Εβδομήντα ολόκληρα χρόνια κλείνουν σήμερα από τότε που ο Μπομπ Ντίλαν γεννήθηκε ως Ρόμπερτ Αλαν Ζίμερμαν στο Ντουλούθ της Μινεσότα. Ως μουσικός έχει κάνει τα πάντα. Οσο μεγαλώνει όμως ο Ντίλαν τόσο πιο δραστήριος δείχνει. Η ζωντάνια του φάνηκε και στη συναυλία που έδωσε πέρσι στη Μαλακάσα.

Στις 12 Απριλίου του 2011 κυκλοφόρησε το live άλμπουμ «Bob Dylan in Concert- Brandeis University 1963» με εξαφανισμένες μέχρι πρότινος ηχογραφήσεις από την περίοδό του στο Πανεπιστήμιο του Μπράντεϊ. Λίγους μήνες πιο πριν, τον Οκτώβριο του 2010 ο Ντίλαν είχε παρουσιάσει το «The Witmark Denois», ένατο άλμπουμ της σειράς Bootleg. Με άλλα λόγια οι δραστηριότητες του Ντίλαν δεν έχουν σταματημό. Τα άλμπουμ του καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στα τσαρτς και εξυμνούνται από την κριτική όπως συνέβη με το «Modern Times» το 2006, ένα άλμπουμ που αγάπησε ιδιαιτέρως το κοινό αφού έκανε πωλήσεις του ύψους των 2, 5 εκατομμυρίων αντιτύπων.

Στις πρώτες θέσεις σε όλες τις λίστες με τα καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών βρίσκονται οι επιτυχίες του όπως «Like a Rolling Stone», «The times they are a-changin’, «Blowin’ in the wind» ενώ άλμπουμ του όπως «Blonde on blonde» και «:Blood on the tracks» θεωρούνται οριακά για την εξέλιξη της σύγχρονης φολκ και ροκ μουσικής.
Σε συνέντευξή του στον αμερικανό δημοσιογράφο και συγγραφέα Μπιλ Φλάναγκαν η οποία αρχικώς δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του, ο Ντίλαν λέει ότι τα τραγούδια του λένε απλώς την αλήθεια και ότι δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας πίσω από την φωνή που ακούγεται. «Δεν υπάρχει από πίσω ένας οδηγός λεωφορείου, ούτε κάποιος χειριστής ανυψωτικού μηχανήματος. Δεν υπάρχει κάποιος serial killer επίσης. Είμαι εγώ αυτός που τα τραγουδά, νέτα, σκέτα. Δεν θα έπρεπε να συγχέουμε τους τραγουδιστές και του περφόρμερς με τους ηθοποιούς… Οσο περισσότερο υποδύεσαι κάτι, τόσο περισσότερο απομακρύνεσαι από την αλήθεια». Βεβαίως να μην ξεχνάμε ότι ο Ρόμπερτ Αλεν Ζίμερμαν έστησε ολόκληρη την καριέρα του πίσω από ένα ψευδώνυμο, οπότε τα λόγια του, που ως συνήθως έχουν δύο αναγνώσεις, ακούγονται έως και αυτοσαρκαστικά.

Στην αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο με τίτλο «Bob Dylan, Η ζωή μου» (Μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου, Νίκη Προδρομίδου), το κοινό μπορεί να κρίνει μόνο του, τί είναι ήδη γνωστό και τί όχι για την ζωή του Μπομπ Ντύλαν. Αυτό όμως που δεν αλλάζει είναι η γλώσσα του ίδιου του Ντύλαν καθώς και οι σκέψεις και η βαθύτερη φιλοσσοφία του έτσι όπως αυτές αποτυπώνονται στα πέντε κεφάλαια του βιβλίου. Είναι άλλο να γνωρίζεις πως ο Μπομπ Ντύλαν επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκααετίας του ’60 και εντελώς διαφορετικό να σου περιγράφει ο ίδιος την πρώτη επαφή του με το Μεγάλο Μήλο. Πολλοί έχουν την εντύπωση πως ο Μπομπ Ντύλαν βαθιά κλεισμένος μέσα στο τεράστιο εγώ του δύσκολα θα ερχόταν σε επαφή με διάφορα μουσικά κινήματα που αναπτύχθηκαν μέσα στα 50 περίπου χρόνια που διαρκεί η καριέρα του. Και όμως στις 367 σελίδες του, το βιβλίο βρίθει από αναφορές σε μουσικούς και ιδιώματα και το πιο ενδιαφέρον δείχνει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το χιπ-χοπ.

Βασικά στοιχεία μία τέτοιας αυτοβιογραφίας παραμένουν τα σιωπηλά χρόνια μίας κλειστής παιδικής ηλικίας και εφηβείας• μνήμες από την εβραία γιαγιά του από την Οδησσό, τον πατέρα του που δούλευε στην εταιρία πετρελαίου Standard• τους παιδικούς ήρωές του, Ρομπέν των Δασών και Αγιο Γεώργιο και κυρίως, ώριμος πια, την συνάντησή του με το ίνδαλμά του και γίγαντα της αμερικανικής φολκ, Γούντι Γκάθρι στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Το «Bob Dylan, Η ζωή μου» είναι ουσιαστικά η δεύτερη συγγραφική δουλειά του Μπομπ Ντίλαν μετά το «Tarantula» του 1971» και σύμφωνα με τις πρώτες πρώτες κριτικές που δημοσιεύτηκαν πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό λογοτεχνικό, αρκετά ατμοσφαιρικό, το οποίο βρίθει ανεκδοτολογικών αναφορών στην 50χρονη καριέρα του καθώς και ανάγλυφων εντυπώσεων από την ζωή του.

O Nτίλαν δεν έπαψε ποτέ να αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του. Σε συνέντευξη του προς τον μελλοντικό βιογράφο του και δημοσιογράφο Ρόμπερτ Σέλτον που δημοσιεύθηκε μόλις πρόφατα στο περιοδικό Uncut αλλά πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1966 σε πτήση από τη Νεμπράσκα προς το Ντένβερ, ο Ντίλαν εξομολογείται την εξάρτησή του από την ηρωίνη: «Κόλλησα την συνήθεια με το που πάτησα το πόδι μου στη Νέα Υόρκη. Ημουν πραγματικά πολύ πολύ εξαρτημένος, μια συνήθεια που μου κόστιζε τότε 25 δολλάρια την ημέρα.

Ο θάνατος για μένα δεν σημαίνει τίποτε αρκεί να έρθει γρήγορα. Γνωρίζω πολλές φορές που παραλίγο να πεθάνω γρήγορα και θα μπορούσα εύκολα να το είχα κάνει. Είχα τάσεις αυτοκτονίας, το παραδέχομαι, αλλά τις ξεπέρασα.»
O Mπομπ Ντίλαν με τα δικά του λόγια

Η Αμερική στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

«Γεννήθηκα την Ανοιξη του 1941. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν ήδη στην Ευρώπη και σύντομα θα έμπαινε σ’ αυτόν και η Αμερική…Αν είχες γεννηθεί εκείνη περίπου την εποχή ή αν ήσουν ενήλικας και είχες τα μάτια σου ανοιχτά, μπορούσες να νιώσεις τον παλιό κόσμο να φεύγει και έναν καινούργιο να παίρνει την θέση του. Ηταν σαν να γύριζες το χρόνο πίσω στην εποχή της γέννησης του Χριστού, τότε που το π.Χ. έγινε μ.Χ.. Ο Χίτλερ, ο Τσόρτσιλ, ο Μουσολίνι, ο Στάλιν, ο Ρούσβελτ ήταν επιβλητικές προσωπικότητες, που αντίστοιχες τους δεν είχε γνωρίσει ποτέ ξανά ο κόσμος, ήταν άνθρωποι οι οποίοι στηρίζονταν στις δικές τους αποφάσεις και ο,τι ήθελε προκύψει. Ο καθένας τους ήταν έτοιμος να ενεργήσει μόνος του, αδιαφορώντας για την έγκριση του κόσμου, για τα πλούτη ή την αγάπη. Πήραν τις τύχες της ανθρωπότητας στα χέρια τους και μετέτρεψαν τον κόσμο σε θρύψαλα».

Οι ανησυχίες της πρώτης περιόδου

«Αγωνιούσα για να βγάλω δίσκο, αλλά δεν ήθελα να βγάλω σιγκλάκια, σαρανταπεντάρια, σαν τα τραγούδια που έπαιζε το ραδιόφωνο. Οι τραγουδιστές της φολκ, οι καλλιτέχνες της τζαζ και οι μουσικοί της κλασικής έκαναν LP, δίσκους μακράς διαρκείας με πολλά τραγούδια στις δύο πλευρές• αυτοί οι δίσκοι μπορούσαν να σφυρηλατήσουν την μοναδικότητα του καλλιτέχνη και να επηρεάσουν τον κόσμο, έδιναν μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα…Ούτως ή άλλως δεν είχα κανένα τραγούδι στο ρεπερτόριό μου για το εμπορικό ραδιόφωνο. Τα τραγούδια για διεφθαρμένους λαθρέμπορους ουίσκι, για μανάδες που πνίγουν τα ίδια τους τα παιδιά, για Κάντιλακ που καίνε το γαλόνι στα πέντε μίλια, για πλημμύρες, για εμπρησμούς στα γραφεία των συνδικάτων, για το ζοφερό σκοτάδι και τα πτώματα στο βυθό των ποταμών, δεν έκαναν για τους φίλους του ραδιοφώνου. Tα φoλκ που έλεγα εγώ δεν είχαν τίποτα ξένοιαστο. Δεν ήταν φιλικά και μελιστάλαχτα. Δεν ήταν σαν τα κύματα που γλύφουν απαλά την ακτή…Το ύφος μου ήταν πολύ αλλοπρόσαλλο για να ταξινομηθεί στο ραδιόφωνο, και για μένα τα τραγούδια ήταν πιο σημαντικά από την ανάλαφρη ψυχαγωγία».

Εξομολογήσεις ενός επικίνδυνου μυαλού ή αλλιώς πως το Ρόμπερτ Αλεν Ζίμερμαν άλλαξε σε Μπομπ Ντύλαν.
«Αυτό που σκόπευα να κάνω αμέσως μόλις έφυγα από το σπίτι μου ήταν να υιοθετήσω το όνομα Ρόμπερτ Αλαν… Εμοιαζε με όνομα σκωτσέζου βασιλιά και μου άρεσε. Αυτό το όνομα περιείχε σχεδόν όλα όσα ήμουν εγώ. Κάτι που με μπέρδεψε κάπως ήταν ένα άρθρο που διάβασα λίγο αργότερα στο περιοδικό Downbeat για ένα σαξοφωνίστα της Δυτικής Ακτής ονόματι David Allyn. Υποπτευόμουν ότι ο τύπος είχε αλλάξει την ορθογραφία από Allen σε Allyn και καταλάβαινα το λόγο. Με το y το όνομα έμοιαζε πιο εξωτικό, πιο αινιγματικό. Αυτό θα έκανα και εγώ. Αντί για Robert Allen, θα ήμουν ο Robert Allyn. Λίγο αργότερα, ωστόσο, εντελώς αναπάντεχα, έπεσα πάνω σε μερικά ποιήματα του Dylan Thomas. Το Dylan και το Allyn έμοιαζαν ηχητικά. Robert Dylan. Robert Allyn. Δεν μπορούσα να αποφασίσω – το γράμμα D ακουγόταν πιο έντονα. To Robert Dylan όμως δεν έδειχνε και δεν ακουγόταν τόσο καλά όσο το Robert Allyn. Ο κόσμος με φώναζε πάντοτε ή Robert ή Bobby αλλά το Bobby Dylan μού ακουγόταν πολύ επιπόλαιο, και επιπλέον υπήρχε ήδη ένας Bobby Darin, ένας Bobby Vee, ένας Bobby Rydell, ένας Bobby Neely και ένα σωρό άλλοι Bobbys. Το Bob Dylan όμως έδειχνε και ακουγόταν καλύτερο από το Bob Allyn. Την πρώτη φορά που με ρώτησαν το όνομά μου στις Δίδυμες πόλεις (Μινεάπολις και Σεν Πολ), ενστικτωδώς και αυτόματα, χωρίς να το σκεφτώ καθόλου, απάντησα απλώς «Bob Dylan»».

Για την Τζόαν Μπαέζ

«Η Τζόαν έδειχνε πολύ ώριμη, σαγηνευτική, παθιασμένη, μαγική, δεν λάθευε σε τίποτα από όσα έκανε. Το ότι ήταν συνομίληκή μου με έκανε να νιώθω άβολα, Οσο παράλογο κι αν ακούγεται, κάτι μου έλεγε ότι ήμασταν σαν δίδυμοι- ότι μόνο με την δική της φωνή θα μπορούσε να δέσει αρμονικά η φωνή μου».

Για την μουσική του

«Αναμφίβολα οι στίχοι μου είχαν το θάρρος να θίξουν θέματα που δεν είχε θίξει κανείς ως τότε• ωστόσο, αν το μόνο σημαντικό στα τραγούδια μου ήταν οι στίχοι τους, τότε γιατί ο σπουδαίος rock ‘n’ roll κιθαρίστας Duane Eddy ηχογράφησε ένα άλμπουμ με οργανικές εκτελέσεις τους; Οι μουσικοί ήξεραν πάντοτε ότι τα τραγούδια μου δεν ήταν μόνο στίχοι, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι μουσικοί».

Μία συνάντηση με τον Μπόνο, μερικούς μήνες πριν από την ηχογράφηση του «Oh Mercy» με τον Ντανιέλ Λανουά στην παραγωγή, τον οποίο του πρότεινε ο Μπόνο

«Ενα βράδυ, ο Μπόνο, ο τραγουδιστής των U2, ήλθε για φαγητό μαζί με κάτι άλλους φίλους. Οταν είσαι με τον Μπόνο είναι σαν να τρως με τρένο• είσαι σε διαρκή κίνηση σαν να πηγαίνεις κάπου. Ο Μπόνο έχει ψυχή αρχαίου ποιητή, αλλά πρέπει να είσαι προσεκτικός μαζί του. Μπορεί να χαλάσει τον κόσμο με τις φωνές του. Είναι επίσης ένας μικρός φιλόσοφος. Εφερε μαζί του ένα κασόνι μπύρες Guiness. Πιάσαμε κουβέντα για τα πράγματα που λέει κανείς όταν κάθεται παρέα με κάποιον μπροστά στο τζάκι και έξω είναι χειμώνας. Μιλήσαμε πολύ για τον Τζακ Κέρουακ.

Ο Μπόνο γνωρίζει πολύ καλά τα βιβλία του Κέρουακ• του Κέρουακ, ο οποίος εξυμνούσε κάτι αμερικάνικες πόλεις όπως το Τράκι, το Φάργκο, το Μπιουτ και η Μαντόρα – πόλεις που οι περισσότεροι αμερικανοί δεν τις έχουν ακουστά. Είναι περίεργο το γεγονός ότι ο Μπόνο ξέρει περισσότερα πράγματα για τον Κέρουακ από την πλειοψηφία των αμερικανών…»