Τι σχέση μπορεί να έχει η ποίηση με τα βιντεοπαιχνίδια και πώς μπορεί κανείς να τη συνδέσει στο μυαλό του μ’ αυτά; Εύλογο το ερώτημα. Η περιέργεια με έσπρωξε να επικοινωνήσω με τον συγγραφέα Βασίλη Αμανατίδη και να τον ρωτήσω τι συμβαίνει με το τελευταίο του βιβλίο που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Νεφέλη» και ονομάζεται «7: ποίηση για video games».

Ο ίδιος μεγάλωσε και ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Μου μίλησε λίγο πριν φύγει απ’ το σπίτι του για να προβάρει ένα κοστούμι που θα φορέσει το βράδυ της Πέμπτης 3 Νοεμβρίου 2011 στο «Floral» (της πλατείας Εξαρχείων) σε μια αυτοσχεδιαστική performance πάνω σε υλικό από το καινούργιο του υβριδικό βιβλίο-αντικείμενο, με στοιχεία δραματουργικά, αφηγηματικά, οπτικά, τυπογραφικά, φωνητικά.

«Έφτασα στα video games χωρίς να έχω παίξει πολύ στη ζωή μου, μέσα από μια αίσθηση που μου δημιούργησαν οι φίλοι μου (που παίζουν) ότι μέσα απ’ τα video games νιώθουν αιώνιοι, επειδή ακριβώς πολλά απ’ αυτά δεν τερματίζονται. Κάποια απ’ αυτά που είναι μονίμως ατερμάτιστα επαναφέρουν ένα καταπληκτικό αίτημα αθανασίας. Μπορεί να ακούγεται αφελές αλλά απηχεί μια ποιότητα του ανθρώπου που υπήρχε πάντα» μου εξηγεί ο Αμανατίδης αποκαλύπτοντάς μου τη σύνδεση που αναζητούσα.

Στην αρχή, όταν ξεκίνησε αυτή η διαδικασία, ο ίδιος είχε τον τίτλο αλλά όχι τα κείμενα. Τον απασχολούσαν οι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να υπάρχει η ποίηση σε μια τέτοια εποχή. «Η ψηφιακότητα (ακόμα κι ο τρόπος που κοιταζόμαστε από μακριά) είναι διευρυμένη, είναι παντού, όλα γίνονται μέσα από ένα είδος ψηφιακής όρασης και αποτύπωσης» λέει στο «Βήμα». Όταν άρχισε να γράφει τα κείμενα κατάλαβε ότι το διακύβευμα γι’ αυτόν ήταν αλλού, στο συμπληρωματικό της όρασης που είναι η αφή. «Αυτό που πάντα αναρωτιόμουν είναι, τι γίνεται σε μια εποχή που κοιτάμε από μακριά αλλά δεν ακουμπάμε; Τόσο ρομαντικά και κάπως αφελώς! Επιπλέον, πώς μπορεί το ποίημα να γίνει πράγμα απτό, να γίνει δηλαδή κάτι που μπορείς να το αγγίξεις και να μη μείνεις μόνο στην όραση;» διερωτάται και πάλι.

Το βιβλίο αυτό είναι μια συνέχεια του προηγούμενου ποιητικού του βιβλίου «4-D: Ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων» (Γαβριηλίδης, 2006) «χωρίς το οποίο δε θα μπορούσα να γράψω αυτό» αλλά και της συλλογής διηγημάτων του «Ο σκύλος της Χάρυβδης» (Καστανιώτης,2008) όπου «υπάρχει ένα διακαές αίτημα αφής». Ρωτάω τον Βασίλη Αμανατίδη αν η ποίηση, που, λίγο πολύ, χρειάζεται μια συνθήκη μοναξιάς και την ανάλογη συναισθηματική δεκτικότητα για να επιδράσει, γίνεται με τους τρόπους της performance ένα θέαμα μάλλον περίεργο. Μπορεί η ποίηση να είναι δημόσιο θέαμα; «Δεν την κάνουμε θέαμα. Διευρύνουμε τις παράπλευρες και ταυτόχρονες δυνατότητές της» μου απαντά.

«Η ποίηση, έχω την αίσθηση, είναι ένα πράγμα απ’ το οποίο πάντα κάτι λείπει ενώ την ίδια στιγμή είναι ακέραιο και πλήρες». Επομένως κάτι λείπει, επανέρχομαι. «Λείπει το σώμα! Η ποίηση τους τελευταίους αιώνες έχασε την ακροαματική, την ραψωδιακή, την ηχητική της πλευρά, κάτι που για αιώνες την χαρακτήριζε. Τότε ο ποιητής, ο ραψωδός, ο τροβαδούρος δεν εκπροσωπούσε μόνο το λόγο κάποιου αλλά τον σωματοποιούσε, ήταν διαθέσιμος προς αφή εκεί, ανά πάσα στιγμή ενδεχομένως. Από τότε έχουμε συνηθίσει σε μια λειτουργία της ποίησης, όπως ακριβώς μου την περιγράψατε, δηλαδή στην ουσία κατά μόνας, με μια σιωπηρή εσωτερική ανάγνωση που εξορίζει όμως την απτικότητα, τη σωματικότητα, την πιο επικοινωνιακή διάσταση του λόγου» μου επισημαίνει.

Με τον ίδιο τρόπο που, μόνο χάριν ταξινομήσεως, λέει ότι αυτό είναι ποίηση ή πεζογραφία ή θέατρο όταν βγάζει ένα βιβλίο, «προσπαθήσαμε να φτιάξουμε (μαζί με τον εκδότη Περικλή Δουβίτσα) ένα είδος αντικειμένου, να ξαναγυρίσουμε λίγο στην μοντερνιστική ουτοπία του βιβλίου-μαγικού αντικειμένου (που πλέον είναι απομαγευμένο φυσικά) αλλά όχι μόνο για μια ελίτ, εκεί είναι το στοίχημα» συνεχίζει. «Ένα βιβλίο που θα μπορεί να συνδυάσει κομμάτια που ανέκαθεν ανήκαν στην ποίηση, με την πιο διευρυμένη της έννοια, την παραστατικότητα, την εικονικότητα, την φωνή που έχουμε συνηθίσει μόνο στους θεατρικούς μονολόγους» μια αισθητική που γενικότερα έχει την καταγωγή της, όπως λέει ο ίδιος, στις σπουδές του πάνω στις εικαστικές τέχνες.

Ο Βασίλης Αμανατίδης χρησιμοποιεί τα video games «σαν πλατφόρμα, με μια χαριτολογική διάθεση αποπλάνησης» για να καταπιαστεί με πολύ παλιά ζητήματα του ανθρώπου και της ποίησης. «Είναι η προσωπική μου ανάγκη να φτιάξω ένα πράγμα που να μην ανήκει ακριβώς σε μια κατηγορία, με την ελπίδα ότι θα σταματήσουν τα πράγματα να είναι διχαστικά. Σ’ αυτή την συμπλοκή βλέπω ένα είδος ανεξιθρησκίας. Το αίτημά μου είναι ένα ρομαντικό αίτημα συναισθησίας και επαφής με τον άλλο. Το αίτημά μου είναι να εκτεθώ, να δοθώ και να συμπληρώσω έτσι το ποίημα».

Η κουβέντα μας περιστρέφεται συνεχώς γύρω απ’ την έννοια της «περσόνας». Του εκφράζω κάποιες επιφυλάξεις. Γιατί πρέπει να υπάρχουν οπωσδήποτε «περσόνες»; «Γιατί απλώς υπάρχουν. Γιατί έτσι είναι τα πράγματα. Δεν γίνεται η ποίηση να υποδύεται το ενιαίο μεγαλείο των παρελθόντων ετών. Ακόμα και σήμερα, ο ποιητικός λόγος κινείται στο επίπεδο της μη-αποδοχής της πραγματικότητας, η οποία είναι αρκετά τεμαχισμένη. Τα προσωπεία είναι διαρκή στη ζωή μας, ο τρόπος που ζούμε μέσα απ’ τις νέες τεχνολογίες και τις ενώσεις τους γίνεται όλο και πιο περίπλοκος. Η ποίηση απλώς υποδύεται μια ενότητα μοντερνιστικού τύπου».

«Είμαστε δραματουργοί των ταυτοτήτων μας» υπογραμμίζει ο Βασίλης Αμανατίδης. «Αυτό λέει το βιβλίο. Είμαστε ρόλοι. Μας επηρεάζουν οι άνθρωποι. Εμείς επηρεάζουμε τους άλλους. Παίζουμε παιχνίδια. Στην ουσία, όπως παίζουμε video games, μ’ ένα βαθμό επισφαλούς ασφαλείας, έτσι ζούμε. Θα ήθελα να φτάσουμε σε μια κατάσταση ενοποίησης. Ας παραδεχτούμε προς το παρόν ότι λίγο πολύ αυτή είναι η εποχή μας». Το αποτέλεσμα; «Να υπάρχει μια παραζάλη για επικοινωνία, είναι αυτή η παραζάλη των ζώων πριν τη σφαγή που θα έλεγε ο Δημήτρης Δημητριάδης».

Αυτή την περίοδο μεταφράζει το τελευταίο μυθιστόρημα του μεγάλου Πολωνού μοντερνιστή συγγραφέα Βίτολντ Γκομπρόβιτς με τον τίτλο «Cosmos». «Η βάση για το βιβλίο είναι η θεωρία της μορφής του Γκομπρόβιτς, αυτό που έλεγε πάντα για το πινγκ πονγκ που κάνουμε ο ένας στον άλλο, η υπαρξιστική του ιδέα ότι είμαστε άμορφα πρόσωπα, παραμορφώσεις και μάσκες» καταλήγει. «Σ’ αυτό το μυθιστόρημα με το απίστευτο καθεστώς απροσδιοριστίας, τα πράγματα λιώνουν, δεν έχουν ποτέ μορφή, αλλάζουν διαρκώς, αλλάζουν ανάλογα με τον τρόπο που τα κοιτάς».

Τι θα δούνε όσοι αποφασίσουν να παρακολουθήσουν την αυτοσχεδιαστική του performance; «Ο κόσμος θα δει, θα ακούσει, θα παρίσταται σε εκδοχές, κομμάτια του βιβλίου μου. Εκεί δε θα παριστάνονται από μένα αλλά από μια «περσόνα» μου που μπορεί, περισσότερο απ’ τον Βασίλη Αμανατίδη, να διαβάσει αυτά τα ποιήματα μ’ έναν τρόπο πιο απελευθερωμένο. Ταυτόχρονα θα προβληθούν κάποια παιγνιώδη «οικιακά» βίντεο που κάνω κατά καιρούς κτλ. Όλα όμως θα εξαρτηθούν απ’ την ενέργεια που θα δημιουργηθεί με το κοινό. Είναι η ανάγκη να πω στους άλλους ότι εδώ είμαστε μαζί. Σας δείχνω βέβαια κάτι εγώ, αλλά πάλι μαζί είμαστε».

Αυτοσχεδιαστική performance
Πέμπτη, 3 Νοεμβρίου 2011, 21:00 / Floral (πλ. Εξαρχείων)
Ακολουθεί dj set 5TARCRUSH (electro).
Βιβλίο
Βασίλης Αμανατίδης
7: ποίηση για video games
Εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 56, τιμή 12,90 ευρώ