«Είναι δύσκολες οι δηλώσεις αυτή τη στιγμή» μας είπε ο Ντίνος Κατσουρίδης. «Ο Βέγγος είναι ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου. Δεκαέξι χρόνια περπατήσαμε χέρι χέρι μαζί. Δεκατέσσερις ταινίες δικές του και δικές μου. Είμαι συγκλονισμένος».

Η πρώτη ωστόσο επαγγελματική συνεργασία του Κατσουρίδη με τον Βέγγο έγινε στον «Δράκο» του Κούνδουρου και ο Ντίνος Κατσουρίδης μοιράστηκε στο «Βήμα» το πώς ακριβώς έγινε. «Ερχεται ο Κούνδουρος στο Φινέικο με τον “Δράκο” του υπό μάλης, έτοιμος για χαρακίρι. Είχε “ντουμπλάρει” την πρόζα του και, καθώς οι “συγχρονισμοί” είχαν γίνει (πού αλλού;) στο αρνητικό, γέμισε το αρνητικό κολλήσεις και κάθε κόλληση ήταν κι ένα “γκουπ”. Μιλάμε για χιλιάδες κολλήσεις και χιλιάδες “γκουπ”. Ο Φίνος τον έστειλε, φυσικά, σε μένα και εγώ έκρινα πως η μόνη λύση ήταν να “μεταφέρουμε” την πρόζα σε μαγνητικό υλικό (μόλις τότε είχαμε πρωτοπεράσει στον μαγνητικό ήχο) και εκεί απάνω να μπει το νυστέρι.

Αυτό, βέβαια, σήμαινε κάποιες χιλιάδες κολλήσεις και, όταν εγώ αρνήθηκα να κάνω το σχετικό χαμαλίκι, βρέθηκε άλλο “θύμα”: ο Θανάσης Βέγγος. Ο Βέγγος ήταν τότε ο “απ’ όλας” του Κούνδουρου: λίγο ηθοποιός (και τι καλός, Θεέ μου, κι ας μην το ήξερε ακόμα!), λίγο γενικών καθηκόντων, λίγο απ’ όλα. Το μεροκάματο να βγαίνει.
Τον δασκάλεψα καταλλήλως: πώς να εντοπίζει το “γκουπ”, να το κόβει, να μετράει ακριβώς ίδιο κομμάτι “χώρο” και να το κολλάει μπρος-πίσω. Χιλιάδες κοψίματα, χιλιάδες μετρήματα, χιλιάδες κολλήσεις. Ο Βέγγος ξεκίνησε με ενθουσιασμό και σε ένα 20ωρο τελείωσε. Περάσαμε την ταινία να τη δούμε (και να την ακούσουμε) και ω, του θαύματος, φύγανε τα χιλιάδες “γκουπ” και στη θέση τους μπήκαν χιλιάδες “ρουφήγματα”. Κάθε πρώην “γκουπ” και “ρούφηγμα”.
Τι είχε συμβεί; Ο Βέγγος είχε κάνει το μοιραίο λάθος: αντί να χρησιμοποιήσει το μαγνητικό υλικό με τον “χώρο”, χρησιμοποίησε ένα άλλο ρολό με “σιωπή” (απόλυτο κενό ήχου, εξ ου και τα ρουφήγματα). Γελάσαμε με την ψυχή μας, αλλά η δουλειά έπρεπε να ξαναγίνει από την αρχή.

Ξαναστρώθηκε λοιπόν ο δύστυχος και ματαξανάρχισε απ’ την αρχή. Και κάθε κόψιμο, κάθε μέτρημα, κάθε κόλληση τη συνόδευε με ένα ρυθμικό τι μ’ έ-βα-λαν-να κά-νω, τι μ’ έ-βα-λαν να κά-νω… Χιλιάδες φορές».