Ήταν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς της γενιάς του, μια εικονική φιγούρα της αμερικανικής αντικουλτούρας του 1960 και του 1970. Με το πολεμικό μυθιστόρημα «Σφαγείο νούμερο πέντε» (1969) ο γερμανικής καταγωγής αμερικανός Κερτ Βόνεγκατ (1922-2007) προσπαθούσε να απαλλαγεί από τις μνήμες του βομβαρδισμού της Δρέσδης που τον στοίχειωναν από τότε που βίωσε την καταστροφή ως αμερικανός στρατιώτης αιχμάλωτος των Γερμανών το 1945.

Οι νέοι της δεκαετίας του 1960 προσέλαβαν το βιβλίο ως μυθιστόρημα που μιλούσε για τον δικό τους πόλεμο, για το Βιετνάμ, για τον ιμπεριαλισμό, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για την ειρήνη. Μεταμοντέρνο, φρέσκο, αυτοαναφορικό, σαρκαστικό, αιχμηρό, με μαύρο χιούμορ και ύφος στακάτο, το μυθιστόρημα με την επαναλαμβανόμενη φράση «έτσι πάει» και τον επιστημονικής φαντασίας σουρεαλισμό έγινε σύντομα μπεστ-σέλερ. Και ο Βόνεγκατ έγινε ήρωας.

Πριν από λίγες εβδομάδες όμως κυκλοφόρησε στην Αμερική η βιογραφία του «Αnd so it goes» (Henry Holt and Co.), γραμμένη από τον Τσαρλς Τζ. Σιλντς, από την οποία αναδύθηκαν μερικές οξεία δυσάρεστες όψεις της προσωπικότητάς του. Προκύπτει ένας Βόνεγκατ αντιφατικός και αμφιλεγόμενος, με ψυχολογικές μεταπτώσεις και τάση προς την κατάθλιψη. Ένας άνθρωπος που εμφορούνταν από άσβεστο θυμό για τον αποξενωμένο πατέρα του και τη μητέρα του, η οποία αυτοκτόνησε την Ημέρα της Μητέρας όταν εκείνος ήταν 21 ετών. Ήταν σκληρός απέναντι στην πρώτη του σύζυγο και απόμακρος με τα παιδιά του.

Για τα ανίψια του, τα οποία ανέθρεψε μετά τον θάνατο της αδερφής του, ήταν ευλογία και κατάρα. Πρόδιδε τους φίλους του και ανθρώπους που τον είχαν υποστηρίξει. Ο ανθρωπιστής με τη δημόσια δράση, ο συγγραφέας-σύμβολο των διεκδικήσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα μιας γενιάς, είχε επενδύσει στην εταιρεία Dow Chemical που παρασκεύαζε ναπάλμ. Ο σοσιαλιστής και σταυροφόρος στον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος κατείχε μετοχές μεγάλων εταιρειών εξόρυξης μετάλλων γνωστών για τις αντιεργατικές πολιτικές τους. Ήταν μάστορας στις δημόσιες σχέσεις, που τις έκανε και ως επάγγελμα στην General Electric, και άφησε σκόπιμα μουστάκι και μακριά μαλλιά για να μοιάζει στον Μαρκ Τουέν, με τον οποίο συχνά τον συνέκριναν λόγω της σατιρικής γραφής του. Παρά την επιτυχία του πίστευε ότι ήταν ένας παραγνωρισμένος συγγραφέας τον οποίο η κριτική δεν εκτίμησε, ότι τον «γκετοποιούσαν» βολικά στα ράφια της επιστημονικής φαντασίας και φοβόταν ότι θα ξεχαστεί.

«Διαβάζοντας τα βιβλία του περίμενα να συναντήσω έναν άνθρωπο πρόσχαρο, αστειευόμενο, με έντονο χιούμορ, κάτι σαν έναν καλό θείο, αλλά βρήκα έναν ηλικιωμένο πικραμένο, που υπέφερε και που τον στοίχειωνε το παρελθόν. Ήταν θυμωμένος με τους γονείς του και δυστυχισμένος στον πρώτο του γάμο που είχε λήξει πολλά χρόνια πριν. Ένιωθε ότι η κριτική δεν τον είχε εκτιμήσει, ότι τον αγνοούσαν υποτιμητικά», περιγράφει σε συνέντευξή του ο Τσαρλς Τζ. Σιλντς. «Αντί να συναντήσω έναν άνθρωπο που ζούσε καλά γεράματα και απολάμβανε την επιτυχία του, βρήκα έναν άνδρα που ένιωθε αδικημένος και ήθελε να μάθουν όλοι πόσο άσχημα του φέρθηκαν κάποιοι».

Ο Μαρκ Βόνεγκατ, ο γιος του συγγραφέα, διαψεύδει τα πάντα. «Σας διαβεβαιώ ότι ο Κερτ δεν πέθανε πικραμένος ούτε πίστευε ότι ήταν αποτυχημένος», γράφει σε μέιλ του στην ιστοσελίδα επιστημονικής φαντασίας io9. Ούτε είχε επενδύσει στην Dow Chemical. Ήταν, λέει ο υιός Βόνεγκατ, ένας άνθρωπος που δεν ενδιαφερόταν για επενδύσεις ή ακριβά πράγματα. Ένας άνθρωπος που πάλεψε σκληρά για να ξεπεράσει το ψυχολογικό τραύμα του από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την ιδιόρρυθμη και στεγνή από αγάπη παιδική ηλικία του ώστε να μπορεί να έχει θερμές σχέσεις με τα αδέρφια και τα παιδιά του. «Δεν λέω πως ήταν τέλειος σύζυγος ή πατέρας και ναι, είχε δύο αποτυχημένους γάμους», συνεχίζει ο γιος του και παρακαλεί τους αναγνώστες να διαβάσουν με κριτικό πνεύμα τη βιογραφία του πατέρα του και να μη βιαστούν να θεωρήσουν ότι αποκαλύπτει την αλήθεια. Κατηγορεί μάλιστα τον βιογράφο ότι πέρασε πολύ λίγο χρόνο με τον 84χρονο συγγραφέα και ότι αγνόησε μεγάλο μέρος βιογραφικού υλικού προκειμένου να παρουσιάσει ένα πολύ συγκεκριμένο πορτρέτο.

Η γνωριμία του Σιλντς με τον Βόνεγκατ πράγματι δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Ο Σιλντς χτύπησε την πόρτα του συγγραφέα το καλοκαίρι του 2006. Είχε αποφασίσει να γράψει τη βιογραφία του και του ζήτησε να συνεργαστούν. Είχε ήδη πίσω του μια επιτυχημένη βιογραφία της Χάρπερ Λι, της συγγραφέα του βραβευμένου «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια». Ο Κερτ στην αρχή ήταν απρόθυμος, αλλά αργότερα ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Το 2007 όμως, λίγες ώρες αφότου ο Σιλντς έφευγε από το σπίτι του Βόνεγκατ στο Μανχάταν μετά από μια πολύωρη συνέντευξη, ο 85χρονος συγγραφέας έπεσε από τις σκάλες, χτύπησε στο κεφάλι και πέθανε. Ο Σιλντς ολοκλήρωσε την έρευνά του συναντώντας μέλη της οικογένειας του Βόνεγκατ, φίλους και συνεργάτες του, διάβασε επιστολές και όλη τη σχετική βιβλιογραφία και κατέληξε, έπειτα από πέντε χρόνια δουλειάς, σε μια βιογραφία την οποία η κριτική χαρακτηρίζει τεκμηριωμένη και συναρπαστική στην ανάγνωση.

Ποιος λοιπόν ήταν τελικά ο Βόνεγκατ; Αυτός που οι αναγνώστες συμπεραίνουν ότι ήταν ταυτίζοντας τον συγγραφέα με τη φωνή και τις ιδέες των ηρώων του; Αυτός που ισχυρίζεται ο γιος του; Αυτός που σκιαγραφεί ο βιογράφος του; Ο Ρόμπερτ Τ. Τάλι, καθηγητής Αμερικανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και μελετητής του Βόνεγκατ, δίνει μια εμπνευσμένη απάντηση.

Ο Βόνεγκατ στα κείμενά του, μας λέει, διερευνά και τιμά την ανθρώπινη κατάσταση, που έχει συχνά όψεις άσχημες, βίαιες, μοναχικές και δυσάρεστες αλλά και θαυμάσιες. Ερμηνεύει το έργο του Βόνεγκατ ως υπενθύμιση ότι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη εξίσου και τη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά της ζωής και της ανθρώπινης φύσης. «Με τον ίδιο τρόπο, η βιογραφία του Σιλντς», καταλήγει ο Τάλι σε κριτική του στην «Washington Post», «δείχνει πώς και σε ποιον βαθμό ο Βόνεγκατ χειρίστηκε τις θετικές και τις αρνητικές πλευρές της δικής του ύπαρξης και αυτή η εκδοχή του Βόνεγκατ είναι πολύ πιο δυνατή από την εικόνα του καλτ ήρωα που είχε ο περισσότερος κόσμος». Άποψη που μπορεί να ισχύσει για κάθε βιογραφία.