«Θα μιλήσω για τον φίλο τον Κανέλλο/
που έχει μια καρδιά και τέσσερα ποδάρια./ Που γυρίζει στα Εξάρχεια τα βράδια/ κι όλοι τον σέβονται,του βγάζουν το καπέλο./ Στη γωνιά Πολυτεχνείο με Πατησίων/ κυνηγούσε, λένε, έναν ασφαλίτη. / Και μια μέρα εθεάθη στο Θησείο/ να γυρνά με μια σκυλίτσα από σπίτι. / Ενα τραγούδι για τον σκύλο τον Κανέλλο/ που με δάγκωσε μα τον καταλαβαίνω./ Υποστήριξε την άποψη με πάθος/ ότι είχα πάρει τη ζωή μου λάθος. / Χίλια πρόσωπα αλλάζει αυτή η πόλη/ μα κανένα δεν τρομάζει τον Κανέλλο./ Κι αν καμιά φορά τον βλέπεις λυπημένο/ την ουρά του σπάει κι αρχίζει γυροβόλι./ Κι ούτε αγγίζει όσα κόκαλα πετάνε/ όλοι αυτοί που ασχημαίνουν τη ζωή μας. / Και το ξέρωόταν στα μάτια τον κοιτάμε/ πως γουστάρει,πως γουστάρει τη σιωπή μας».


Το τραγούδι μιλάει για τον Κανέλλο, κάτοικο της περιοχής του Πολυτεχνείου και φίλου των αντιεξουσιαστών. Γάβγιζε στα ΜΑΤ, τα κυνηγούσε, αψηφούσε μολότοφ και δακρυγόνα, ήταν παρών στις πορείες και στις συγκεντρώσεις… ώσπου αρρώστησε. Κινητοποιήθηκαν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου, τον φρόντισαν, αλλά δεν άντεξε. Είχε μπει άλλωστε στα δεκαεπτά… Ο τραγουδοποιός Στάθης Δρογώσης στον «Κανέλλο» του δεν αποτυπώνει μόνο τη ζωή ενός σκύλου αλλά και καταστάσεις που προβληματίζουν τόσο τον ίδιο όσο και τους συνομηλίκους του.

Ο «Κανέλλος» αποτέλεσε την αναγκαία και ικανή συνθήκη ώστε αντιεξουσιαστές απ΄ όλον τον κόσμο να σχολιάσουν, όχι βεβαίως τη ζωή του πρωταγωνιστή της ιστορίας, αλλά την καθημερινότητά τους. Να καταθέσουν ιδέες, να συγκρουστούν και να ενωθούν. Με περισσότερες από 200.000 προβολές στο myspace, το τραγούδι μετατράπηκε σε πολιτικοκοινωνικό «ύμνο». «Ενα τραγούδι φεύγει πάντα από τον δημιουργό και το κάνουν ό,τι θέλουν οι ακροατές του.Μου αρέσουν οι δεύτερες αναγνώσεις έργων μου» λέει ο Στάθης Δρογώσης. «Σαφώς και δεν είμαι πολιτικός επιστήμονας.Αυτό που ξέρω να κάνω είναι να τραγουδώ για την τάξη που εκφράζω, αυτή τημικρομεσαία.Από την άλλη,δεν μ΄ ενδιαφέρει ούτε να νουθετώούτε να είμαι με το δάχτυλο και να λέω ή να δείχνω . Είναι φορές που ντρέπομαι που είμαι καλλιτέχνης.Πολλοί από εμάς έχουν ταυτιστεί με την εξουσία».

Από την άλλη, γνωρίζει ότι έχει μια δύναμη στα χέρια του και μπορεί να ασκήσει πολιτικό λόγο. «Δεν θέλω όμως να είμαι αρχηγός. Το καθήκον της τέχνης είναι να σκάβει στα θεμέλια της κοινωνίας, να θέτει ερωτήματα και να αμφισβητεί.Πρώτα αμφισβητούμε και μετά αλλάζουμε. Δεν μπορεί να διοικηθεί μια κοινωνία από τους καλλιτέχνες. Καταλαβαίνω όμως και την ανάγκη του κόσμου να βρει ήρωες. Ετσι ηρωοποίησαν τον Τζον Λένον – και εκείνος τούς έδειχνε τα γεννητικά του όργανα».

Σε ένα από τα τελευταία του τραγούδια αναφέρει: «Σπάστε τις ψεύτικες οθόνες,/ βγείτε απ΄ τα ήσυχα γραφεία (…)/ όμορφη ζωή,να ζούμε ελεύθερη ζωή». Δεν προτρέπει λοιπόν τους ακροατές του σε συγκεκριμένες πράξεις και ενέργειες; «Παρακάτω όμωςλέω ότι “είμαστε όλοι καλλιτέχνες,/ είμαστε όλοι ευλογημένοι, / φτωχοδιάβολοι μοιραίοι και διαφορετικοί (…)/ όμορφη ζωή,να ζούμε ελεύθερη ζωή”».
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα το πολιτικοκοινωνικό τραγούδι έχει αποκτήσει μια διαφορετική έννοια από εκείνη της Μεταπολίτευσης. Οι σημερινοί τριαντάρηδες ή και οι λίγο μεγαλύτεροι, έχοντας γυρίσει την πλάτη σε κόμματα και θεσμούς και βιώνοντας μια πραγματικότητα που δεν τους εκφράζει, θέλουν να «τη λένε» σε όλους, «να τα χώνουν», όπως λένε τα Κίτρινα Ποδήλατα.

«Η τέχνη δραματοποιεί την καθημερινότητα»

«Αυτό που παίζει ρόλο είναι η γενικότερη στάση ενός δημιουργού ή ενός συγκροτήματος» προσθέτουν οι αγγλόφωνοι Film – και όχι αυτοί καθαυτοί οι στίχοι. «Αντιεξουσιαστική άποψη μπορεί να έχει κάθε άνθρωπος που αμφισβητεί το γεγονός ότι ο πλούτος και η λήψη των αποφάσεωνσυγκεντρώνονται σε λίγους» τονίζουν. «Ο καθένας μας οφείλει να έχει μια αίσθηση ευθύνης και αφύπνισηςγια ό,τι συμβαίνει γύρω του.Ολα αυτά επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, τον στίχο και το στήσιμό μας. Κανείς όμως δεν περιμένει να τον σπρώξουμε είτε δε ξιά είτε αριστερά.Ούτε θα αντιδράσει με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο επειδή θα του το πούμε εμείς.Η τέχνη δραματοποιεί την πραγματικότητά του.Ας πατήσει φρένο στην καθημερινότητά του για να δει τι του συμβαίνει».

«Υποστήριξε τον λόγο σου με τη ζωή σου και το αντίστροφο». Αυτό είναι, για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια, το σύνθημα των Αctive Μember. Πιθανόν να αρκούσε από μόνο του για να καταταγούν στα πιο πολιτικοποιημένα συγκροτήματα της εποχής μας. Ωστόσο ο ιδρυτής τους, ΒD Foxmoor, έχει τις ενστάσεις του. «Το πολιτικοποιημένο τραγούδι δεν είναι το στρατευμένο.Πολιτικό τραγούδι είναι το ανήσυχο τραγούδι.Είναι στάση ζωής το να ανησυχείς και να μοιράζεσαι πράγματα. Το κοινωνικό τραγούδι είναι ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας, όπως και αν εκφράζεται αυτή». Με την οικονομική κρίση και όλα όσα τραβούν οι νέοι άνθρωποι, ο ίδιος νιώθει να βρίσκεται «σε ένα σταυροδρόμι. Το μυαλό μου γυρίζει σε δύο δρόμους. Να πάρουμε εκδίκηση για όλα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια,να τα κάνουμε όλα λαμπόγυαλο,στάχτη και μπούρμπερη,ή να τους συγχωρήσουμε. Τα πράγματα είναι οριακά και γι΄ αυτό φταίει το σύστημα.Πιστεύω ότι ένα μεγάλο μέρος του κοινού- άρα και των δημιουργών- θα μεταφέρει τις αγωνίες του στο τραγούδι».

Τις δικές του αγωνίες δεν τις μεταφέρει μόνο στο τραγούδι αλλά και στην Πολιτιστική Κίνηση Ενάντια στον Φόβο, που έχει στα… σκαριά. «Ετοιμάζεται από πολλούς ανθρώπους που είναι “καθαροί”, με στόχο να βοηθήσουμε όποιον και όσους φοβούνται. Θέλουμε να χαθεί ο τρόμος και το σκιάξιμο.Βαρέθηκα να βλέπωφοβισμένους ανθρώπους.Η σημερινή κρίση αφορά τους νέους και αυτούς έχει χτυπήσει. Δεν είναι ο μπάτσος ο εχθρός,ο εργοδότης του είναι».

Ολοι συμφωνούν ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η κατάσταση δεν πάει άλλο. Κανείς ωστόσο δεν φαίνεται να επιθυμεί, μέσω της δουλειάς του, να αναλάβει τον ρόλο του ηγέτη, εκείνου που θα τα βάλει όλα και όλους στη θέση τους. Ακόμη και ο Νικήτας Κlint, από τους έλληνες ράπερ με τον πιο σκληρό λόγο, προτιμά να αφήνει τα συμπεράσματα στους άλλους: «Το πολιτικό τραγούδι είναι μια κοινοτοπία, ένας αδόκιμος όρος.Για την Τζόαν Μπαέζμπορεί να είχε νόημα. Για εμάς όμως; Πολλοί μιλάνε γι΄ αυτό,αλλά εγώ πολιτικό τραγούδι δεν βλέπω.Αυτό που βλέπω είναι γκάνγκστερ. Κλέφτες και αστυνόμους βλέπω. Ολες αυτές οι αναλύσεις μειώνουν το τραγούδι, το οποίο προϋπήρχε της πολιτικής».

Το σάουντρακ της εξέγερσης

«Κι άμα τα πάρω,θα πάρω φόρα,/ θα σας ρημάξω στις κλωτσιές στην ανηφόρα./ Αμα τα πάρω,δεν θα μπορέσουν/ δυο διμοιρίες από ΜΑΤ να με βολέψουν./ Κι έτσι πλανιέμαι,έτσι ξεχνιέμαι/ κρύβομαι μέσα μου και κάνω πανικό./ Ετσι πλανιέμαι,έτσι ξεχνιέμαι/ τη φαντασία μου χορεύω στο κενό». Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 που ακολούθησαν τη δολοφονία τουΑλέξη Γρηγορόπουλουβρήκαν στο παραπάνω τραγούδι του συγκροτήματος Κίτρινα Ποδήλατα,«Θα πάρω φόρα»,το δικό τους «σάουντρακ».

«Το τραγούδι όμως είχε γραφτεί οκτώ- εννέα μήνες πριν από τα γεγονότα- και μάλιστα εξαιτίας αυτών καθυστερήσαμε την κυκλοφορία του άλμπουμ,από σεβασμό» εξηγούν οι ίδιοι. «Είναι αλήθεια ότι νιώσαμε αμήχανα, παρ΄ όλο που περιγράφαμε μια κατάσταση που βλέπαμε ότι ερχόταν.Και άλλα κομμάτια μας έχουν σαφώς κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα.Αγωνιούμε και εμείς, όπως όλη η νεολαία.Τι να πούμε στους φίλους μας που ψάχνουν να βρουν μια δουλειά για 400- 500 ευρώ κρύβοντας τα διδακτορικά τους και τις γνώσεις τους;Τι να πούμε και πώς στη νεολαία που φοβάται;».


«Αντίστροφη μέτρηση»,«Τι είναι κράτος», «Πατρίδα αναποφάσιστη»,«Θα αντέξω»… Αναμφίβολα,τα Κίτρινα Ποδήλατα «τα χώνουν».Δεν το παίζουν όμως αντιεξουσιαστές. «Το θέμα δεν είναι τι γκρεμίζεις, αλλά τι χτίζεις στη θέση του.Εμείς θέλουμε να αφυπνίζουμε στο μέτρο του δυνατού και της τέχνης μας τη νέα γενιάκαι όχι να γκρεμίζουμε. Αφήνουμε πίσω μας την ταμπέλα του αντιεξουσιαστή και προσπαθούμε για το αύριο μαζί με τους συνομηλίκους μας.Πολιτικό τραγούδι, ή όπως και αν λέγεται αυτό σήμερα, υπάρχει όταν το έχει ανάγκη η νεολαία. Επίσης,είναι στάση ζωής. Δεν μπορεί άλλα να λες στα τραγούδια σου και άλλα να κάνεις».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ