Εξι νέες ταινίες και ένα κλασικό ντοκιμαντέρ για τον φασισμό στις αίθουσες

Εκπληξη από την Κίνα
Οταν είδα για πρώτη φορά την ταινία «Chonggoing Blues» (Κίνα, 2010) στο Φεστιβάλ των Καννών πέρυσι, δεν πίστευα στα μάτια μου. Είχα συγκλονιστεί. Οταν το φεστιβάλ τελείωσε, δεν πίστευα ότι αυτή η ταινία ήταν εκτός βραβείων. Γιατί με αφορμή μια «μικρή», ανθρώπινη ιστορία ανίχνευσης του παρελθόντος ο Γουάνγκ Ξιάο Σουάι _ γνώριμός μας σκηνοθέτης από τον εξίσου σπουδαίο «Ποδηλάτη του Πεκίνου» _ «ξεδιπλώνει» το πρόσωπο της σύγχρονης Κίνας και το φέρνει σε σύγκρουση με το παλαιό. Η ιδέα έχει «παίξει» αρκετές φορές (το ίδιο είχε κάνει και με τη Ρωσία ο Αντρέι Ζβάντζιτζεφ στην «Επιστροφή») και ο τρόπος με τον οποίο τη χειρίζεται ο Γουάνγκ Ξιάο Σουάι είναι υποδειγματικός.

Ενας ναυτικός (εξαιρετικός μέσα στην γιωπή και μελαγχολία του ο Ξουέι Γουάνγκ), που πριν από 15 χρόνια είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του, επιστρέφει στον τόπο του, το Τσονγκ Κινγκ, για να ανιχνεύσει τις μυστηριώδεις συνθήκες θανάτου του γιου του, ο οποίος σκοτώθηκε από έναν αστυνομικό ενώ κρατούσε όμηρο μια γιατρό. Μέσα σε αυτό το «αστυνομικό» πλαίσιο ο φακός του Γουάνγκ Ξιάο Σουάι εξερευνά με επιμέλεια και με αξιοζήλευτη δομή μια παλαιά Κίνα που πεθαίνει δίνοντας τη θέση της σε μια καινούργια. Οχι μόνο συμβολικά, αλλά και συγκεκριμένα γιατί την ίδια ώρα το φιλμ μετατρέπεται σε ένα συγκλονιστικό πορτρέτο της πόλης Τσονγκ Κινγκ, η οποία, ενώ θεωρείται μία από τις πιο χαρακτηριστικές μεγαλουπόλεις της σημερινής Κίνας, έχει διατηρήσει την ταπεινότητα μιας κλασικής κινεζικής εργατούπολης.

Ασφαλώς το πρόσωπο του πατέρα είναι το σημαντικότερο εργαλείο της ταινίας, γιατί κοιτάζει το παρελθόν σε μια εποχή όπου όλα στην Κίνα αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς μέσα στην παραζάλη του κυνηγητού του χρήματος. Ο πατέρας είναι ένα σύμβολο της σημερινής Κίνας και οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει. Μόνο όταν κοιτάζουμε πίσω αντιλαμβανόμαστε τι έχουμε χάσει, μας λέει με ποιητικό τρόπο ο σκηνοθέτης και μας κερδίζει άνευ όρων.
Βαθμολογία: 4

Ενας κακοποιός διαφορετικός από τους άλλους
Απίστευτα σκληρός, απάνθρωπος και αδίστακτος, χωρίς κανέναν απολύτως φραγμό, αλλά την ίδια ώρα ενοχικός, γνώστης της σάπιας φύσης του, ο κακοποιός Πίνκι Μπράουν είναι ένας από τους πιο μεστούς ήρωες του συγγραφέα Γκράχαμ Γκριν. Είναι ο «Ανήλικος δολοφόνος», όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά το «Brighton Rock» (Αγγλία, 2011), η τελευταία κινηματογραφική διασκευή έργου του σπουδαίου Γκριν. Σε αντίθεση με το βιβλίο, όπου ο χρόνος δράσης ήταν η δεκαετία του 1930, το φιλμ τοποθετείται στη δεκαετία του 1960 στο Μπράιτον της Αγγλίας και είναι το σύντομο χρονικό του Πίνκι στην παρανομία, με άξονα την αρρωστημένη σχέση του Πίνκι (Μάικλ Γουίλσον) με την ασχημούλα (Αντρέα Ράισμποροου) που τον έχει ερωτευτεί ενώ εκείνος την απεχθάνεται.

Ο σκηνοθέτης Ρόουαν Τζοφί (σεναριογράφος του αξιόλογου «Αμερικανού» που είδαμε στις αρχές της σεζόν) στοχεύει σε ένα φιλμ νουάρ ατμόσφαιρας, με άψογα σκηνικά και κοστούμια εποχής, ένα ψυχολογικό θρίλερ με ρετρό φινέτσα. Εκανε μια θαυμάσια δουλειά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ταινία μπορεί να ξεπεράσει το σπουδαίο βρετανικό φιλμ του 1947 σε σκηνοθεσία Τζον Μπάουλτινγκ με τον Ρίτσαρντ Ατένμπορο στον ίδιο ρόλο. Με την α λα Λεονάρντο Ντι Κάπριο ομορφιά του ο Γουίλσον (είχε παίξει τον Ιαν Κέρτις στο «Control») είναι πειστικός μεν, αλλά κάπου βλέπεις ότι δεν έχει το εκτόπισμα ενός ηθοποιού ικανού να σηκώσει στις πλάτες του μια ολόκληρη ταινία. Αντιθέτως, οι δεύτεροι ρόλοι είναι αυτοί που πραγματικά σε κερδίζουν: η Ελεν Μίρεν (η οποία μισεί τον Πίνκι και θέλει να τον εξοντώσει), ο Φίλιπ Ντέιβις (ο γερασμένος κακοποιός του οποίου τη θέση εποφθαλμιά ο Πίνκι) και ο Αντι Σέρκις του «Sex, drugs and rock ‘n’ roll» (μαγνητικός «νονός» του εγκλήματος).
Βαθμολογία: 2

Αλύγιστη, αδάμαστη και μόνη
Η δυναμική ερμηνεία της Λουντιβίν Σανιέ στην «Ατίθαση Λίλι» («Pieds nus sur les limaces», Γαλλία, 2010) είναι το μεγαλύτερο ατού της ταινίας που σκηνοθέτησε η Φαμπιάν Μπερτό διασκευάζοντας το δικό της ομότιτλο μυθιστόρημα. Σε μια πολύ ώριμη στιγμή της ανοδικής καριέρας της, η 32χρονη Σανιέ (που δείχνει 22χρονη) υποδύεται τη Λίλι, ένα ξεχωριστό κορίτσι, όχι ακριβώς καθυστερημένο αλλά ιδιαίτερο, το οποίο ζει σε αρμονία με τη φύση, ελεύθερο, χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς αναστολές και χωρίς να δέχεται υποδείξεις από κανέναν. Η Λίλι ενδιαφέρεται μόνο για τη στιγμιαία απόλαυση όλων όσα η ζωή τής προσφέρει. Τρώει, πίνει, κάνει σεξ και κοιμάται όποτε η ίδια το θελήσει. Ετσι βρίσκεται διαρκώς στην «απέναντι όχθη».

Στον αντίποδα, η μεγαλύτερη αδελφή της Κλάρα (Νταϊάν Κρούγκερ), η οποία έχει επιλέξει μια ζωή μέσα στο ασφαλές «κουτί» του γάμου και εργάζεται στο Παρίσι στο ίδιο γραφείο με τον δικηγόρο σύζυγό της. Η σχέση των δύο γυναικών είναι η καρδιά της ταινίας και αυτή η σχέση θα περάσει σε μια πρωτόγνωρη, και για τις δύο, κλίμακα όταν η μητέρα τους πεθαίνει και η Λίλι γίνεται ο βραχνάς της Κλάρα. Χρειάζεται κάποιον για να την τιθασεύει και αυτό θα σημάνει την επιστροφή της Κλάρα στο πατρικό της, αν και το ποιος θα βάλει τάξη στη ζωή του άλλου είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία.

Ταινία ερμηνείας, με δυνατό θέμα, που σε φέρνει σε δύσκολη θέση προκαλώντας τα ευνόητα ηθικά διλήμματα, καθώς το αδιέξοδο της Λίλι και της Κλάρα ορθώνεται μπροστά τους από την πρώτη στιγμή που τις βλέπουμε μαζί.
Βαθμολογία: 3

Η τεστοστερόνη σπάει κοντέρ
Η αποθέωση της χολιγουντιανής τεστοστερόνης λέγεται «Fast Five» (ΗΠΑ, 2011), σκηνοθετήθηκε από τον Τζάστιν Λιν και είναι η τέταρτη συνέχεια της περιπέτειας αυτοκινήτων ταχύτητας «Οι μαχητές των δρόμων» («The fast and the furious») που στην εποχή της ήταν και πάλι η αποθέωση της τότε χολιγουντιανής τεστοστερόνης. Καλογυαλισμένα σώματα γεμάτα τατουάζ, που οδηγούν τα πιο γρήγορα και τα πιο «πειραγμένα» αυτοκίνητα του κόσμου (αλλά και με τις πιο όμορφες γυναίκες του κόσμου επίσης), κατακλύζουν την οθόνη με φόντο το Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου ο Βιν Ντίζελ και ο Πολ Γουόκερ, οι πρωταγωνιστές της πρώτης ταινίας, πάνε για τα «χοντρά» λεφτά.

Το σχέδιο είναι να ληστέψουν τον αδίστακτο «προύχοντα» της πόλης, το οποίο θυμίζει υπερβολικά αλλά στο πιο trashy τις ταινίες των «Συμμοριών των 11». Στη μέση όμως θα μπει και ο καλός αμερικανός πράκτορας του FBI που τους καταδιώκει, βράχος σκέτος _ τον υποδύεται άλλωστε ο Ντουέιν Τζόνσον, γνωστός και ως «The Rock».
Βαθμολογία: 2

Ανυπόφορη υστερία
Το να μιλήσεις για την ιστορία της πατρίδας σου με κάποιες σουρεαλιστικές υπερβάσεις που αγγίζουν τα όρια της παράνοιας δεν με ενοχλεί καθόλου. Παράδειγμα, ο «Λαβύρινθος του Πάνα» του Γκιγέρμο ντελ Τόρο, ένα εφιαλτικό παραμύθι που λειτούργησε ως αλληγορία για τον φασισμό του δικτάτορα Φράνκο. Οταν όμως το θέαμα που προκύπτει ξεπερνά τα όρια της κακογουστιάς και γίνεται ανυπόφορο, εκεί ανθίσταμαι. Και αυτό ακριβώς μου συνέβη βλέποντας την «Τελευταία ακροβάτιδα της Μαδρίτης» («Balada triste de trompeta», 2010, Ισπανία) του Αλεξ ντε Λα Ινγκλέσια, που κάνει μια ανασκόπηση της πρόσφατης ιστορίας της Ισπανίας μέσα από την πορεία ενός κλόουν σε τσίρκο (Κάρλος Αρέσες), ο οποίος λυσσασμένος για εκδίκηση καταλήγει serial killer σιδερώνοντας(!) τα πρόσωπα των θυμάτων του.

Το φιλμ αρχίζει στη δεκαετία του ’30, όταν ο πατέρας του κλόουν σκοτώνεται πέφτοντας θύμα της Εθνοφυλακής του δικτάτορα Φράνκο. Εν συνεχεία θα βρεθούμε στη Μαδρίτη της δεκαετίας του ’70, όπου βλέπουμε το παιδί να έχει μεγαλώσει, να μην είναι και πολύ στα καλά του και να πιάνει δουλειά σε τσίρκο ως κλόουν. Ενας άλλος κλόουν (Αντόνιο ντε Λα Τόρε) και μια ακροβάτις (Καρολίνα Μπανγκ) συμβάλλουν στην εξέλιξη της ιστορίας, στην οποία τα πάντα πολύ σύντομα μεταλλάσσονται, παραμορφώνονται. Τέρατα γεμίζουν την οθόνη, το αίμα ξεχειλίζει άφθονο, πιστολίδι στους δρόμους, τρόμος, λυσσασμένα σκυλιά! Αναρωτήθηκα τι βλέπω. Μια μακάβρια σάτιρα για τη δικτατορία του Φράνκο και τις συνέπειές της ή το «Σε βλέπω» στα ισπανικά; Υστερικό χωρίς λόγο, αποκρουστικό μόνο για την πρόκληση και, όπως είπα και πιο πάνω, σίγουρα ανυπόφορο.
Βαθμολογία: 0

Καταδίκη του φασισμού
Ο «Αληθινός φασισμός» («Obyknovenny fashizm», Σοβιετική Ενωση, 1965) το «κύκνειο άσμα» του ρώσου σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρομ (1901- 1971), που επαναπροβάλλεται στις αίθουσες, θεωρείται μία από τις «δημοφιλέστερες» αντιπολεμικές ταινίες όλων των εποχών, μια καταδίκη του φασισμού όχι μέσα από την «ψυχρή» κοινωνιολογική προσέγγισή του, αλλά μέσα από την ανάδειξη της επιρροής που είχε η φασιστική νοοτροπία στην καθημερινότητα του μικροαστού. Υλικό από πολεμικά αρχεία της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, της Γερμανίας και της Πολωνίας, αλλά και από τα απόρρητα αρχεία του χιτλερικού υπουργείου προπαγάνδας και τις ταινίες της Λένι Ρίφενσταλ εμπλουτίζει την ταινία, η οποία ωστόσο δεν αρκείται στην παράθεση απλώς των ιστορικών ντοκουμέντων, αλλά αγγίζει στην καρδιά του το ζήτημα του φασισμού και της μαζικής παραπλάνησης των λαών.
Βαθμολογία: 3

Προβάλλεται επίσης
Στη ρομαντική κομεντί «Το κορίτσι του Σαλέ» («Chalet girl», ΗΠΑ, 2011) του Φιλ Τρέιλ η Φελίσιτι Τζόουνς υποδύεται την πρώην πρωταθλήτρια στο skateboard η οποία ως βοηθός σε σαλέ πολυτελούς χιονοδρομικού κέντρου βρίσκει μια παλιά σανίδα του snowboard και ανακαλύπτει ότι έχει ταλέντο και στο χιόνι! Οπότε γοητεύει τον Εντ Γουέστγουικ και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
Βαθμολογία: _

Αξιολόγηση
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη