Φιλόλογος, μεταφραστής, πανεπιστημιακός, διανοούμενος… Από τον περασμένο Οκτώβριο ως το τέλος Μαρτίου, 24 ελληνίδες ηθοποιοί διάβαζαν στο Εθνικό Θέατρο τη δική του μετάφραση της «Ιλιάδας». Ο ίδιος εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» τη μεγάλη επιτυχία ενός τόσο «παράτολμου» εγχειρήματος

Ο Δημήτρης Μαρωνίτης δεν χρειάζεται συστάσεις για τους αναγνώστες του «Βήματος». Σε λίγες ημέρες κλείνει τα 82 του χρόνια. Από αυτά, τα 40 τα πέρασε ως συνεργάτης της εφημερίδας «και τα μισά από αυτά ως μεταφραστής των ομηρικών επών» συμπληρώνει. Η πρώτη επιφυλλίδα του στο «Βήμα», τον Φεβρουάριο του 1971, με τίτλο «Σημείο αναφοράς», σε συνδυασμό με τη συνεργασία του στα Δεκαοχτώ κείμενα το προηγούμενο καλοκαίρι έγινε, θυμάται, η αιτία της καθήλωσής του για εννέα μήνες στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ την περίοδο της δικτατορίας.

Ευθύς, συχνά εριστικός, με απόψεις προκλητικές, με λόγο παρεμβατικό στα πνευματικά και πολιτικά πράγματα, έχει δημιουργήσει στη σταδιοδρομία του αρκετούς αντιπάλους. Ωστόσο, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς μαζί του, δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσει το αυθεντικό ύφος με το οποίο έχει καταφέρει να μεταφέρει το πάθος του για τα αρχαιοελληνικά κείμενα σε αναγνώστες και ακροατές εντός και κυρίως εκτός της πανεπιστημιακής αίθουσας, φέρνοντας την αρχαιότητα πιο κοντά μας.

Πιο πρόσφατο παράδειγμα οι αναγνώσεις της Ιλιάδας στο Εθνικό Θέατρο. Είκοσι τέσσερις πρωταγωνίστριες του ελληνικού θεάτρου, από τη Λυδία Κονιόρδου , που ξεκίνησε με την ανάγνωση της ραψωδίας Α στις 14 Οκτωβρίου, ως την Αμαλία Μουτούση, που έκλεισε με την ανάγνωση της ραψωδίας Ω στις 31 Μαρτίου, ερμήνευαν κάθε Πέμπτη το ομηρικό έπος στη μετάφραση του Μαρωνίτη ( Ιλιάς, Αγρα, 2010).

Στην υπερπλήρη αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου ένα ενθουσιώδες κοινό, «παρήγορη μαγιά για το τι υπάρχει γύρω από τον χώρο της μεγάλης λογοτεχνίας , για το πόση ετοιμότητα έχει ένας κόσμος που δεν την υποπτευόμαστε και δεν την έχουμε εκτιμήσει σωστά», άκουγε προσηλωμένο. Υπάρχουν εν τέλει σημεία στα οποία ακουμπά το αρχαίο έπος τον σύγχρονο Ελληνα; Συναντήσαμε τον γνωστό φιλόλογο και μεταφραστή για να μας δώσει τη δική του ερμηνεία.

– Η Ιλιάδα θεωρείται πολεμικό και άρα «αρσενικό» έπος.Πώς προέκυψε η ιδέα να ακουστεί από γυναικείες και όχι ανδρικές φωνές;
«Αυτή η παράτολμη ιδέα ήταν του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, του Γιάννη Χουβαρδά, και με βρήκε απολύτως σύμφωνο. Κατά παρεξήγηση θεωρείται η Ιλιάδα έπος απ΄ αρχής μέχρι τέλους πολεμικό. Συντίθενται και συγκρούονται σε αυτήν τρία ομηρικά μεγαθέματα: ο πόλεμος, που έχει το κυρίαρχο σθένος, η ομιλία, που έχει υποκείμενα γυναικεία περισσότερο, και ο νόστος- με τη μορφή του νεκρώσιμου νόστου. Οπως καταλαβαίνετε, και οι ομιλητικές σκηνές και οι λίγες αλλά συνταρακτικές σκηνές του νεκρώσιμου νόστου, όπως είναι του Σαρπηδόνα και του Εκτορα, ταιριάζουν καλύτερα σε γυναικεία φωνή από ό,τι σε ανδρική».

– Πώς ερμηνεύετε τη μεγάλη προσέλευση στις αναγνώσεις αυτές;
«Ηταν απολύτως απροσδόκητη. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη, ασχέτως καιρού, ασχέτως προβλημάτων συγκοινωνίας. Με συγκίνησε το κοινό που προσήλθε, ένα κοινό αταξινόμητο, εντελώς απρόβλεπτο, όλων των ηλικιών. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η Ιλιάδα δεν είναι ούτε ιδιοκτητικό έπος, ούτε αυτάρεσκο, ούτε κλειστό και περήφανο, με την έννοια να ναρκισσεύεται ότι είναι το θεμελιακό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και “μη μου βάζετε εμένα χέρι” κτλ. Οι αναγνώσεις έδειξαν πόσο διαθέσιμη είναι η Ιλιάδα σε όσους θέλουν να την προσλάβουν. Εδειξαν επίσης ότι σε μια εποχή όπου έχουμε μπουκώσει από τα οπτικά ερεθίσματα, που πληθωρικά μας βομβαρδίζουν από το πρωί ως το βράδυ, ο κόσμος διψά να ενεργοποιήσει την ακροαματική του ευαισθησία και το έπος της Ιλιάδας, κατ΄ εξοχήν έπος ακροαματικό, προσφέρεται και στην ακρόαση εκείνου που το προφέρει και στην ακρόαση εκείνου που το προσλαμβάνει».

– Υπάρχουν τρόποι να γίνει η αρχαιοελληνική γραμματεία πιο ελκυστική στο ευρύ κοινό και ειδικά στους νέους;
«Για λόγους οι οποίοι έχουν το ερμήνευμά τους, και το πολιτικό και το πολιτισμικό και το ιδεολογικό, τα κείμενα αυτά εξακολουθούν να είναι τοποθετημένα σε ένα εικονοστάσι και προσφέρονται για το προσκύνημά μας. Και όμως είναι κείμενα τόσο ζωντανά, σπαρταριστά ακόμη και σήμερα, επομένως δεν χρειάζονται μυθοποίηση αλλά απομυθοποίηση για να τα πλησιάσουμε. Αν τελικά καταφέρουμε να ακούμε και να απολαμβάνουμε τον Ομηρο όπως απολαμβάνουμε μια τραγωδία του Σαίξπηρ, τότε είμαστε στον σωστό δρόμο».
– Ξεκινήσατε στη δεκαετία του 1990 μεταφράζοντας την Οδύσσεια, για να προχωρήσετε περίπου δώδεκα χρόνια αργότερα στη μετάφραση της Ιλιάδας. Ποιο από τα δύο έπη ήταν δυσκολότερο να μεταφραστεί;
«Η Οδύσσεια είναι ένα έπος που τα πάθη του ανήκουν στο παρελθόν, γίνονται αντικείμενο αναδιήγησης. Είμαστε σε ένα ήσυχο μέρος, σε μια σχεδία, στο νησί των Φαιάκων, μας περιποιούνται και ακούμε τα πάθη του Οδυσσέα. Η Ιλιάδα, μολονότι γραμματικά χρησιμοποιεί παρελθοντολογικούς όρους, είναι ένα έπος κατ΄ εξοχήν παροντικό, επομένως σε προκαλεί να μπεις μέσα στο δικό του δραματικό παρόν. Είναι ένα έπος ακατάδεχτο και τα ζητάει ή όλα ή τίποτε, αν πρόκειται να διατεθεί για να τη μεταφράσει κάποιος. Η μετάφραση γίνεται εξ επαφής και όχι εξ αποστάσεως και σε συνθήκες ασφαλείας όπως στην Οδύσσεια. Απαιτεί περισσότερη συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα, και λογικής και συνείδησης και- για να φτάσω σε υπερβολές, αλλά δεν λέω ψέματα- ενίοτε και υποσυνειδήτου ή και ασυνειδήτου».

Τον Δημήτρη Μαρωνίτη τον γνωρίζουμε ως κλασικό φιλόλογο, μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, πανεπιστημιακό δάσκαλο, μεταφραστή, διανοούμενο. Ποια από αυτές τις ιδιότητες τον εκφράζει περισσότερο; «Το ζεύγος γραφή και ανάγνωση καθόριζε τη γραμμή της δικής μου έρευνας και συγγραφής- και άργησα και εγώ να συνειδητοποιήσω ότι η μετάφραση είναι ο βασικός τρόπος επικοινωνίας. Με τη μετάφραση τα πράγματα διευρύνονται και γίνονται και πιο ειλικρινή για τη λειτουργία του λόγου μας: μιλάμε μεταφράζοντας αλλά και ακούμε μεταφράζοντας τον λόγο του άλλου. Οπότε πλέον σεμνύνομαι να λέω ότι είμαι κατά βάση μεταφραστής. Θα έλεγα ότι ίσως αυτό με εκφράζει καλύτερα από τα άλλα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου».

Είναι μήπως αυτός ένας εύσχημος τρόπος να απομακρυνθεί σε έναν πιο ασφαλή ρόλο σήμερα που γίνεται τόσος λόγος για την ευθύνη των διανοουμένων μπροστά στις δυσάρεστες εκπλήξεις της εποχής μας; «Κάθε άλλο.
Αυτοαπασχολούμενος φιλόλογος πλέον, δεν έχω πάψει να αρθρώνω πολιτικό λόγο μέσα από τη φιλολογική μου δουλειά και εξακολουθώ να κινούμαι με γνώμονα την πολιτική μου ευαισθησία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ