Παρά τις επιμέρους διαφωνίες τους, όσοι κατά καιρούς επιχείρησαν να προσεγγίσουν το «φαινόμενο Κάλλας» συμφωνούν σε μια κοινή διαπίστωση: η μεγαλύτερη συμβολή της ντίβας στην τέχνη της ήταν η κατάκτηση της ολοκληρωμένης υποκριτικής πράξης, η ανύψωση, δηλαδή, του δράματος στο επίπεδο της μουσικής. Αν, λοιπόν, η δασκάλα της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο και ο μαέστρος Τούλιο Σεραφίν υπήρξαν οι άνθρωποι που «έπλασαν» φωνητικά τη Μαρία Κάλλας, πίσω από τη θεατρική διείσδυση στους ρόλους της κρύβεται ένα ακόμη πρόσωπο: ο Λουκίνο Βισκόντι.

Ο Ιταλός σκηνοθέτης – έστω κι αν τελικά δεν την έπεισε να εκτεθεί στον κινηματογραφικό του φακό – στάθηκε αναμφίβολα μια από τις ισχυρότερες φυσιογνωμίες στην καριέρα της Κάλλας. Ηταν αυτός ο οποίος κατόρθωσε να μεταμορφώσει κυριολεκτικά την «ενστικτώδη» καλλιτέχνιδα εκλεπτύνοντας στο έπακρο τα εκφραστικά της μέσα και κινητοποιώντας τις ερμηνευτικές της δυνατότητες έτσι ώστε να φτάσουν σε επίπεδα μεγάλης ηθοποιού πρόζας. Ο Βισκόντι επένδυσε στην Κάλλας τα σκηνοθετικά του οράματα και, από την πλευρά της, η «Βασίλισσα της Σκάλας» μετατράπησε σε εύπλαστο «όργανο» στα χέρια του.

Το αποτέλεσμα ήταν η λαμπρή τους συνεργασία ν΄αγγίξει δυσθεώρητα, για την εποχή εκείνη, ύψη τελειότητας επιφέροντας πραγματική επανάσταση στον χώρο της Οπερας…

Η σχέση της πριμαντόνας με τον Λουκίνο Βισκόντι έρχεται εκ νέου στο προσκήνιο μέσα από την έκθεση «Η Μαρία Κάλλας και η Σκάλα του Μιλάνου» που φιλοξενεί το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από τις 9 Μαρτίου ως τις 8 Μαϊου, με χορηγία της οικογένειας Λαμπράκη. Η έκθεση διοργανώνεται στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου συνεργασίας με τη Σκάλα του Μιλάνου και περιλαμβάνει κοστούμια, φωτογραφικό και ηχητικό υλικό, αντικείμενα και βίντεο από τη σκηνή τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά εκτός Ιταλίας.

Μέσα από τα κοστούμια του Πιέρο Τζούφι και του Νικόλα Μπενουά που περιλαμβάνονται στην έκθεση, η σχέση της Κάλλας με τον Βισκόντι προβάλλει ανάγλυφη. Πρώτο δείγμα της «χρυσής συνεργασίας» η «Εστιάδα» του Σποντίνι το 1954 απ΄όπου εν προκειμένω εκτίθεται το κοστούμι του Τζούφι για την Ιουλία από την Α΄πράξη της όπερας: ένα φόρεμα αμπίρ από φυσικό μετάξι, με τρέσα και χρυσή μεταλλική κλωστή κάτω από το στήθος και μεγάλες επίχρυσες πόρπες στους ώμους. Ο ίδιος υπέγραφε και τα σκηνικά υπηρετώντας το όραμα του Βισκόντι ο οποίος θέλησε ν΄αναβιώσει τη Ρώμη της εποχής των αυτοκρατόρων, «ζωντανεύοντας», παράλληλα, και την Εστιάδα της Κάλλας. Οι δυο τους, συχνά δοκιμάζοντας ο ένας τις αντοχές του άλλου, κατάφεραν να διευρύνουν δραματουργικά μια περιορισμένη, μουσικά, όπερα η οποία, σύμφωνα με την άποψη ορισμένων θύμιζε τον «φτωχό συγγενή» της «Νόρμας» του Μπελίνι…

Από την «Αννα Μπολένα» του 1957, μια ακόμη συνεργασία της Κάλλας με τον Βισκόντι – κι ενώ είχαν προηγηθεί η «Υπνοβάτις» του 1955 και η περίφημη «Τραβιάτα» της ίδιας χρονιάς, η οποία άφησε εποχή σφραγίζοντας ανεξίτηλα αυτή καθεαυτή την ιστορία της όπερας – εκτίθεται το κοστούμι του Νικόλα Μπενουά για την ηρωίδα, από τη Β΄σκηνή της Α΄πράξης. Ενα εντυπωσιακό μπλε φόρεμα από σατέν και βελούδο, διακοσμημένο με ψεύτικα σμαράγδια, ψεύτικα γαλάζια πετράδια και μεγάλα γυάλινα μαργαριτάρια στοσ κορσάζ. Το φόρεμα συμπληρώνει μια μπλε βελούδινη κάπα με κόκκινη βελούδινη, επίσης, φόδρα και μπορντούρα από γούνα αλεπούς. Εν προκειμένω ο Μπενουά αντιλήφθηκε αμέσως τι ζητούσαν ο σκηνοθέτης και η πρωταγωνίστρια. Πειθάρχησε το εντυπωσιακό ταλέντο του και, προσπαθώντας να μείνει πιστός στο πνεύμα της παράστασης, επιδίωξε περισσότερη σαφήνεια και λιγότερη αμφισημία.

Η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκλουκ (1957, απ΄όπου το γαλάζιο μεταξωτό μπροκάρ κοστούμι του Νικόλα Μπενουά το οποίο περιλαμβάνεται στην έκθεση) σηματοδοτεί την τελευταία συνεργασία του Βισκόντι με την Κάλλας στη Σκάλα του Μιλάνου. Κι όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Βιτόρια Κρέσπι Μόρμπιο στον κατάλογο της έκθεσης: «Η ερμηνεύτρια της Ιφιγένειας παρέμενε για τον Βισκόντι ένα ίνδαλμα με ελληνικό πρόσωπο και ρούχα από μπροκάρ, που φορούσε υπερμεγέθη μαργαριτάρια. Στις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν εκτός σκηνής φαίνεται η υπερηφάνεια που ένιωθε ο Βισκόντι, σαν άλλος Πυγμαλίωνας, για ένα πλάσμα που είχε έμφυτη θεατρική αίσθηση του χρόνου κι έκανε γι΄αυτόν πράγματα σχεδόν αδύνατα. Ο σκηνοθέτης της αφιέρωσε ολόκληρη την όπερα που όπως είπε «δημιουργήθηκε γι΄αυτήν και μόνο». Της χάιδεψε το χέρι, έπεσε σχεδόν στα γόνατα μπροστά της και την κοίταξε με τρυφερό θαυμασμό: «Εξακολουθώ να τη θεωρώ την καλύτερη παράσταση που κάναμε μαζί».