«Ποτέ μην παίζεις με σκυλιά ή παιδιά» λέει μια παλιά ρήση που κυκλοφορεί στους κύκλους των ηθοποιών. «Εχεις χάσει από χέρι». Στις Κάννες εφέτος η ρήση αυτή δεν ίσχυσε στο ελάχιστο. Οποια πέτρα και αν σήκωνες, στις περισσότερες ταινίες που πήγαινες, έβλεπες να κυριαρχεί το παιδικό στοιχείο. Ταινίες με ιστορίες σκληρές και βίαιες, που μιλούν για πληγές στον ψυχισμό των παιδιών οι οποίες δύσκολα (αν όχι καθόλου) μπορούν να κλείσουν. Θέματα όπως η κακοποίηση, η εγκατάλειψη, ο κυνισμός, η αδιαφορία, ακόμη και η απέχθεια προς το πρόσωπο του παιδιού, είτε από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον είτε μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, κυριάρχησαν σε πολλές ταινίες κάνοντας από την πρώτη κιόλας ημέρα της διοργάνωσης σαφές ότι το παιδί θα ήταν ο πρωταγωνιστής του Φεστιβάλ. «Το παιδί με το ποδήλατο» των αδελφών Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν είναι ίσως το πιο κραυγαλέο παράδειγμα. Ηταν η καλύτερη από όλες αυτές τις ταινίες και θα ήταν τουλάχιστον άδικο αν απουσίαζε από τα βραβεία – θα ανακοινωθούν σήμερα από τον πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής Ρόμπερτ Ντε Νίρο.

Οπως οι αμερικανοί αδελφοί σκηνοθέτες Τζόελ και Ιθαν Κόεν, έτσι και οι βέλγοι συνάδελφοί τους Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους, δουλεύουν πάντα μαζί και εμφανίζονται παρέα όποτε μιλούν για τη δουλειά τους. Διανοούμενοι, πνευματώδεις, αλλά την ίδια ώρα φιλικοί, εγκάρδιοι και χαμογελαστοί, οι Νταρντέν έχουν επιλέξει τον δύσκολο δρόμο του κοινωνικού κινηματογράφου και έχουν βραβευτεί δύο φορές με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες: το 1999 για τη «Ροζετά» και το 2005 για το «Παιδί».

Η σχέση παιδιού- γονέα τούς έχει απασχολήσει αρκετά σε ταινίες όπως η «Υπόσχεση», ο «Γιος», το «Παιδί» και τώρα στο «Παιδί με το ποδήλατο», την καλύτερη ταινία της εφετινής διοργάνωσης, στην οποία παρακολουθούμε την προσπάθεια ενός ατίθασου πιτσιρίκου ( Τομά Ντορέ ) να σταθεί όρθιος σε μια εχθρική κοινωνία που του το απαγορεύει. Μια γυναίκα που θα βρεθεί στο διάβα του- την υποδύεται η Σεσίλ ντε Φρανς – αποφασίζει να αφοσιωθεί στο παιδί και να το πάρει υπό την προστασία της.

Η κινηματογράφηση των αδελφών Νταρντέν είναι λιτή, ευθύβολη και επί της ουσίας. «Από τη στιγμή που γράφουμε το σενάριο και κατά τη διάρκεια των προβών είμαστε αποφασισμένοι για ένα πράγμα: δεν μας ενδιαφέρουν ούτε οι ευκολίες ούτε οι συναισθηματισμοίούτε τα κροκοδείλια δάκρυα, ούτε και τα ενάρετα συναισθήματα» λέει ο Ζαν Πιερ Νταρντέν καθισμένος δίπλα στον αδελφό του στην ταράτσα του ξενοδοχείου «J. W. Μarriott» στη λεωφόρο Κρουαζέτ. «Είναι εύκολο να βγάλεις συναίσθημα όταν δουλεύεις μια ιστορία για ένα παιδί που το έχουν εγκαταλείψει οι γονείς του και για μια γυναίκα που αποφασίζει να το πάρει υπό την προστασία της. Η ηθική πλευρά της ιστορίας όμως ήταν αυτή που μας ενδιέφερε περισσότερο».

Ενα παράδειγμα που τεκμηριώνει τη σοφή οδό της αποφυγής των ευκολιών είναι η απόφαση της γυναίκας να πάρει υπό την προστασία της το παιδί. Γιατί το κάνει; Ποια είναι τα κίνητρά της; Τι παιδικά απωθημένα έχει η ίδια; Είχε δυσάρεστη παιδική ηλικία; Μήπως δεν μπορεί να κάνει παιδιά; Οι Νταρντέν όχι μόνο δεν έχουν την απάντηση όλων αυτών των ερωτημάτων αλλά δεν ενδιαφέρονται καν να τη μάθουν. «Ολοι αυτοί οι λόγοι θα ήταν αρκετοί για να δικαιολογήσουν την απόφασή της να αγκαλιάσει το παιδί» λέει ο Λυκ Νταρντέν. «Δεν μας απασχόλησαν όμως. Εστιάσαμε στην ίδια την απόφασή της να ανταποκριθεί στη φωνή του ενστίκτου της και να βοηθήσει το παιδί που, χωρίς να το λέει, νιώθεις ότι ουρλιάζει για βοήθεια. Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν μιλάμε για προθέσεις,ούτε και για το τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στο κεφάλι των ηρώων μας. Δεν μας απασχολεί η ψυχολογία των ηρώων ούτε και τη συζητάμε ποτέ στις πρόβες. Η μέθοδός μας είναι να προσπαθούμε πάντα να οπτικοποιήσουμε όλα αυτά μέσα από τις κινήσεις των ανθρώπων και τις σχέσεις μεταξύ τους».

«Γινόμαστε όλο και πιο μόνοι»

Την ώρα όμως που οι αδελφοί Νταρντέν λένε ότι τα κοινωνικά μηνύματα δεν τους απασχολούν, παραδέχονται ότι η βάση των ταινιών τους είναι «το οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο της δυτικής κοινωνίας το οποίο σήμερα έχει λάβει διαστάσεις αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Η κρίση στην οικογένεια υπάρχει, το ξέρουμε, τη βλέπουμε μπροστά μας» αναφέρει ο Ζαν-Πιερ Νταρντέν. «Η αποδόμηση της οικογένειας είναι πάντα ένας κρίκος στις ταινίες μας, αλλά σε σύγκριση με το παρελθόνο κόσμος σήμερα είναι όλο και περισσότερο μόνος. Ισως αυτός να είναι ο λόγος που βάζουμε τους ήρωές μας στη διαδικασία της αναζήτησης κάποιου για να τους βοηθήσει. Βλέπουμε ανθρώπους που προσπαθούν να κατασκευάσουν οικογένεια. Γιατί πιστεύουμε πραγματικά ότι όλοι έχουμε ανάγκη τη συντροφικότητα. Δεν μπορούμε να ζούμε μόνο με τον εαυτό μας».

Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που οι Νταρντέν έβαλαν λίγο νερό στο κρασί τους προσφέροντας την ανακούφιση στο τέλος. «Εχοντας γνώση αυτού του τρομερού ατομικισμού που επικρατεί στη σημερινή κοινωνία,θέλαμε να προσφέρουμε μια άλλη όψη, εκείνη της συμπόνιας και της επιθυμίας ενός ανθρώπου που δεν διστάζει να μοιραστεί τη ζωή του με έναν άγνωστο.Αυτή η ένδειξη γενναιοδωρίας απέναντι στον ατομικισμό ήταν ίσως η πιο δύσκολη αλλαγή που χρειάστηκε να κάνουμεδιότι δεν προήλθε με φυσικότητα από μέσα μας.Συνήθως είμαστε πιο πεσιμιστές.Αυτή τη φορά θέλαμε από τη γυναίκα να δώσει στο παιδί την οικογένεια που του εκλάπη».

Και η δική τους οικογένεια; Κατά πόσο τα παιδικά χρόνια των αδελφών Νταρντέν έπαιξαν ρόλο στον προβληματισμό των ταινιών τους; Ακούγοντας την ερώτηση τα δύο αδέλφια σκύβουν το κεφάλι και χαμογελούν ντροπαλά. Ο Λυκ παίρνει τον λόγο: «Δεν είμαι βέβαιος ότι η δική μας οικογένεια έχει σχέση με τη δουλειά μας. Ωστόσο, όταν βλέπεις δύο αδέλφια να δουλεύουν διαρκώς μαζί εδώ και 30 χρόνια και να φτιάχνουν ταινίες με πυρήνα την οικογένεια, ε, τότε η οικογένεια θα πρέπει να παίζει κάποιον ρόλο. Στην περίπτωση αυτής της ταινίας πάντωςη ιδέα προήλθε από κάτι που ακούσαμε στην Ιαπωνία για ένα παιδί που το εγκατέλειψαν οι γονείς του. Η σκέψη δεν έφευγε από το μυαλό μας και κάποια στιγμή αποφασίσαμε να τη μετατρέψουμε σε ταινία. Τόσο απλά».

ΤΙΜΩΡΟΙ ΚΑΙ ΑΦΕΝΤΕΣ

Μπορεί η κακή ανατροφή ενός παιδιού από την πλευρά της μητέρας να προκαλέσει τη δημιουργία ενός τέρατος; Είναι δυνατόν το μυαλό ενός παιδιού να χαλάσει τόσο ώστε να μετατραπεί σε δολοφόνο που σκοτώνει τους συμμαθητές του με βέλη,αφού πρώτα τους εγκλωβίσει στο γυμναστήριο του ίδιου του σχολείου του; Ερωτήματα όπως τα παραπάνω πλανώνται στην ταινία της Λιν Ράμσεϊ «Let΄s talk about Κevin» («Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν»),όπου η Τίλντα Σουίντον υποδύεται τη μητέρα ενός παιδιού (Εζρα Μίλερ) το οποίο η ίδια δεν επιθυμεί.

Η ταινία είναι βασισμένη στο μπεστ σέλερ της Λίονελ Σράιβερ. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, αναφέρεται στην ανάγκη μιας μητέρας να μιλήσει στον άντρα της για τον γιο τους ύστερα από ένα φρικτό γεγονός στο οποίο ο τελευταίος υπήρξε βασικός υπαίτιος. Η Ράμσεϊ απέφυγε να πάρει θέση στο ερώτημα που αφορά τη μητέρα, αλλά η Σουίντον υπήρξε σαφής όταν μίλησε για την ταινία: «Η ευθύνη είναι πάντα της μητέρας, κυρίως στις περιπτώσεις που το βίαιο παιδί είναι αγόρι» είπε το εφετινό φαβορί για τις γυναικείες ερμηνείες, η οποία ενδέχεται να διεκδικήσει και το Οσκαρ.

Παιδόφιλος απαγωγέας

Αλλοι σκηνοθέτες πάντως χειρίστηκαν σχετικές περιπτώσεις με ακόμη πιο ακραίο τρόπο.Το «Μichael», π.χ.,του πρωτοεμφανιζόμενου αυστριακού σκηνοθέτη Μάρκους Σλάιντζερ είναι το πορτρέτο ενός 35χρονου παιδόφιλου που ζει με έναν 10χρονο.O Σλάιντζερ οδηγεί την ταινία στα άκρα.Το παιδί έχει απαχθεί από τον ενήλικο ο οποίος προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του πατέρα.

Η σκηνή με το παιδί μόνο και αβοήθητο μπροστά στην απειλή του γυμνού πέους του άντρα είναι ανατριχιαστική.«Η παιδοφιλία είναι το χειρότερο έγκλημα στην κοινωνία μας, σε σημείο που ακόμη και ο πιο πολιτισμένος άνθρωπος δεν θα είχε αντίρρηση να επιστρέψει σε μεσαιωνικές μεθόδους τιμωρίας» σχολίασε ο σκηνοθέτης, ο οποίος δεν αρνείται ότι ο βασικός οδηγός του για τη δημιουργία αυτής της ταινίας ήταν ο κίτρινος Τύπος, ο οποίος ασχολείται κατά κόρον με τέτοιου είδους θέματα. «Η μυθοπλασία σού προσφέρει τη δυνατότητα να εξετάσεις ένα θέμα εντελώς γυμνό, χωρίς να το καμουφλάρεις με τίποτε. Και αυτό ακριβώς ήταν που με ενδιέφερε» είπε επίσης ο Σλάιντζερ.

Το ίδιο θέμα αλλά από την πλευρά της αστυνομίας και χωρίς να δείχνει σχεδόν καθόλου σεξουαλικές σκηνές πραγματεύεται και η γαλλίδα σκηνοθέτρια Μαϊουάν στην ταινία της «Ρolisse». Το φιλμ είναι μια συρραφή από αποστολές των μελών του Σώματος Προστασίας Παιδιών της Αστυνομίας του Παρισιού ενώ προσπαθούν να πατάξουν σεξουαλικά εγκλήματα με θύματα παιδιά. Η Μαϊουάν αποφεύγει τις σκηνές κακοποίησης, εν τούτοις βάζει μικρά παιδιά στην καρέκλα του μάρτυρα. Και τα λόγια των παιδιών αυτών σοκάρουν όταν αναφέρονται στις«πράξεις του μπαμπά». Μάλιστα, μεγάλο μέρος του Τύπου δεν αντιμετώπισε καθόλου θετικά την απόφαση της σκηνοθέτριας να βάλει ανήλικα παιδιά σε αυτή τη δυσάρεστη διαδικασία για χάρη της ταινίας της.

Πατέρας-αφέντης

Από τη δική του πλευρά, ο Μπραντ Πιτ, ο οποίος πρωταγωνιστεί στο «Δέντρο της ζωής» του Τέρενς Μάλικ, «έβγαλε» έναν ρόλο για τον οποίο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα υπερήφανος. Υποδύεται έναν αυστηρών αρχών πατέρα στην αμερικανική επαρχία της δεκαετίας του 1950 ο οποίος προκαλεί τρόμο στα τρία παιδιά του.Δεν βιαιοπραγεί πάνω τους, αλλά όταν τον ακούς να τους ζητεί να τον αποκαλούν «πατέρα και όχι μπαμπά» και με το απαραίτητο «κύριε», αναπηδάς από φόβο. Ο ίδιος ο Πιτ άλλωστε δήλωσε ότι ένιωσε μάλλον άβολα με τον ρόλο καθώς η σκέψη και μόνο ότι κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει έτσι στα παιδιά του τού προκαλεί οργή.

Παντού παιδιά,όλα με προβλήματα. Κάπου κάπου,όμως,όπως συνέβη με την ταινία των Νταρντέν, το φινάλε σε άφηνε με ένα χαμόγελο σχεδόν θεραπευτικό. Το ίδιο συνέβη και με τη «Χάβρη» («L΄ Ηavre») του Φινλανδού Ακι Καουρισμάκι. Παρά τη στεναχώρια που αποπνέει, στο τέλος σε απογειώνει: όταν το μαύρο ανήλικο ορφανό που βρέθηκε στην αφιλόξενη γαλλική Χάβρη από τα βάθη της Αφρικής αντιλαμβάνεται ότι η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο δεν είναι μόνο ουτοπία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ