Μια κάτασπρη πουλάδα έχει ανέβει στο περβάζι του εκδοτηρίου εισιτηρίων στο Θεάτρο Τέχνης και περιμένει απ’ τον ίδιο τον Κάρολο Κουν, ο οποίος χαμογελάει στο γκισέ, να τις κόψει δυο εισιτήρια για τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη: ένα γι’ αυτήν και ένα για τον Κωνσταντίνο Τσάτσο που τη συνοδεύει έχοντας περασμένο ένα κομμάτι σπάγκο στο λαιμό της. Μ’ αυτό το σκίτσο είχε σχολιάσει ο πρύτανης της ελληνικής γελοιογραφίας Φωκίων Δημητριάδης την πρώτη παράσταση των «Ορνίθων» που σκηνοθέτησε ο Κάρολος Κουν στις 29 Αυγούστου του 1959 στο Ηρώδειο.

Εκείνη η παράσταση έχει μείνει στην ιστορία όπως επίσης και η αντίδραση του Γιώργου Μαυροΐδη που κραύγασε «αίσχος» επειδή ο ηθοποιός Μήτσος Χατζημάρκος, ο ιερέας που έκανε τη θυσία στο έργο, «έμοιαζε καταπληκτικά με δικό μας παπά, και στην εμφάνιση, αλλά και με την ένρινη ψαλμουδιά του». Πέντε χιλιάδες θεατές ήταν από νωρίς χωρισμένοι σε δυο στρατόπεδα, με «τους μισούς να χειροκροτούν με πάθος και τους άλλους μισούς να σφυρίζουν και να διαμαρτύρονται με άλλο τόσο» όπως θυμάται ο Βίκτωρ Θ. Μελάς στις «Σκόρπιες αναμνήσεις από τη ζωή του» κορυφαίου σκηνοθέτη, βιβλίο που εξέδωσε πρόσφατα το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης.

Ο συγγραφέας γνωρίστηκε με τον Κάρολο Κουν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και η άνετη φιλία τους, όπως γράφει ο ίδιος, κράτησε σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια. Ο Μελάς καταγράφει τις αναμνήσεις του, παρμένες από κάποια λιγότερο γνωστά περιστατικά που έζησε κοντά του, σε κάποια «πιο ιδιωτικής φύσεως σημειώματα» που δείχνουν τον «αληθινό» Κουν και συμπληρώνουν κάθε άλλη πιο επίσημη ή εμπεριστατωμένη αναφορά στον ίδιο και στο έργο του.

Ο αναγνώστης ακολουθεί τον Κουν και τη συντροφιά του στο στέκι τους στη Φωκίωνος Νέγρη μετά την θορυβώδη πρεμιέρα των πρώτων «Ορνίθων», όπου μέσα σ’ ένα κλίμα πικρίας, στενοχώριας και απογοήτευσης «εκκολάφθηκαν» με πείσμα αλλά και πίστη οι «νέοι Όρνιθες». Η παράσταση ξανανέβηκε στην Ελλάδα το 1961 στο θέατρο του Πεδίου του Άρεως και για πρώτη φορά στην Επίδαυρο μόλις το 1975. Όλα αυτά φυσικά, μετά την τεράστια επιτυχία τους στο εξωτερικό και την καθολική τους αναγνώριση απ’ το κοινό και τους κριτικούς. Ο Μάριος Πλωρίτης σημείωνε τότε για τον καλό του φίλο πως «μεταμόρφωσε, τον άλλο κιόλας χρόνο, την καταστροφή σε ωραία επιτυχία». Η πρώτη παράσταση του 1959 είχε απαγορευτεί καθώς, όπως υποστήριζε η επίσημη ανακοίνωση του τότε Υπουργού Προεδρίας Κωνσταντίνου Τσάτσου αποτελούσε «προσβολή του θρησκευτικού αισθήματος του ελληνικού λαού».

Μεταξύ των άλλων (ακόμα και των προβλημάτων που προέκυπταν με το Ι.Κ.Α.) μαθαίνουμε με ποιόν μυστικοπαθή τρόπο ήλθε ο Ευγένιος Ιονέσκο στην Αθήνα για να παρακολουθήσει το έργο του «Ο βασιλιάς πεθαίνει» που ανέβασε ο Κουν το 1963, τη δικαστική διαμάχη του με τον Μάνο Χατζιδάκι το 1964 καθώς «δεν τον αντιπροσώπευε πια» η μουσική που είχε γράψει για την παράσταση (ο συμβιβασμός που επετεύχθη τελικά ήταν η ηχογράφηση της ίδιας ακριβώς μελωδίας από μια περισσότερο «εμπλουτισμένη» ορχήστρα), πώς το αμερικανικό ίδρυμα «Ford» στήριξε το Θέατρο Τέχνης και το μετέτρεψε σε μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο το 1968 αλλά και πώς αντιμετώπισε ο Κουν τη λογοκρισία της χούντας με το έργο του σοβιετικού συγγραφέα Γεβγκένι Σβαρτς «Ο δράκος» (παρουσίασε τον συγγραφέα του ως γερμανό και το έργο ως σφόδρα αντι-κομμουνιστικό).

Επιπλέον, αποκαλύπτεται γιατί ο ίδιος εξέδωσε τη μοναδική ποιητική του συλλογή «Είκοσι δυο ποιήματα» το 1983 στον «Ίκαρο», σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε που τα έγραψε για πρώτη φορά στα αγγλικά και πώς έζωσε με φυτά το μπαλκόνι στο «ρετιρέ» διαμερισματάκι του στην οδό Λυκαβηττού και Σόλωνος γωνία για να βρίσκει ηρεμία «η πάντα ανήσυχη και πάντα προβληματισμένη ιδιοσυγκρασία του». Στη «Ζούγκλα», όπως ονόμαζε ο ίδιος το μέρος όπου οι πιεστικοί τόνοι της ζωής του κόπαζαν, αποφασίστηκε ότι τα καθίσματα του «Υπογείου» έπρεπε να μοιάζουν με αυτά των μικρών deux chevaux. Εκεί γυρόφερνε και ο σκύλος του ο «Ξανθίας» που ήταν ο δούλος του Διονύσου στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη.

Στο βιβλίο περιλαμβάνονται κάποια πολύ συγκινητικά κεφάλαια που ολοκληρώνουν την προσωπογραφία του Κουν απ’ το φίλο του: συνεπής με τους σκοπούς του, μοναχικός στη ζωή του, παθιασμένος ολοκληρωτικά με το θέατρο και τα είδη που υπηρέτησε και ανέδειξε. Το περιστατικό της απόλυτης σιωπής όταν δημοσιεύτηκε η διαθήκη του στο Πρωτοδικείο, στην οποία εξέφραζε την αγωνία για τη συνέχιση του έργου του, αλλά και το πώς έσβησε το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου του 1987 στο δωμάτιο του στο «Υγεία» (τη μέρα που αναμενόταν να γίνει η πρεμιέρα του έργου της Λούλας Αναγνωστάκη «Ο ήχος του όπλου») είναι ενδεικτικά.

Ο Βίκτωρ Θ. Μελάς (1924), μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Μ.Ι.Ε.Τ. από το 1992, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Χαϊδελβέργη. Δικηγόρησε στην Αθήνα (1948-1998) με ειδίκευση στο δίκαιο των εταιρειών και της πνευματικής ιδιοκτησίας. Υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης του Καρόλου Κουν και Πρόεδρος της «Ελληνικής Εταιρείας Θεάτρου- Θέατρο Τέχνης» από το 1968 ως το 1993. Το βιβλίο έρχεται να συμπληρώσει τον πολύτιμο συλλογικό τόμο-λεύκωμα «Κάρολος Κουν» που εξέδωσε το Μ.Ι.Ε.Τ. το 2010, με πολλές μαρτυρίες βασικών πρωταγωνιστών του θεάτρου, συνεργατών, φίλων και θαυμαστών αυτού του μεγάλου σκηνοθέτη και παιδαγωγού του θεάτρου.