Οι πολυκατοικίες της αντιπαροχής, μικρές, καταθλιπτικές, ανώνυμες. Σύγχρονα κτίρια αμφίβολης τις περισσότερες φορές αισθητικής- πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ανάμεσά τους, αραιά και πού, κάποια κτίρια με παρελθόν, μνημεία μιας άλλης εποχής, χαμένα ωστόσο στο γενικό σύνολο. Η ομοιομορφία της ασχήμιας ή έστω η γενίκευση του αδιάφορου. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που κατά γενική ομολογία οι κάτοικοι της Αθήνας τη θεωρούν τερατούπολη. Δεν είναι ασφαλώς η μόνη. Σε ολόκληρη την Ελλάδα υπάρχουν πολλές μικρές «Αθήνες», πόλεις φτιαγμένες κατ΄ εικόνα και ομοίωση της… μεγάλης και σπουδαίας πρωτεύουσας. Και είναι αναπόφευκτο να αναζητούμε όλοι υπευθύνους: το κράτος, τους πολιτικούς, τους αρχιτέκτονες, τους εργολάβους… Υπάρχουν όμως τρόποι για να γίνει η Αθήνα μια όμορφη πόλη; Και κυρίως, τι σημαίνει αυτό;

Σε μια εποχή που η ομορφιά θεωρείται σχετική υπόθεση- ο Ουμπέρτο Εκο στο βιβλίο του «Ιστορία της ασχήμιας» μάς διαβεβαιώνει άλλωστε ότι και η ασχήμια διαθέτει ομορφιά- υπάρχει και ο αντίλογος ή έστω οι διαφορετικές προσεγγίσεις περί ωραίου, και στις πόλεις. Η άποψη, αίφνης, ότι δεν είναι όλα τα νεοκλασικά σπουδαία, δεν είναι καινούργια. Σκηνογραφικά σπίτια τα χαρακτηρίζουν πολλοί αρχιτέκτονες, εν αντι θέσει προς τον γενικό κανόνα που τα θέλει αρεστά στο κοινό. (Ο Αρης Κωνσταντινίδης θεωρούσε ότι θα έπρεπε να γκρεμιστούν όλα τα νεοκλασικά.)

Ομοιογένεια και φυσική ανθρώπινη κλίμακα αναγνωρίζουν άλλοι στα οικοδομικά τετράγωνα και στις γειτονιές της Αθήνας που διαμορφώθηκαν στη δεκαετία του ΄60 με τους νόμους της αντιπαροχής. Ενώ στην κακοποίηση του δομημένου ιστού των πόλεων και του περιβάλλοντός τους απαντούν με την επισήμανση των θετικών στοιχείων, τα οποία ασφαλώς υπάρχουν. Παρ΄ όλα αυτά, το άσχημο, με όποιον τρόπο και αν το διατυπώσει κανείς, παραμένει.

«Ντύστε τα άσχημα κτίρια» ήταν η πρόσκληση που απηύθυνε «Το Βήμα» σε πέντε δημιουργούς, αρχιτέκτονες και εικαστικούς. Η ανταπόκρισή τους ήρθε επί χάρτου: Συγκεκριμένες προτάσεις, άλλοτε πρακτικά εφαρμόσιμες, άλλοτε ουτοπιστικές ή απλώς σαρκαστικές. Οπως αυτή του αρχιτέκτονα Δημήτρη Φι λιππίδη, ο οποίος είναι δηκτικός απέναντι στην επιτήδευση των Αθηναίων. Δυναμικές επεμβάσεις σε κτίρια που προσβάλλουν την αισθητική μας προτείνει εξάλλου ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης , ζητώντας την ακύρωσή τους, ενώ ο εικαστικός και αρχιτέκτονας Γιώργος Λαζόγκας «επιτίθεται» στα γκραφίτι καταθέτοντας μια ανατρεπτική πρόταση. Η επανάχρηση παλαιών υλικών έρχεται μέσα από την πρόταση του αρχιτέκτονα Αριστείδη Αντονά, που επιχειρεί την αναστροφή των μειονεκτημάτων της πόλης σε θετικό πρόσημο. Τέλος, ο αρχιτέκτονας Γιώργος Τζιρτζιλάκης επικρίνει με τη «Σκεπασμένη πολιτεία» του τον αρχιτεκτονικό νεοπλουτισμό, ιδίως των βορείων προαστίων.

Αν υπάρχει όμως μια κοινή συνισταμένη όλων, αυτή είναι σίγουρα η αγάπη για αυτή την πόλη, παρά τις αδυναμίες της: μπορεί κάποιος είτε να τις «ντύσει» καλύπτοντάς τες προσωρινά εν είδει σκηνικού είτε δίνοντας πιο δραστικές λύσεις. Κτίρια άλλωστε δεν «ντύνουμε» μόνο στην Αθήνα. Στο Ολυμπιακό Χωριό του Λονδίνου ο βρετανός αρχιτέκτονας Νάιαλ Μακ Λόχλιν ετοιμάζεται και αυτός να ντύσει ένα από τα κτίρια που κατασκευάζει, με παραστάσεις μάλιστα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο! Κάτω από το ένδυμα, ωστόσο, όποιο και αν είναι αυτό, η αλήθεια παραμένει. Ο βασιλιάς θα είναι πάντα γυμνός όσο δεν βλέπει την πραγματικότητα.

ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΛΥΣΗ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΝ 5 ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
αρχιτέκτονας,ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου
«Να κάνουμε αισθητικές “μικροπαρανομίες”»

«Δεν θα έλεγα ότι υπάρχουν άσχημα κτίρια.Θα χρησιμοποιούσα άλλες λέξεις:βαρετά,χωρίς έμπνευση,άχαρα ή από την άλλη επιτηδευμένα όμορφα,τόσο ώστε να σου αφήνουν μια γλυκερή αίσθηση πνιγμού.Προσωπικά με ενοχλούν περισσότερο τα κακοπαθημένα εξαιτίας της υπερβολικής τους “ανάπλασης”,που τελικώς τα μεταποίησε σε κάτι άλλο.

Οπως κτίρια του ΄40 ή του ΄50 που έγιναν διά της βίας νεοκλασικά.Αλλά η Αθήνα δεν τα χρειάζεται όλα αυτά,είναι μια ζωντανή πόλη,που δεν έχει μπει στη φορμόλη.Γι΄ αυτό ας αφήσουμε τους ανθρώπους να ανοίξουν ένα παραθυράκι ακόμη και εκεί όπου “δεν επιτρέπεται”,να κλείσουν ίσως μια βεράντα για να περνούν τη μέρα τους,όλες αυτές τις “παρανομίες”,δηλαδή,που κάνουν τη ζωή ευκολότερη.Και για εκείνους που διαφωνούνυπάρχει λύση:Με τις σύγχρονες τεχνικές τυπώματος σε μεγάλη κλίμακα μπορεί κανείς να επιλέξει όποια εικόνα θέλει και με αυτή να ντύσει ένα κτίριο.Τις πολυκατοικίες της Αλεξάνδρας (τα προσφυγικά),για παράδειγμα,που η παρουσία τους ενοχλεί κάποιους αισθητικά.Κάτι παρόμοιο άλλωστε είχε γίνει το 2004 στα προσφυγικά του Αγίου Σώστη.Ενα φτηνό κόλπο για μια ειδυλλιακή αλλά ψεύτικη εικόνα της πόλης».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ
ζωγράφος,καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
«Γκραφίτι στο Πολεμικό Μουσείο»

«Η Αθήνα είναι μια εγκληματικά εγκαταλειμμένη πόλη.

Και μόνο το γεγονός ότι η Διονυσίου Αρεοπαγίτου κατοικείται,ενώ όλο το πεδίο γύρω από την Ακρόπολη θα έπρεπε να είναι ελεύθερο,αποτελεί για μένα μεγάλο σκάνδαλο.Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να σκεπάσουμε κάτι,αλλά να το ξαναφτιάξουμε.Σε αυτό το πνεύμα ένα κτίριο που θεωρώ απαράδεκτο είναι το Πολεμικό Μουσείο.

Ενα δημιούργημα φασιστικής αρχιτεκτονικής αλλά και νοοτροπίας,που μόνο αν αλλάξει προορισμό μπορεί να εξιλεωθεί.Να γίνει ένας χώρος τέχνης ανοιχτός στους νέους δημιουργούς, στις πειραματικές μορφές έκφρασης και στον διάλογο με τη σύγχρονη ζωή. Ως τότεας το γεμίσουμε με γκραφίτι και με συνθήματα που να υποσκάπτουν την παρουσία του και τις αρχές που πρεσβεύει».

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΑΝΤΟΝΑΣ
αρχιτέκτονας,επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας,συγγραφέας
«Να αξιοποιήσουμε τις ταράτσες»

«Η Αθήνα μου αρέσει πολύ. Δεν συμφωνώ με την άποψη ότι είναι μια τσιμεντούπολη και οφείλω να πω ότι είμαι καχύποπτος στις προτάσεις που επιχειρούν να την κάνουν “όμορφη”. Αλλωστε δεν είμαι μόνος. Στο Πανεπιστήμιο του Ρότερνταμ η Αθήνα μελετάται σήμερα ως παράδειγμα ομοιογένειας αστικού ιστού, γιατί το κύτταρό της, που είναι η πολυκατοικία με τα καταστήματα στο ισόγειο, γραφεία στους πρώτους ορόφους και τις κατοικίες στους τε λευταίους, αποτελεί έναν συνδυασμό ιδιαίτερα σημαντικό.

Θα προτιμούσα λοιπόν να τη δούμε αλλιώς:να εκτιμήσουμε τη θετική της πλευρά και να αξιοποιήσουμε στοιχεία που θεωρούνται αρνητικά. Οι ταράτσες των πολυκατοικιών, για παράδειγμα, που εμφανίζουν ένα χαοτικό σύνολο, μπορεί να μετατραπούν σε κοινόχρηστο χώρο για τους κατοίκους, που θα μεταφέρουν εκεί διάφορες δραστηριότητές τους. Καλύπτονται με στέγαστρα φτιαγμένα από υλικά σε δεύτερη χρήση, όπως είναι οι σχάρες υπονόμων και αεραγωγών, δημιουργώντας σκιάσεις, ενώ παράλληλα δίνουν μια άλλη όψη της πόλης από ψηλά».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΙΡΤΖΙΛΑΚΗΣ
αρχιτέκτονας,επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
«Να καλύψουμε τις μονοκατοικίες»

«Στην αρχιτεκτονική δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τι είναι άσχημο.Γιατί η αρχιτεκτονική δεν είναι έργο τέχνης.Από τη στιγμή που κατοικείται,αφήνει ανοιχτά όλα τα περιθώρια αλλαγής.Ετσι,άσχημο κτίριο είναι το ακατοίκητο κτίριο,αυτό που δεν το έχει οικειοποιηθεί ο κάτοικός του.Περισσότερο από την αρχιτεκτονική,δηλαδή,μας ενδιαφέρει σήμερα ο τρόπος κατοίκησης και αυτό πιστεύω ότι θα είναι η μεγαλύτερη μετατόπιση στις γενικότερες αντιλήψεις μας.Η εποχή μας άλλωστε ζει την πλήρη ανατροπή των προτύπων ομορφιάς και το άσχημο αποτελεί βασική κατηγορία της νεωτερικότητας.Η Αθήνα όμως δεν πιστεύω ότι είναι άσχημη πόλη,γιατί έχει μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία.Αν όριζα τελικά ένα κτίριο ως άσχημο,θα ήταν αυτό που διακατέχεται από την υστερία της μορφής.Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έχω την εντύπωση ότι οι πυκνωτές της περιβαλλοντικής ασχήμιας μετατοπίζονται και πολλαπλασιάζονται στη βόρεια Αθήνα.Για τον σκοπό αυτό προτείνω ένα είδος non-stop city,δηλαδή ένα συνεχές μεγα-container που θα καλύψει τις επιθετικές και ασυνάρτητες μονοκατοικίες σε ένα “προστατευόμενο” και κλιματιζόμενο μετα-μητροπολιτικό περιβάλλον».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΟΓΚΑΣ
εικαστικός,καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
«Να ζωγραφίσουμε τους δρόμους»

«Για την Αθήνα υπάρχει πάντα η συντεταγμένη που ορίζει η Ακρόπολη. Αν ξυπνούσαμε κάποιο πρωί και έλειπε η Ακρόπολη, θα χανόμαστε. Πρόκειται όμως για μια πόλη βαριά τραυματισμένη από την ανοικοδόμηση και τα μεγάλα λάθη που έγιναν τα τελευταία 50 χρόνια, γιατί δεν υπήρξε το παραμικρό ενδιαφέρον για τη διαχείριση του αστικού χώρου, τη διαφύλαξη της αισθητικής και της ταυτότητάς της.

Για όλα αυτά υπάρχει δημόσια ευθύνη αλλά και ατομική. Τα γκραφίτι στους τοίχους, αυθόρμητα ή κατά παραγγελία (ΗΣΑΠ, Γκάζι), είναι μια από τις μεγαλύτερες πληγές της πόλης. Γιατί αν σε περιόδους πολιτικών και κοινωνικών εξεγέρσεων ήταν ένας τρόπος αντίδρασης με βαθύτερο νόημα, σήμερα είναι απλώς χουλιγκανισμός. ΄Η, στην καλύτερη περίπτωση, το αποτέλεσμα του αδιεξόδου της γενιάς που χρειάζεται ένα τετραγωνικό τοίχου για να δηλώσει την ύπαρξή της. Και εικαστικά- παρ΄ ότι ήμουν από τους πρώτους που έκαναν γκραφίτι- θεωρώ ότι είναι μια υπόθεση που έχει λήξει από τη δεκαετία του ΄80. Τώρα είναι η εποχή του δρόμου. Ας κατεβούμε να ζωγραφίσουμε τους δρόμους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ