Πρωτοζωγράφισα…

«Σε παιδική ηλικία µαζί µε τους συµµαθητές µου. Μου άρεσε από παιδί να ζωγραφίζω, αλλά δεν είχα διανοηθεί ποτέ ότι θα το κάνω επάγγελµα. Ηµουν 18 χρόνων, ετοιµαζόµουν να δώσω εξετάσεις για την Αρχιτεκτονική Σχολή, όταν χωρίς να το πολυσκεφτώ αποφάσισα να… στρίψω το τιµόνι για την Καλών Τεχνών. Εκεί ξετρελάθηκα: στους δύο µήνες ήρθε ο έρωτας. Πήγα κατευθείαν Παρίσι, όπου πέρασα µε πολύ καλή σειρά στο εργαστήριο του Κρεµονίνι στην Ecole de Beaux Arts. ∆ούλευα, θυµάµαι, 14 ώρες το 24ωρο και έβλεπα διαρκώς εκθέσεις σε µουσεία και γκαλερί. Με τους συµφοιτητές µου δεν είχαµε να πληρώσουµε ούτε τον καφέ που πίναµε, αλλά απολαµβάναµε σχεδόν δωρεάν τον µεγαλύτερο πλούτο του κόσµου».

Πρωτοκολύµπησα…

«Μωρό στο Πόρτο Χέλι και στο Κρανίδι, όπου παραθερίζαµε τέσσερις-πέντε µήνες τον χρόνο λόγω της καταγωγής της µητέρας µου – από την Αργολίδα. Ηταν η ελευθερία µου και η επαφή µου µε τη φύση. Πάντα µου άρεσε η θάλασσα και το φως, διότι έχω µανία και µε το φως. Με ενδιαφέρει πάντα το δυνατό φως, γι’ αυτό και δεν έµεινα στο Παρίσι. Και σήµερα είµαι άνθρωπος της θάλασσας και µάλιστα βουτάω τον χειµώνα. Σε σχέση µε τη ζωγραφική, ωστόσο, το νερό πάντα το φοβόµουν, µη µου βγει… καρτ ποστάλ. ∆εν το ‘χα πιάσει καθόλου. Το ‘99 ξεφοβήθηκα και έκανα µια σπουδή πάνω στις παραλίες. Και βρήκα το στοιχείο µου…

Ευχαριστιέµαι πάρα πολύ όταν ζωγραφίζω ό,τι έχει σχέση µε το νερό και αισθάνοµαι απόλυτα ελεύθερη και µέσα από τη ζωγραφική σε σχέση µε το υγρό στοιχείο».

Θέλησα…

«Επειτα από ένα ταξίδι µου στη Σαµοθράκη να ζωγραφίσω καταρράκτες. Η δύναµη του νερού µε µάγεψε και µε εντυπωσίασε. Για µένα ήταν σαν να αντιµετωπίζω τις φοβίες µου λίγο πριν από τη γαλήνη και την κάθαρση.

Ενιωσα σαν να βγήκα από το νερό και αντιµετώπισα λίγο πιο ξεκάθαρα τα πράγµατα. Με τους κολυµβητές που ζωγράφιζα κάτω από το νερό ήµουν πιο προστατευµένη – όπως το έµβρυο που βρίσκεται στη µήτρα και µπορεί να έχει ελευθερία κινήσεων, αλλά είναι προστατευµένο. Ούτως ή άλλως, πάντα προσπαθώ να βγάζω µια θετική εικόνα. ∆εν µπορώ να ζωγραφίζω κάτι πιο άγριο, που να µην έχει ισορροπία, και ας µε πουν ντεµοντέ. Αυτός είναι ο στόχος µου: να ζωγραφίζω ονειρικούς µικρόκοσµους».

Αλλαξα

«Πολλά έργα αυτής της σειράς γύρω από τη νέα µου “εµµονή”, τους καταρράκτες. Μου πήρε τέσσερα χρόνια να ολοκληρώσω τη σειρά. Σε αυτό το διάστηµα άρχιζα τα έργα µου, τα σταµατούσα και τα ξανάρχιζα. ∆εν δέχεσαι τα όριά σου εύκολα, δεν δέχεσαι ότι ένα έργο έχει τελειώσει, ειδικά όταν πατάς σε άγνωστα νερά, όταν κάνεις µια καινούργια δουλειά. Πάντα σκέφτεσαι ότι µπορείς να κάνεις κάτι καλύτερο. Να το “πειράξεις”. Μου έχει τύχει να πιάσω έργο έπειτα από χρόνια και µετά να αλλάξει όλο το έργο. Και αυτή την καινούργια δουλειά την “πείραξα” πολύ. Σήµερα αισθάνοµαι καλά µε αυτή την καινούργια πρόταση, που περιλαµβάνει οκτώ µεγάλα έργα (τοπία), 16 µικρότερα (το γυµνό σε σχέση µε το νερό) και τέσσερα-πέντε µικρά γλυπτά (λουόµενες). Θα τα ονόµαζα ασκήσεις γλυπτικής. ∆εν το παίζω γλύπτρια».

∆ίστασα…

«Αρχικά να παρουσιάσω τα καινούργια µου έργα µέσα από µια έκθεση διότι σκεφτόµουν την οικονοµική κατάσταση και έλεγα από µέσα µου “πού πας να κάνεις έκθεση τέτοια εποχή;”. Αλλά αντιλήφθηκα ότι ο κόσµος σε αυτή τη συγκυρία επιθυµεί να έρθει σε επαφή µε την τέχνη περισσότερο από άλλες φορές. Η τέχνη είναι το φάρµακο για την κρίση».

Αποφάσισα…

«Να κρατήσω τις τιµές στα ίδια επίπεδα µε την προηγούµενη έκθεση, παρ’ ότι είθισται σε κάθε νέα παρουσίαση να ανεβαίνουν.

Ποτέ δεν σκέφτοµαι τον οικονοµικό παράγοντα όταν δουλεύω ένα έργο.

Υπάρχουν περιπτώσεις που καταστρέφω έργα έπειτα από χρόνια δουλειάς πάνω σε αυτά. Εξάλλου ποτέ δεν ξεκινώ µια έκθεση για εµπορικούς σκοπούς, αν και µετράει για τον κόσµο το τι θα πουλήσεις και τι όχι. Ευτυχώς, υπάρχουν συλλέκτες, άνθρωποι που έχουν και εκείνοι εµµονές, που στηρίζουν την παραστατική ζωγραφική, που σε ακολουθούν, που σε πιστεύουν. Και δεν εννοώ εκείνους που αντιµετωπίζουν τα έργο µου σαν ένα σακί πατάτες: πόσο κάνει;».

Συνειδητοποίησα…

«Εδώ και καιρό ότι ο Ελληνας µπορεί να κάνει θαύµατα. Πιστεύω στον Ελληνα και στις δυνατότητές του. ∆ες εκείνους που βγαίνουν έξω πώς τα καταφέρνουν.

Βλέπεις ανθρώπους που έχουν πάει πάρα πολύ καλά. Αν κανείς κοιτάζει τη δουλειά του και δεν είναι ανταγωνιστικός, ίσως κάνει περισσότερα. Επιτέλους, ήρθε ο καιρός να ενηλικιωθούµε και να µάθουµε να λειτουργούµε σαν οµάδα».

Η ζωγράφος Μαρία Φιλοπούλου, έργα της οποίας ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στη Βουλή των Ελλήνων, σε ιδιωτικά μουσεία και συλλογές, επανέρχεται με έκθεσή της στην Αθήνα. Eγινε ευρέως γνωστή με τους «Κολυμβητές» της, ενώ, όπως έχει ειπωθεί με αφορμή τη νέα της έκθεση, έχει «το ορμέμφυτο του νερού».

Εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο.

Μαρία Φιλοπούλου – «Νερό» Πέμπτη 13 Οκτωβρίου – Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011 Γκαλερί Ζουμπουλάκη, πλ. Κολωνακίου 20, τηλ. 210 3608.278, www.zoumboulakis.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ