Ήταν μόλις 28 ετών όταν έφυγε από τη ζωή, μια ζωή γεμάτη ποίηση, έρωτα και θλίψη.

Πρόκειται για την ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής Μαρία Πολυδούρη (01-04-1902).

Η ιστορία της είναι συνδεδεμένη με αυτή του ομότεχνού της Κώστα Καρυωτάκη.

Εξάλλου, δεν μπορεί να διαβάσει κανείς Πολυδούρη αν δεν γνωρίζει την επίδραση που άσκησε στη ζωή και το έργο της ο Καρυωτάκης.

Με τον Καρυωτάκη γνωρίστηκαν στην Αθήνα, όταν η Μαρία σπούδαζε στη Νομική Σχολή. Ήταν 20 ετών τότε και ο Κώστας 26. Εργάζονταν στην ίδια υπηρεσία, στη Νομαρχία Αθηνών. Σχεδόν αμέσως αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένας δυνατός έρωτας που καθόρισε τόσο τη ζωή όσο και το έργο της.

Η γνωριμία τους μετρούσε μετά βίας ένα εξάμηνο, όταν το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, μία νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα.

Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.

Ακόμα και ύστερα από τον χωρισμό τους, η Πολυδούρη εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένη με τον Καρυωτάκη, παρόλο που στη ζωή της, το 1924, είχε «μπει» ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου με τον οποίο και αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925.

Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα.

Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε και τη Νομική.

Στη συνέχεια άλλαξε πορεία. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.

Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα και συνέχισε τη νοσηλεία της στη «Σωτηρία» όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, «Ηχώ στο χάος».

Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και, τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου.

Το έργο

Το ποιητικό της έργο διαπνέεται από το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής, ενώ ο έρωτας και ο θάνατος είναι η δυο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Έντονες είναι οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις.

Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της Κώστα Καρυωτάκη αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια.

Κοντά σου (Μαρία Πολυδούρη)

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή