Αρχές του 20ού αιώνα, Θεσσαλονίκη: Eμποροι φορτώνουν βιαστικά τα πολυτιμότερα εμπορεύματά τους στα κάρα και τα κυλούν προς τη νότια πλευρά της Εγνατίας για να τα γλιτώσουν από τη μεγάλη φωτιά. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας ευαίσθητος διαλογέας σε ταχυδρομικό γραφείο της Αθήνας προσπαθεί να ταυτίσει τους παραλήπτες επιστολών προκειμένου να επιδοθούν κάποια από τα γράμματα των μικρασιατών προσφύγων που ανεπίδοτα υψώνονται σε σωρούς στο γραφείο.

Οι σκηνές προέρχονται από το νέο πεζογράφημα «Το νήμα» της βρετανίδας Βικτόρια Χίσλοπ, το οποίο παρουσιάστηκε το βράδυ της Δευτέρας στη μικρή σκηνή «Χριστίνα Ωνάση» της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Πρωταγωνιστές στο μυθιστόρημα η πόλη της Θεσσαλονίκης και ο χρόνος. Μια μεγάλη πυρκαγιά, μια μεγάλη καταστροφή, πόλεμοι, ξεριζωμός, μετακινήσεις πληθυσμών. Η Ιστορία προχωρεί με δυσβάσταχτα βήματα και οι άνθρωποι το παλεύουν όπως μπορούν προσπαθώντας να συνεχίσουν τη ζωή τους. Ανάμεσα στους πολλούς, ο Δημήτρης, σαλονικιός υφασματέμπορας, και η Κατερίνα, μια προσφυγοπούλα ράφτρα.

Eνα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, μια περιήγηση στην πόλη, μια επίσκεψη στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ και η προσπάθεια να μιλήσει με τον φύλακα «που δεν γνώριζε άλλη γλώσσα από τα τουρκικά» έδωσαν την έμπνευση για το δεύτερο μυθιστόρημά της που διαδραματίζεται στην Ελλάδα, είπε η συγγραφέας του επιτυχημένου «Νησιού» στον δημοσιογράφο Σταύρο Θεοδωράκη, ο οποίος αντί να παρουσιάσει το βιβλίο προτίμησε να κάνει, όπως είπε, αυτό που ξέρει καλά, και πήρε συνέντευξη από τη συγγραφέα ενώπιον του κοινού.

«Η Μούσα μου μένει εδώ. Ο Νότος έχει πιο πολύ δράμα, πιο πολύ πάθος, γεγονός που εμπνέει τους συγγραφείς», είπε η Χίσλοπ η οποία έχει στο βιογραφικό της δύο μυθιστορήματα για την Ελλάδα και ένα για την Ισπανία του εμφυλίου.

Οι μιναρέδες χωρίς τζαμιά και το μνημείο Ολοκαυτώματος στην Πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη την ξάφνιασαν. Δεν γνώριζε για τους εβραίους και τους μουσουλμάνους της πόλης, δεν είχε ιδέα για την ιστορία της. Επιστρέφοντας στη Βρετανία άρχισε να διαβάζει για να μάθει περισσότερα. Πρώτα το «Θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων» του Μαρκ Μαζάουερ, στη συνέχεια ό,τι σχετικό βρήκε στη Βιβλιοθήκη του Λονδίνου, στο τέλος επισκέφθηκε το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη για να δει εικόνες της εποχής. Διάβαζε ακούγοντας από τα ακουστικά της ρεμπέτικα, «η μουσική σού δίνει την ατμόσφαιρα μιας εποχής, οι ιστορίες αλλάζουν αλλά η μουσική όχι» εξήγησε η συγγραφέας και καταλάβαμε πόσο δίκιο έχει λίγο αργότερα, όταν η Ελεονώρα Ζουγανέλη ερμήνευε το «Μινόρε της αυγής». Είχε προηγηθεί ανάγνωση αποσπασμάτων του έργου από τη συγγραφέα, στα ελληνικά, και από τον ηθοποιό Νίκο Ορφανό, τον γιατρό του «Νησιού» στη μικρή οθόνη, και βίντεο με συγκλονιστικές εικόνες της Θεσσαλονίκης μετά τους Βαλκανικούς πολέμους.

«Τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα δεν ξεκίνησαν πριν από 20 ή 30 χρόνια», είπε η Χίσλοπ. «Η άκρη του νήματος βρίσκεται πιο βαθιά στο παρελθόν, στην ανταλλαγή πληθυσμών» εκεί εντοπίζει την απάντηση για πολλά ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας η βρετανή συγγραφέας και δημοσιογράφος, ομολογώντας την εμμονή της με το παρελθόν, τα οικογενειακά μυστικά και τα μυστικά που κρύβουν κοινωνίες ολόκληρες.

Συζητά στα ελληνικά. Η προφορά της είναι βαριά αλλά μιλά με άνεση. Απαντά στις ερωτήσεις και ενδιάμεσα κάνει σχόλια για τη διάκριση αρσενικού και θηλυκού στα ελληνικά και στα αγγλικά, ρωτά πώς αποδίδονται λέξεις, διορθώνει την προφορά της.

«Οι Αγγλοι θεωρούν τους Ελληνες τεμπέληδες που δεν πληρώνουν τους φόρους τους», είπε η Χίσλοπ απαντώντας σε ερώτηση του Σταύρου Θεοδωράκη, «ζώντας όμως στην Ελλάδα είδα πόσο σκληρά δουλεύουν». Εχει σπίτι στην Κρήτη, ταξιδεύει στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια και σε διερευνητική ερώτηση του δημοσιογράφου απάντησε ότι θα ήθελε να παίξει κάποιον ρόλο ως «πρέσβειρα της Ελλάδας», όχι όμως «στο “μεγάλο σπίτι” με τα πολλά πρωτόκολλα», αλλά στον χώρο του τουρισμού. «Οι Βρετανοί δεν ξέρουν πόσο δύσκολα πέρασαν οι Ελληνες στον πόλεμο, δεν ξέρουν ότι στην Ελλάδα κάποια πράγματα δεν αλλάζουν: το τοπίο, ο ήλιος, ο ουρανός και η ιστορία επιβίωσης η οποία επαναλαμβάνεται διαρκώς, με τις καλές και άσχημες στιγμές της, που περιγράφονται καλύτερα οπτικά και όχι με λόγια» είπε σχεδιάζοντας με τον δείκτη στον αέρα μια καμπύλη γραμμή στο σχήμα του μαιάνδρου, με περιόδους κάμψης και εποχές ανάκαμψης.

Με έναν απλό αλλά εντυπωσιακό κότσο που θύμιζε Μαρία Κάλλας, μέσα σε μια κοντή ασπρόμαυρη τουαλέτα και ένα λευκό γούνινο μπολερό, με τα μαργαριτάρια στον λαιμό και στα χέρια της να λάμπουν στα φλας των φωτογράφων, με τους συντελεστές του τηλεοπτικού «Νησιού» καθισμένους στις πρώτες σειρές του ακροατηρίου και τους ρεπόρτερ των πρωινών εκπομπών να συνωστίζονται γύρω τους, η Βικτόρια Χίσλοπ έμοιαζε με το τιμώμενο πρόσωπο κοσμικής εκδήλωσης.

Αυτά είναι σημεία που δεν περνούν απαρατήρητα από τους τιμητές της λογοτεχνίας. «Μια ευπώλητη συγγραφέας για το γυναικείο κοινό» είναι συνήθως η απαξιωτική ετυμηγορία σε τέτοιες περιπτώσεις. Πράγματι, το κοινό στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελείτο από γυναίκες – αλλά μήπως έτσι κι αλλιώς οι γυναίκες δεν αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού; Ανάμεσα σε αυτές, άνδρες πολύ νεαρής ηλικίας ή μεσόκοποι –οι ηλικίες των ανδρών που διαβάζουν, σύμφωνα με τις έρευνες αναγνωστικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα αλλά και παντού– περίμεναν υπομονετικά τη συγγραφέα να τους υπογράψει ένα αντίτυπο του βιβλίου της.

Η λογοτεχνία που γράφεται από γυναίκες δεν μπορεί να περιοριστεί αεροστεγώς στον όρο «γυναικεία λογοτεχνία» και η «γυναικεία λογοτεχνία» δεν είναι συλλήβδην «ροζ». Συγγραφείς όπως η Βικτόρια Χίσλοπ δεν διεκδικούν τις δάφνες του στεφανωμένου ποιητή. Δεν μπορούμε όμως μικρόψυχα να τους απαρνιόμαστε το ταλέντο του αφηγητή, που διηγείται ιστορίες από την καθημερινότητα ανθρώπων που προσπαθούν να ζήσουν σε πείσμα των καταστροφών που συμβαίνουν γύρω τους. Ιστορίες επιβίωσης γραμμένες με την αμεσότητα της προφορικής αφήγησης, που στις καλές τους στιγμές αναβιώνουν τη λαϊκή αφηγήτρια του χωριού, την παραδοσιακή θεματοφύλακα της μνήμης και της Ιστορίας.

«Υφάντρα που κεντά με ευαισθησία το φόρεμα της δικής μας Ιστορίας, όπως η Κατερίνα του “Nήματος”» χαρακτήρισε τη συγγραφέα ο ηθοποιός Στέλιος Μάινας, ο οποίος πρωταγωνίστησε στο «Νησί». «Είναι ευγενής και φιλέλλην» ακούσαμε τον Νίκο Ορφανό να λέει σε ρεπόρτερ πρωινής εκπομπής μετά την εκδήλωση.

Χρειαζόμαστε μια νέα γενιά βρετανών φιλελλήνων και περιηγητών για να ανακαλύψουμε τη χώρα μας και την ιστορία της; είναι το ερώτημα. Πιθανόν ναι. Επισκέπτες με «ματιά αετού» ξεγυμνώνουν θέματα που εμείς δεν μπορούμε να δούμε γιατί είμαστε μέρος του προβλήματος, υποστήριξε ο Σταύρος Θεοδωράκης σχολιάζοντας ότι «κάθε φορά που η Βικτόρια Χίσλοπ ταξιδεύει στην Ελλάδα, οι δημοσιογράφοι αναρωτιόμαστε πού πάει, μήπως η ματιά της μας αποκαλύψει μια άλλη Σπιναλόγκα που εμείς έχουμε ξεχάσει».

Σε λίγες εβδομάδες, με την έναρξη του 2012, θα ξεκινήσουν και οι εορτασμοί για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Πόσο το αφήγημα της Χίσλοπ θα συντελέσει σε μια διαφορετική πρόσληψη της στερεότυπης «νύμφης του Θερμαϊκού», της μυθικής φοιτητούπολης των μεζεδοπωλείων και των παραλιακών καφέ, της συμπρωτεύουσας που καθιερώθηκε ως «ερωτική πόλη» από τον lifestyle περιοδικό Τύπο των τελευταίων δεκαετιών θα φανεί στους επόμενους μήνες. Ισως βοηθήσει, με τον τρόπο του, να θυμηθούμε –μακριά από τους μοντέρνους εθνικισμούς– ότι η «πολυπολιτισμική» Θεσσαλονίκη του παρελθόντος στήριξε τη διάρκειά της στην κατανόηση προς το διαφορετικό, στη συνύπαρξη με το ξένο και στη συμβίωση με τον Άλλο όχι μόνο μέσα στις σελίδες των εγχειριδίων της Ιστορίας αλλά και στην πραγματική ζωή.