Μια φιλόλογος σε δημόσιο λύκειο της Θήβας που βαριέται τη ζωή και τη δουλειά της, μια οικογένεια αρμένιων λαθρομεταναστών με ονόματα σαιξπηρικών ηρώων, μια εβραία που σταματά να ζει την ημέρα που πεθαίνει ο Έλβις, ένας μεσήλικος πόντιος βιοπαλαιστής με λατρεία για τη γυναίκα του παράξενα συγκινητική κυκλοφορούν στις σελίδες της συλλογής διηγημάτων το «Αχτι» (Εκδόσεις Φαρφουλάς, σελ. 160, τιμή 12 ευρώ) του Νίκου Ξένιου. Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του 49χρονου συγγραφέα, μια συλλογή 16 ιστοριών που παρουσιάζουν όψεις της σύγχρονης ζωής και της σύγχρονης αγωνίας.
Εκείνο που εντυπωσιάζει στην πρώτη ανάγνωση είναι η ωριμότητα της γραφής του. Ο λόγος του είναι σφικτός, η γλώσσα του αποκαθαρμένη από το περιττό, οι διάλογοι ζωντανοί, τα σκηνικά του περιγράφονται με ενάργεια, οι κόσμοι και οι χαρακτήρες που κατασκευάζει λειτουργούν δραματουργικά, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ταιριάζει εξίσου καλά με την τριτοπρόσωπη. Ίσως η εξήγηση είναι ότι ο συγγραφέας ασκείται στη γραφή από τα δεκαεννιά του, όπως είπε στο «Βήμα».

Η συλλογή είναι το απόσταγμα 40 διηγημάτων που βρίσκονταν στα συρτάρια του εδώ και χρόνια. Όταν είδε και απόειδε με το «δύστοκο μυθιστόρημα» που τον απασχολεί την τελευταία πενταετία, αποφάσισε, έπειτα και από την παρότρυνση των φίλων του στην Ομάδα Δημιουργικής Γραφής Γομολάστιχα, να εκδώσει μια επιλογή από αυτά. Είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις στον συλλογικό τόμο «Ιστός ’95», στην «Αρχαιολογία», στην «Οδό Πανός», στον «Φαρφουλά» και σε άλλα περιοδικά. Από το απόθεμά του άντεξαν στην κρησάρα του μόνο τέσσερα διηγήματα. Μικρή συγκομιδή, που συμπληρώθηκε με 12 νέες ιστορίες που καλύπτουν ένα ευρύ υφολογικό φάσμα από το εξπρεσιονιστικό «Κόκκινο αλάρμ στην Ιωλκό» ως το νατουραλιστικών σκηνών «Πολιτική του καταστήματος» και τον αλληγορικό «Θρίαμβο».

Η απόκλιση και η διαφορετικότητα -στη θετική και στην αρνητική εκδοχή τους- αποτελούν κεντρικό συστατικό των περισσότερων ιστοριών: το προικισμένο μεταναστόπουλο που κόντρα σε κάθε προκατάληψη και κάθε πρακτική αντιξοότητα πασχίζει να περάσει στην Ιατρική («Ο πρίγκιπας»), ο κρυφός ομοφυλόφιλος που δεν παραδέχεται την ταυτότητά του και ζει μια μυστική ζωή υποκρινόμενος και εξαπατώντας πίσω από τη βιτρίνα του γάμου και της οικογένειας («Επιπλέον»).
Χώροι εγκλεισμού και εξουσίας, στρατόπεδα, φυλακές, αστυνομικά τμήματα και σχολεία αποτελούν σκηνικά που εξυπηρετούν τις μυθοπλαστικές προθέσεις του συγγραφέα, όπως και ο δρόμος, οι λαϊκές και μικροαστικές γειτονιές της Αθήνας, η κλειστή κάμαρα, το διαδίκτυο, τα απόμερα στέκια των παρακμιακών.
Οι χαρακτήρες του, οικείοι αλλά και ξένοι, είναι οι αντιήρωες της καθημερινής ζωής: άνθρωποι βουβοί, απελπισμένοι, ξεριζωμένοι, μετανάστες, βιοπαλαιστές, αδύναμοι, φοβισμένοι, υποκριτές, ηττημένοι, άνθρωποι που «πεθαίνουν παραμελημένοι μες στο μόχθο». Ζουν σε κοινωνίες όπου δεν τους κατανοούν, σε ετοιμόρροπες σχέσεις που έχουν χάσει το νόημά τους, σε ρήξη με τον εαυτό τους. Περιφέρουν στους δρόμους την ανησυχία, τις εμμονές, τις ψευδαισθήσεις, τις κρυφές επιθυμίες, την ενοχή, τη θλίψη ή την ανία τους.
Μόνοι, με μια υπαρξιακή μοναξιά να τους βαραίνει, κινούνται σαν αόρατοι μέσα στην οχλοβοή της μεγαλούπολης, κλείνονται σε μικρά διαμερίσματα στον Κολωνό, στους Αγίους Αναργύρους, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στα Πετράλωνα, στα Χαυτεία. Ο κόσμος γύρω τους είναι σκληρός και ακατανόητος, τα όνειρα εφιαλτικά. Βρίσκουν καταφύγιο από την αδιαφορία, την αναλγησία, την κοινωνική αδικία και τον παραλογισμό της καθημερινότητας στη μνήμη, στη νοσταλγία ή στη φαντασία. Δεν έχουν την παρηγοριά της επιείκειας ή συμπάθειας, δεν προσφέρουν ελπίδα, τα προβλήματά τους δεν έχουν λύση, έρχονται όμως σε ένα αξιόλογο αφηγηματικό πακέτο που δίνει υποσχέσεις ενδιαφέρουσας συνέχειας.
Νίκος Ξένιος: «Θέλω να απομυθοποιήσω τα πάντα εκτός από την εκπαίδευση»
Η μελαγχολικά σαρκαστική διάθεση που δίνει τον τόνο στις ιστορίες του απορρέει, όπως λέει στο «Βήμα» ο συγγραφέας, από την επιθυμία «να απομυθοποιήσω όλα τα πράγματα που είχα πολύ ψηλά: την πολιτική ζωή, την κουλτούρα, την τρόπο που οι άνθρωποι διεκδικούν τα δικαιώματά τους, όλα εκτός από την εκπαίδευση».

Φιλόλογος, εργαζόμενος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση 20 χρόνια, ομολογεί ότι είναι δύσκολο βρει κανείς επαινετικά λόγια για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ως θεσμό και τους εκπαιδευτικούς που λουφάρουν, όπως η αδιάφορη φιλόλογος στο διήγημα που δίνει τον τίτλο της συλλογής: «Πρώτη ώρα, Ιλιάδα. Το κείμενο γεμάτο κρέατα και κοψίφια που ψήνονται στο στρατόπεδο των Αχαιών. Η τσίκνα βγαίνει από το κείμενο κι απλώνεται στην τάξη. Στα μπροστινά θρανία χεράκια υπερκινητικά, στα πίσω όμως απόλυτος λήθαργος. Λοβοτομή. Μηδέν αντίδραση. Δυο ζευγάρια ηλίθια μάτια με κοιτούν κι εγώ χτυπώ το νύχι στο θρανίο: «Πού είσαι παιδί μου;»».

Σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους του όμως, μιλάει με πολύ ενθουσιασμό για τη νέα γενιά, που θεωρεί ότι αδικείται: «Είναι παιδιά σκεπτόμενα και προβληματισμένα, με αμεσότητα και υψηλό βαθμό πρόσληψης». Τους λείπουν όμως τα πνευματικά πρότυπα.
Με αντίστοιχο ενθουσιασμό μάς μίλησε για τα παιδιά μεταναστών, που τη ζωή τους παρουσιάζει με ενάργεια στο διήγημα «Ο πρίγκιπας»: «Όταν το σχολείο λειτουργεί ως αγκαλιά θερμή που τα περιθάλπει, τα παιδιά αυτά δείχνουν ενδιαφέρον, θέλουν να γίνουν Έλληνες, με την έννοια της κουλτούρας», υποστηρίζει. Στον δρόμο τα παιδιά αυτά ζουν μια δεύτερη ζωή. Στα δέκα χρόνια που εργάστηκε στο Διαπολιτισμικό Λύκειο δεν γνώρισε ούτε ένα παιδί που να έχει και τους δύο γονείς και να μεγαλώνει σε πλήρη πυρηνική οικογένεια. Ο ένας από τους δύο έλειπε διότι είχε πεθάνει ή γιατί ήταν στη φυλακή ή γιατί αδιαφορούσε, και το παιδί μεγάλωνε στο δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου.
Στο διήγημά του «Η κορνίζα», ένας πελάτης καφενείου στην πλατεία Εξαρχείων ξυλοκοπείται μέρα μεσημέρι από κάποιους χωρίς λόγο και αφορμή. Μια καθημερινότητα στην οποία τα σουρεαλιστικά στοιχεία πυκνώνουν και μόνη μας άμυνα μένει το χιούμορ. «Σαρκάζω για να αντέξω αυτά που συμβαίνουν», λέει ο Ξένιος, «χωρίς χιούμορ μπορεί να τρελαθείς».