρημα νεότητας», το πρώτο μιας δεύτερης τριλογίας που δεν γράφτηκε ποτέ, ο Τσίρκας θέτει ακόμη ένα πολιτικό θέμα: το ζήτημα της διαφωνίας της αριστερής νεολαίας με την καθοδήγηση.

«Μέσα από σπαράγματα διαλόγων δίνει στοιχεία στον αναγνώστη που θέλει να ακούσει και να κρίνει, αλλά ο ίδιος αποφεύγει συστηματικά την κριτική και δεν παίρνει θέση», υποστήριξε η Αγγέλα Καστρινάκη, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Και αυτό διότι στην πολύ ευαίσθητη μεταδικτατορική εποχή η νεολαία βρίσκεται στο απόγειό της. Οι αντιδικτατορικοί αγώνες της την έχουν αναγάγει σε φωτεινό σύμβολο και όχι χώρο συγκρούσεων. Η εποχή δεν επιτρέπει την κριτική αλλά την αποθέωση. Και ο Τσίρκας ακολουθεί και πάλι την εποχή. Το μυθιστόρημα έγινε μπεστ-σέλερ αλλά η κριτική διατύπωσε με αυστηρότητα ότι ο συγγραφέας προσπάθησε «να προσεταιριστεί το κοινό με εύκολα μέσα».

Στην αντιαποικιακή αντίληψη που διατρέχει όλο το έργο του Τσίρκα εστίασε η Λίζυ Τσιριμώκου, καθηγήτρια Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης εστιάζοντας στη σύγκριση της τριλογίας του αιγυπτιώτη συγγραφέα με την τετραλογία «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» του Βρετανού Λόρενς Ντάρελ, δύο μυθιστορηματικά σύνολα «συγκαιρινά, μεσανατολικά, που κάνουν μια γεωγραφική ανάγνωση της Ιστορίας και μια ιστορική ανάγνωση της γεωγραφίας».

Σε επιστολή του στον κριτικό Μ. Μ. Παπαϊωάννου, τον Μάρτιο του 1960 ο Τσίρκας έγραφε: «Διαβάζω του κερατά του Laurence Durrell την τετραλογία που λέγεται Alexandrian Quartet (Justine, Balthazar, Mountolive, Clea) μυθιστορήματα αλεξανδρινά – γρήγορα θ’ ακούσεις πως του δώσανε το Νόμπελ. Και σκάω από λύσσα. Γιατί αυτά ήταν τα θέματά μου. Είναι της παρακμής ο άθλιος αλλά έχει πολύ ταλέντο».

Η δική του βούληση όμως ήταν να γράψει αντιφασιστικό μυθιστόρημα, να μιλήσει για το Κίνημα της Μέσης Ανατολής και να δικαιώσει τον Απρίλη του 1944 «όχι ως παρατηρητής, όπως ο Ντάρελ, αλλά ως συμμετέχων» και γράφει την τριλογία «ως πολιτικό αντίλογο στο τελευταίο βιβλίο της τετραλογίας του Βρετανού», στην Αλεξάνδρεια της ηδονής και της παρακμής του δυτικού οριενταλισμού.

Όλες αυτές οι προσεγγίσεις υπογραμμίζουν ότι η ανάγνωση του έργου του Τσίρκα είναι αδύνατη έξω από το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του και έξω από την πρόθεσή του να γράψει πολιτικό μυθιστόρημα. Δεν μπορούμε να τον ερμηνεύσουμε χωρίς να λάβουμε υπόψη τις σχέσεις του με τη δογματική και την ανανεωτική Αριστερά. Ήταν εντέλει ένας συγγραφέας που «αυτολογοκρίθηκε» στους τρόπους επεξεργασίας και έκφρασης του μυθιστορηματικού υλικού του προκειμένου να υπηρετήσει το καθήκον του ως αριστερού διανοουμένου στην ιστορική συγκυρία της εποχής του; Όπως κατέληξε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «η ιστορία της λογοτεχνίας δεν είναι βολικό δικαστήριο του παρόντος και οι δικοί μας όροι δεν συνιστούν όρους υποδοχής του έργου στο παρελθόν της εποχής του».

«Μια περιοδολόγηση του έργου του Τσίρκα παράλληλα με τα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής του μας δίνει μια εικόνα για το πόσο εκείνη ήταν μια περίοδος βασανισμένη και κυμαινόμενη» συμπλήρωσε η Χρύσα Προκοπάκη, τονίζοντας τον διχασμό, την εσωτερική και εξωτερική πίεση που βίωναν όχι μόνον ο Τσίρκας αλλά όλοι οι αριστεροί λογοτέχνες της γενιάς του.

Πρότεινε να τον κρίνουμε όχι μόνο με το κριτήριο του μοντερνισμού της γραφής ούτε μόνο με το κριτήριο της ιδεολογίας αλλά «με ευρύτητα και γενναιοδωρία». Να τον δούμε «ως συγγραφέα που έζησε τον αιώνα του και να εξετάσουμε πώς τον έζησε» και να μην ξεχνάμε ότι ήταν «ένας βιρτουόζος της γραφής – δεν αρκεί αυτό να το λέμε, πρέπει κάπως και να το δείξουμε» επισήμανε η επιμελήτρια της πρόσφατης έκδοσης των «Ακυβέρνητων πολιτειών» (Κέδρος, 2005).

Ένας «κοσμοπολίτης διανοούμενος με μεγάλη παιδεία και γνώση της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ο οποίος ήταν ζεστός και εγκάρδιος, είχε το χάρισμα να εξαφανίζει τη διαφορά της ηλικίας και το λογοτεχνικό κύρος, αντιμετώπιζε τους νεότερους ως ίσους και τους διευκόλυνε να μιλήσουν» ήταν ο Στρατής Τσίρκας που αναδύθηκε από την προσωπική αφήγηση του Δημήτρη Ραυτόπουλου, μέλους της συντακτικής ομάδας του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης», ο οποίος, όπως θύμισε ένα άλλο μέλος, ο Τίτος Πατρίκιος, «έδωσε μάχη με τους δεινόσαυρους του σταλινισμού» για να υποστηρίξει το έργο του Τσίρκα μέσα από τις βιβλιοκρισίες του.

Πολλοί από τους συγγραφείς των οποίων το έργο συνδέεται στενά και εκφράζει την εποχή τους φεύγουν από το προσκήνιο της λογοτεχνικής μνήμης όταν οι εποχές και οι καταστάσεις αλλάζουν. Πώς ερμηνεύεται η αναγνωστική διάρκεια του Τσίρκα πέρα από την εποχή του και τον ιδεολογικό ορίζοντά της; Αρκεί το κλειδί των ιδεών για να ξεκλειδώσει την αντοχή του πολυδιάστατου συγγραφέα Τσίρκα;

Την απάντηση δίνει ο ίδιος ο Τσίρκας, σε επιστολή του προς τον Τίτο Πατρίκιο – την οποία ανέγνωσε κατά τη συζήτηση ο ποιητής – όπου προτείνει τρόπους προσέγγισης και αποτίμησης της λογοτεχνικής αξίας.

Γράφει από την Αλεξάνδρεια, στις 7 Απριλίου του 1958, σχετικά με επιφυλλίδα του μαρξιστή κριτικού Τάσου Βουρνά στην εφημερίδα «Αυγή» για τον διηγηματογράφο Δημοσθένη Βουτυρά: «Η πολλή του απαιτητικότητα [του Βουρνά] καταντάει άρνηση. Ίσως επειδή εξετάζει απέξω, ιδεοκρατικά, δεν μπαίνει στο ίδιο καράβι με τον δημιουργό για να μοιραστεί μαζί του τις αγωνίες και τις χαρές του και να συλλάβει έτσι πιο ζωντανά τι είναι το καινούργιο και το μεγάλο που κατόρθωσε αυτός ο Καπετάν Μόνος που χάσαμε τώρα».