Το 1998, όταν η σκηνοθέτις Ελένη Βλάσση εργαζόταν ως δημοσιογράφος στην Γαλλία, άκουσε στην τηλεόραση μια απόκοσμη φωνή να μιλά στα ελληνικά για τη Σπιναλόγκα. Ήταν η φωνή του χανσενικού Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη, μιας γνωστής φυσιογνωμίας του νησιού. Αν και η Βλάσση κατάγεται από το νομό Λασιθίου, μέχρι τότε δεν γνώριζε για τον αφιλόξενο βράχο της Σπιναλόγκας, τον οποίο οι χανσενικοί ονόμασαν «νησί των αγγέλων» και που στις μέρες μας επανήλθε στην επικαιρότητα μέσω της επιτυχημένης σειράς του MEGA «Το νησί».

«Ένιωσα ότι είχα χρέος να κάνω ένα ντοκιμαντέρ, όχι μόνο λόγω καταγωγής, αλλά και για να καταδείξω αυτό που κραυγάζει ο πρωταγωνιστής μου στην ταινία: ότι χρειάζεται να πούμε την αλήθεια, έτσι ώστε να δικαιωθούν αυτοί οι άνθρωποι στις καρδιές μας» λέει σήμερα η σκηνοθέτιδα για την ταινία «Ο τόπος που δακρύζουν οι θεοί» που την περασμένη Κυριακή, 13 Μαρτίου, έκανε πρεμιέρα στο 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Εικόνες του 21ου Αιώνα στη Θεσσαλονίκη.

Η Βλάσση δεν εστίασε στην αρρώστια αυτή καθεαυτή αλλά στον κοινωνικό αποκλεισμό, «στο στίγμα που φέρουν αυτοί οι άνθρωποι ακόμα και όταν, θεραπευμένοι πλέον, επιστρέφουν στην κοινωνία» όπως είπε.

Η διαδικασία της δημιουργίας του ντοκιμαντέρ δεν ήταν εύκολη. Οι πρώην χανσενικοί δεν ήθελαν να μιλήσουν μπροστά στην κάμερα. Ωστόσο, το 2009, ο Μανώλης Φουντουλάκης, ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που είχαν βιώσει το δράμα της Σπιναλόγκας, αποφάσισε να μιλήσει. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο Φουντουλάκης δεν μπόρεσε να δει την ταινία ολοκληρωμένη.

Μέσω εκείνου πάντως, η σκηνοθέτιδα μπόρεσε να εντοπίσει κι άλλους πρώην χανσενικούς και αργότερα να εξασφαλίσει αρχειακό υλικό με μαρτυρίες ασθενών από το 1974. Η ίδια θεωρεί ότι το πιο συγκλονιστικό γεγονός δεν είναι οι μαρτυρίες των ανθρώπων για την αρρώστια, αλλά η διαπίστωση ότι η κοινωνία τους πέταξε σε αυτό το νησί για να πεθάνουν.

«Όποιος έμπαινε στη Σπιναλόγκα αντίκριζε μια επιγραφή που τον καλούσε να αποθέσει στην είσοδο κάθε ελπίδα. Υπήρξαν, όμως, άνθρωποι όπως ο Ρεμουνδάκης, που απέδειξαν ότι η ζωή είναι πιο δυνατή από οτιδήποτε άλλο, ότι ακόμα κι ένας μόνο άνθρωπος έχει τη δύναμη να αλλάξει τα πράγματα. Παρόλα αυτά, όταν έγινε το ‘’θαύμα’’ της θεραπείας, οι άνθρωποι αυτοί είχαν την ψευδαίσθηση ότι θα φύγουν από τη Σπιναλόγκα και θα γίνουν αποδεκτοί. Διαπίστωσαν, όμως, ότι η κοινωνία δεν τους δέχτηκε ποτέ».