Οταν ήρθε η στιγµή να σχεδιάσει τη βιβλιοθήκη του Ιωάννη Βαρβάκη για τις ανάγκες της ταινίας του Γιάννη Σµαραγδή «Ο Θεός αγαπά το χαβιάρι», ο Νίκος Πετρόπουλος , ο οποίος υπογράφει την καλλιτεχνική διεύθυνση της πολυαναµενόµενης διεθνούς παραγωγής, έκανε µια βαθιά βουτιά στις µνήµες του. Στον νου του ήρθε µια άλλη βιβλιοθήκη: αυτή του ξαδέλφου του παππού του, δερµατολόγου καθηγητή το επάγγελµα, ο οποίος µάλιστα τύγχανε και συνονόµατός του. Ετσι γεννήθηκε µέσα του η πρώτη εικόνα.

Βέβαια, από τη φαντασία ως την απτή πραγµατικότητα ο δρόµος υπήρξε µακρός: έρευνα σε πίνακες ρώσων ζωγράφων ώστε να µελετήσει το χρώµα και το φως, ψάξιµο σε ειδικές αποθήκες διαφόρων οίκων στο Λονδίνο οι οποίες νοικιάζουν έπιπλα σε κινηµατογραφικές παραγωγές, αλλά και περιήγηση σε αντικερί της Αθήνας.

«∆εν υπάρχει τίποτε σε αυτή την ταινία που να µην είναι αυθεντικό» λέει µε χαµόγελο ο σκηνογράφος, γνωστός κυρίως από τη δουλειά του στην όπερα. «Να φανταστείτε» συνεχίζει «το µέγεθος της παράνοιας, ακόµη και τα επιστολόχαρτα του Βαρβάκη έχουµε εκτυπώσει σε χαρτί εποχής, µε το οικόσηµο που του είχε δώσει η Μεγάλη Αικατερίνη».

Είναι η πρώτη φορά που ο Νίκος Πετρόπουλος εργάζεται στον κινηµατογράφο. Πώς προέκυψε η «εµπλοκή» του; «Κάποια στιγµή µού τηλεφώνησε ο Γιάννης Σµαραγδής και µου είπε ότι θέλει να συζητήσουµε» αφηγείται ο ίδιος. Πράγµατι, συναντήθηκαν οι δυο τους, ο σκηνοθέτης του εξήγησε περί τίνος πρόκειται και του ζήτησε να αναλάβει τα σκηνικά. «Ξέρω ότι έχεις κάνει κι ένα ντοκτορά στο ρωσικό µπαρόκ, µου είπε, οπότε θα µας είσαι χρήσιµος».

Πήρε λοιπόν το σενάριο, το µελέτησε και έπειτα από µία εβδοµάδα είχε πει κιόλας το «ναι». Αν και πρόκειται για το ντεµπούτο του στον κινηµατογράφο, µε τον Γιάννη Σµαραγδή είχαν συνεργαστεί παλαιότερα στην τηλεόραση. «Είχαµε κάνει µαζί δύο σίριαλ, το “Γειά σου Τάσο Καρατάσο” και το “Σιγά, η πατρίδα κοιµάται”» λέει ο σκηνογράφος. «Ωραίες συνεργασίες…».

«Δεν υπάρχει τίποτε μη αυθεντικό»

Ο Νίκος Πετρόπουλος ξεκίνησε να δουλεύει για την ταινία τον περασµένο Απρίλιο και όσο προχωρούσε τόσο περισσότερο γοητευόταν από τη διαδικασία. «Η περίοδος του έργου αρχίζει από τα Ορλοφικά και καταλήγει το 1825, µε τον θάνατο του Βαρβάκη ενώ βρισκόταν φυλακισµένος στο λοιµοκαθαρτήριο της Ζακύνθου» εξηγεί. «Εποµένως τα έπιπλα και ο εξοπλισµός του σπιτιού έπρεπε να είναι οµοιογενή. Τα νοικιάσαµε, λοιπόν, σε εξειδικευµένες αποθήκες του Λονδίνου. ∆εν πήγα ο ίδιος στην Αγγλία. Η συνεργάτις µου Χριστίνα Βλάχου, το alter ego µου σε αυτή την παραγωγή, δούλευε από εκεί. Μου έστελνε τα κοµµάτια µε e-mail, έκανα την επιλογή κι έτσι φθάσαµε στο τελικό αποτέλεσµα. ∆εν υπάρχουν αυτά τα πράγµατα στην Ελλάδα… Αν αναζητάς, ας πούµε, µια ροτόντα µε έξι καρέκλες πολύ συγκεκριµένες, δεν θα τα βρεις εδώ. Ωστόσο οι ζωγραφικοί πίνακες προέρχονται από την Ελλάδα, από αντικερί. Επαναλαµβάνω, δεν υπάρχει κάτι στην ταινία που να µην είναι αυθεντικό, αντίκα. Αν δεις τη φωτογραφία κοµµένη, θα νοµίσεις ότι πήγαµε σε παλιό ρωσικό σπίτι και τη γυρίσαµε».

Πώς ξεκινά κάποιος να ανασυνθέσει µια εποχή πολύ µακρινή από τη δική του; Ο Νίκος Πετρόπουλος πιστεύει ότι χρειάζονται παιδεία, εµπειρίες, µεγάλη βιβλιοθήκη και… προσωπικές εικόνες από το παρελθόν. «Στην “Τραβιάτα”, ας πούµε, που είχα κάνει παλαιότερα, τα σκηνικά τα είχα εµπνευστεί από διάφορα µεγάλα ξενοδοχεία στα οποία είχα φιλοξενηθεί κατά καιρούς ως συνεργάτης λυρικών θεάτρων στο εξωτερικό».

Στην προκειµένη περίπτωση του χρειάστηκαν τρεις µήνες αναζήτησης και προσεκτικού «ξεδιαλέγµατος». Εγιναν κατόψεις, µακέτες, κατασκευαστικά σχέδια βάσει των οποίων προχωρεί η κατασκευή του σκηνικού. «Αυτή τη στιγµή εργάζονται τρία συνεργεία προκειµένου να προλάβουµε τους χρόνους αφού τον Ιανουάριο θα πρέπει να φύγουµε για την Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας» λέει ο σκηνογράφος. Το ένα, εξηγεί, ασχολήθηκε µε τα περισσότερα πράγµατα στη Γιάλοβα, στην περιοχή της Πύλου όπου έγιναν ήδη γυρίσµατα και όλα τα εσωτερικά του σπιτιού του Βαρβάκη στο πλατό, ένα δεύτερο έφτιαξε την καµπίνα της ναυαρχίδας του Ορλόφ και ένα τρίτο ναυπηγεί ένα πλοίο 25 µέτρων, το πειρατικό του Βαρβάκη το οποίο θα στηθεί κάπου αλλού.

«Ο σκηνογράφος εμπνέει τον σκηνοθέτη»

«Οταν έχεις την καλλιτεχνική διεύθυνση σε µια ταινία σηµαίνει ότι έχεις µια γενικότερη καλλιτεχνική µατιά σε ό,τι γίνεται» εξηγεί ο Νίκος Πετρόπουλος. Ως τώρα συνεργαζόταν µε τον ίδιο του τον εαυτό αφού στην όπερα τουλάχιστον εδώ και αρκετά χρόνια, πέρα από τα σκηνικά, υπογράφει και τη σκηνοθεσία. «Ο σκηνογράφος» λέει «είναι εκτελεστικό όργανο της γραµµής του σκηνοθέτη. Καµιά φορά όµως η πορεία πάει και αντίστροφα. Ο σκηνογράφος εµπνέει τον σκηνοθέτη. Κοινός στόχος είναι να εξυπηρετηθεί ο κοινός σκοπός. Να υπάρξει η εγγύηση της ποιότητας, να δικαιωθεί το όραµα».

Ο Νίκος Πετρόπουλος διασκεδάζει πολύ την ενασχόλησή του µε τον κινηµατογράφο. Στο θέατρο, σηµειώνει, η δουλειά γίνεται από την αρχή ως το τέλος ενώ στον κινηµατογράφο αποσπασµατικά. «Μπορεί να κάνεις σήµερα την 65η σκηνή και αύριο την πέµπτη και αυτό µου αρέσει πολύ. Τον Γενάρη, όπως είπα, φεύγουµε για Αγία Πετρούπολη. Εδώ ο µόνος φυσικός χώρος όπου κάναµε γυρίσµατα είναι το Κάστρο της Μεθώνης. Οι πρόσφυγες από την καταστροφή των Ψαρών πήγαν στη Μονεµβασιά. Εκεί όµως εµείς δεν είχαµε χώρο να απλωθούµε. Ετσι επιλέξαµε το Κάστρο της Μεθώνης. Εκεί στήσαµε ένα σκηνικό τεράστιο: παράγκες, κουρελιασµένα αντίσκηνα».

Ο σκηνογράφος παραδέχεται ότι πρόκειται για πολύ κουραστική δουλειά. Ωστόσο δηλώνει ευτυχής για τους συνεργάτες του, οι οποίοι, όπως λέει, είναι τόσο καλοί ώστε πραγµατικά τον ξεκουράζουν. Μιλάει µε θερµά λόγια για τον διευθυντή φωτογραφίας Αρη Σταύρου, µε τον οποίο τονίζει ότι έχουν εξαιρετική συνεργασία, αλλά και για τους ζωγράφους, τους τεχνικούς, τους φροντιστές µε τους οποίους έρχεται σε καθηµερινή επαφή: «Οταν βρίσκεσαι σε περιβάλλον όπου όλοι είναι επαγγελµατίες, όσο έντονη και πολύωρη κι αν είναι η δουλειά, δεν νιώθεις την κόπωση. Είναι ξεκούραση και χαρά».

Ο γερµανός Βαρβάκης και η γαλλίδα Μεγάλη Αικατερίνη

Ο γερμανός ηθοποιός Σεμπάστιαν Κοχ (γνωστός στο διεθνές κοινό από τη συμμετοχή του σε κινηματογραφικές ταινίες όπως οι «Ζωές των άλλων» και η «Μαύρη λίστα») ερμηνεύει τον ρόλο του Ιωάννη Βαρβάκη στη νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή. Η ντίβα του γαλλικού κινηματογράφου Κατρίν Ντενέβ ενσαρκώνει τη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, ενώ συμμετέχουν επίσης μια σειρά καταξιωμένοι έλληνες και ξένοι ηθοποιοί, ανάμεσά τους και ο Βρετανός Τζον Κλιζ (πρώην μέλος των Monty Python). Τα κοστούμια υπογράφει η βραβευμένη ισπανίδα ενδυματολόγος Λάλα Χουέτε (βραβείο Goya για την ταινία «Ελ Γκρέκο», επίσης του Σμαραγδή) και τη μουσική ο Μίνως Μάτσας.

Η ταινία αφορά τον βίο του Ιωάννη Βαρβάκη, του πειρατή από τα Ψαρά ο οποίος έγινε πάμπλουτος από το εμπόριο χαβιαριού – εξ ου και ο τίτλος –, χωρίς ποτέ να πάψει να αγωνίζεται ενάντια σε κάθε εμπόδιο για την απόκτηση πλούτου, εξουσίας και πολιτικής επιρροής, για να χαρίσει, στο τέλος, όλα του τα υπάρχοντα, στο όνομα της αγάπης.

Πρόκειται για μια επική ιστορία η οποία αρχίζει από το νησί του ήρωα στο Αιγαίο Πέλαγος, συνεχίζεται στην Αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης στη Ρωσία, απλώνεται στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας και καταλήγει στη διχασμένη από τις εμφύλιες διαμάχες Ελλάδα, κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821.

πότε και που

Η πρεμιέρα της ταινίας «Ο Θεός αγαπά το χαβιάρι» αναμένεται το φθινόπωρο του 2012. Στην Ελλάδα τη διανομή της έχει αναλάβει η Feelgood Entertainment.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ