Αγωνίστρια, έτσι θα τη θυμόμαστε όλοι, αγωνίστρια της Αντίστασης και αγωνίστρια της ζωής. Η Μαρία Μπέικου κηδεύτηκε σήμερα το πρωί (Δευτέρα 28 Μαρτίου) από το Α΄ Νεκροταφείο. Στο τελευταίο ταξίδι τη συνόδευσαν σύντροφοι, αγαπημένοι φίλοι και πολύς κόσμος. Δεκαεπτά χρόνια καρκινοπαθής, πέθανε το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης στα 86 χρόνια της.

Ο σκηνοθέτης Θόδωρος Τερζόπουλος, παλιός φίλος και συνεργάτης, που τη σκηνοθέτησε στην εμφάνισή της στο σανίδι στην παράσταση «Μάουζερ» στο θέατρο Αττις πριν από λίγες ημέρες, θυμάται τις πρώτες στιγμές της γνωριμίας τους. Ήταν το 1987. Εκείνος είχε επιστρέψει από το Ανατολικό Βερολίνο και περίμενε στο αεροδρόμιο την κόρη του Μπρεχτ. Η Μπέικου περίμενε μια φίλη της από την ΕΣΣΔ. Έπιασαν την κουβέντα και έτσι άρχισε μια γνωριμία που αναπτύχθηκε σε στενή σχέση και συνεργασία και καθημερινά τηλεφωνήματα. Ήταν η μεταφράστρια και η διερμηνέας του, δίπλα του σε πολλές περιοδείες στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στη Ρωσία αργότερα, στους Δελφούς, στην Πολιτιστική Ολυμπιάδα. Περισσότερο από αυτό ήταν «η εμψυχώτρια όλων των καλλιτεχνικών ριψοκίνδυνων πειραμάτων και περιπλανήσεών μας», λέει ο σκηνοθέτης.

Γεννήθηκε στην Ιστιαία της Εύβοιας. Ο πόλεμος τη βρίσκει στην Αθήνα, να σπουδάζει ιατρική. Παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ και φεύγει στο βουνό. Παντρεύεται τον αγωνιστή Γεωργούλα Μπέικο. Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, αφήνει το όπλο της στα αλβανικά σύνορα και φεύγει προς το άγνωστο. Καταλήγει στη Σοβιετική Ένωση, «είκοσι επτά χρόνια χωρίς ιθαγένεια», όπως συνήθιζε να λέει. Στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας γνωρίζεται με τον συμφοιτητή της Αντρέι Ταρκόφσκι. Μαζί σκηνοθετούν τους «Φονιάδες» του Χέμινγκουεϊ. Γίνεται καλός φίλος της κι εκείνη νονά του γιου του. Είναι επίσης η φωνή του «Εδώ Μόσχα», η εκφωνήτρια του Ραδιοφωνικού Σταθμού Μόσχας. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1976 με την τέφρα του Γεωργούλα «σαν την Ηλέκτρα», παρομοίαζε. Αυτή είναι, με δυο λόγια, η ιστορία της ζωής της, «μιας πλούσιας μυθιστορηματικής ζωής», υπογραμμίζει ο Τερζόπουλος, «που καλύπτει τα δύο τρίτα του 20ού αιώνα». Την αφηγήθηκε γλαφυρά στην πρόσφατη αυτοβιογραφία της με τίτλο Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ… (Καστανιώτης, 2010), μια σπουδαία μαρτυρία για μια σημαντική εποχή της ιστορίας μας.

«Όταν της πρότεινα να παίξει στο “Μάουζερ” του Χάινερ Μίλερ δέχτηκε με πολλή χαρά. Τύπου Μάουζερ ήταν άλλωστε το τουφέκι που της έδωσε ο Γεωργούλας στο βουνό» λέει ο Τερζόπουλος. Στην παράσταση της Κυριακής 20 Μαρτίου καταχειροκροτήθηκε και του εκμυστηρεύθηκε: «Λες να είναι άραγε αυτή η τελευταία μου παράσταση;» Την επόμενη μέρα εισήχθη στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα.

«Έφυγε όρθια και χωρίς πόνους, με το τελευταίο χειροκρότημα της παράστασης και με το χαμόγελο στο στόμα» μας λέει ο Θόδωρος Τερζόπουλος. «Δεν φοβόταν τον θάνατο, δεν την είχε καταβάλει η ιδέα του θανάτου. Ήταν μια γυναίκα δυνατή. Αυτό που τη χαρακτήριζε πάνω από όλα ήταν η γενναιότητα. “Αν ήμουν νέα, θα ήμουν στους δρόμους” έλεγε. Μιλούσε συνέχεια με τους νέους και για τους νέους και σχολίαζε έντονα την επικαιρότητα. Προέτρεπε τους νέους να διαβάσουν τον Μαρξ και να μάθουν ιστορία, να γνωρίζουν την ιστορία τους και να μην είναι ανιστόρητοι “όπως οι περισσότεροι πολιτικοί”. Έκρινε αυστηρά τους παθητικούς πολίτες και πίστευε ότι πρέπει να είμαστε κάθε στιγμή έτοιμοι για διάλογο και για σύγκρουση, να είμαστε πάντοτε μάχιμοι». Έζησε σε δύσκολες εποχές και αυτό που τη χαρακτήριζε πάντα ήταν η μαχητικότητα.

Γι’ αυτό και «στην παράσταση λειτούργησε ως σύμβολο», λέει ο Τερζόπουλος, «στο πρόσωπό της ήταν παρούσα η Αντίσταση». Τι μας αφήνει παρακαταθήκη; «Αναμφίβολα την αγωνιστικότητα, τη γενναιότητα και την τόλμη της».